Μοχλό ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία αποτελεί η έρευνα του φαρμακευτικού κλάδου, ενώ παράλληλα ενισχύει και την εθνική ανταγωνιστικότητα και οικονομία, καθώς απασχολεί υψηλού επιπέδου επιστημονικό προσωπικό.
Στη χώρα μας δραστηριοποιούνται περισσότερες από 150 εταιρείες και λειτουργούν 28 εργοστάσια, τα οποία καλύπτουν άμεσα 26.000 θέσεις εργασίας και 86.000 έμμεσες. Το 64% του προσωπικού είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, όταν στο σύνολο της οικονομίας είναι 22,7%.
Και ενώ αρκετοί εκτιμούν ότι τα φάρμακα είναι προϊόντα εισαγωγής, η φαρμακοβιομηχανία είναι η τρίτη εξαγωγική δύναμη της πατρίδας μας, εξάγοντας σε 141 χώρες, με επίδραση που αγγίζει τα 6 δισ. ευρώ συνεισφέροντας, δηλαδή το 3,5% στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ).
Ογκόλιθο ανάπτυξης και επιστημονικής και κοινωνικής προόδου αποτελεί τεκμηριωμένα η κλινική έρευνα, που είναι μια από τις πλέον παραγωγικές επενδύσεις, με εξαιρετικά υψηλή προστιθέμενη αξία για την πραγματική οικονομία.
Η διεξαγωγή κλινικών μελετών στη χώρα μας, παρά τις πολλές γραφειοκρατικές δυσκολίες και τα αντικίνητρα, συνδέεται με την εισροή σημαντικών ιδιωτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό που αγγίζουν τα 80 εκατ. ευρώ ετησίως. Οι κλινικές δοκιμές στη χώρα μας έχουν αυξηθεί σημαντικά, προσφέροντας όχι μόνο στην οικονομία, αλλά σώζοντας και ανθρώπινες ζωές, χορηγώντας τα πιο καινοτόμα φάρμακα σε ασθενείς. Μάλιστα, εν μέσω κρίσης ο αριθμός των κλινικών μελετών έχει αυξηθεί αρκετά.
Για παράδειγμα το 2014 στη Γερμανία έγιναν 5.813 κλινικές δοκιμές, στη Γαλλία 4.564, στο Βέλγιο 2.453, στην Ιταλία 1.350, στην Ισπανία 953, στην Αυστρία 650, την Πολωνία 274 και στην Ελλάδα μόλις 80. Το 2017 στη χώρα μας διεξήχθησαν 2.265 κλινικές μελέτες. Στόχος της φαρμακοβιομηχανίας είναι, σύμφωνα με όσα έχει ανακοινώσει ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων (ΣΦΕΕ) είναι η χώρα μας να προσελκύσει τις επενδύσεις που δικαιούται σε κλινική έρευνα και να τις τριπλασιάσει σε βάθος τριετίας, φτάνοντας και τα 250 εκ. ευρώ τον χρόνο.
Και μπορεί ο κλάδος παραγωγής φαρμάκου να κατέγραψε κάμψη της απασχόλησης περίοδο 2010-2016 κατά -2,8% (ηπιότερη υποχώρηση της απασχόλησης σε σύγκριση με το σύνολο της μεταποίησης). Το συνολικό μισθολογικό κόστος όμως την ίδια περίοδο μειώθηκε μόλις 7% έναντι πολύ μεγαλύτερης υποχώρησης στη μεταποίηση, η οποία έφτασε το 36,6%.