Δεν προκαλούν «πονοκέφαλο» μόνο στην Ελλάδα οι αξιώσεις του ΔΝΤ για επίσπευση της μείωσης του αφορολογήτου από την 1η Ιανουαρίου 2019 και οι απαιτήσεις για αναστολή των ευνοϊκών μέτρων του 2019 και του 2020. Και η ευρωζώνη έχει αρχίσει να θορυβείται από το ότι το Ταμείο ζητά γραπτές διαβεβαιώσεις από τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς για τη μελλοντική επίδειξη αλληλεγγύης προς τη χώρα μας στο ζήτημα του χρέους, αλλά και για το γεγονός ότι το ΔΝΤ αμφισβητεί την αρμοδιότητα του SSΜ στα ζητήματα των τραπεζών.
Το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ αποφάσισε στις 21 Φεβρουαρίου την αλλαγή των όρων εμπλοκής του στα προγράμματα χωρών που είναι μέλη νομισματικών ενώσεων. Οι αλλαγές αυτές επηρεάζουν άμεσα στην Ελλάδα, καθώς βάσει των νέων κανόνων, όταν ένα κράτος μέλος μιας νομισματικής ένωσης αιτείται οικονομικής στήριξης από το ΔΝΤ εκείνο θα απευθύνεται πρώτα στα θεσμικά όργανα της νομισματικής ένωσης για να λάβει τις σχετικές διαβεβαιώσεις και ύστερα θα ξεκινά την κατάρτιση του προγράμματος.
Το Ταμείο δεν θα λαμβάνει διαβεβαιώσεις πολιτικής από τα θεσμικά όργανα της νομισματικής ένωσης μόνον εάν αυτές συνεπάγονται τη λήψη μέτρων που δεν συνάδουν με την εντολή των θεσμικών οργάνων και με τις Συνθήκες που τη διέπουν. Δηλαδή το μόνον όριο στην αρμοδιότητα του ΔΝΤ στην ΕΕ είναι η ίδια η Ευρωπαϊκή Συνθήκη.
Αλλά οι Ευρωπαίοι δεν φοβούνται μόνον ότι το ΔΝΤ θα ζητήσει παρεμβάσεις για το χρέος που θα είναι στο όριο των Ευρωπαϊκών Συνθηκών. Αυτό που τους ενοχλεί είναι και η επιμονή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου να συσχετίζει τις κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών τραπεζών με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Με τους νέους κανόνες του Ταμείου, σε περίπτωση που το ΔΝΤ εξετάσει μια νέα δανειακή συμφωνία ή τη συνέχιση υφιστάμενης με ένα μέλος νομισματικής ένωσης και υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την αξιοπιστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το Ταμείο δεν θα παράσχει τη διαθέσιμη χρηματοδότηση εάν δεν είναι βέβαιο, με βάση τη δική του ανάλυση και κρίση, για την κατάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και για το ότι οι προτεινόμενες δράσεις κατά τη διάρκεια του προγράμματος που υποστηρίζεται από το Ταμείο θα αποκαταστήσουν την αξιοπιστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τομέα του ΔΝΤ Πόουλ Τόμσεν έχει επανειλημμένα δηλώσει πως πρέπει να διασφαλιστεί ότι η Ελλάδα θα εξέλθει του προγράμματος με μια μεσοπρόθεσμη στρατηγική για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το ΔΝΤ ήδη από τον προηγούμενο Ιούλιο έχει υποστηρίξει πως θα πρέπει να υπάρξει ένα μαξιλάρι ασφαλείας γύρω στα 10 δισ. ευρώ για την κάλυψη πιθανών επιπρόσθετων κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών.
Στη βάση αυτή ζητούσε από τον Ιούλιο έως το Σεπτέμβριο του 2017 να δρομολογηθεί ανάλυση της ποιότητας του ενεργητικού (Asset Quality Review) των τραπεζών πολύ πριν το πέρας του προγράμματος προκειμένου να προσδιοριστούν οι επιπλοκές στη βιωσιμότητα του χρέους. Σε μια κίνηση συμβιβασμού ΔΝΤ και ΕΚΤ αποφάσισαν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2017 να μη γίνει έκτακτο AQR, αλλά να έλθουν λίγο νωρίτερα τα προγραμματισμένα τεστ αντοχής του 2018, ώστε να υπάρχει χρόνος για να γίνει η ανακεφαλαιαποίηση πριν λήξει το Μνημόνιο, ώστε να αξιοποιηθούν κεφάλαια από το δάνειο των 86 δισ. ευρώ.
Αυτό που είναι πλέον εμφανές είναι πως μετά τις 5 Μάιου, όταν και ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των stress test των ελληνικών τραπεζών, οι θέσεις του ΔΝΤ για τις ελληνικές τράπεζες και ειδικά για το πώς θα διασφαλιστεί η οχύρωση τους έναντι των «κόκκινων» δανείων θα γίνουν ακόμη πιο συγκεκριμένες.
Γνωρίζοντας πως το Ταμείο δεν θα μασήσει τα λόγια του ο SSM ήδη ζητά από τις ελληνικές τράπεζες στοιχεία για τα δανειακά τους χαρτοφυλάκια που παραπέμπουν σε ανάλυση ποιότητας ενεργητικού. Είναι ενδεικτικό πως υπό έλεγχο έχουν βρεθεί και τα δάνεια που οι τράπεζες δηλώνουν ως ενήμερα και εξυπηρετούμενα, αλλά και δάνεια συνδεμένων μελών των τραπεζικών ιδρυμάτων.
Τέλος, υπό αξιολόγηση βρίσκονται και οι πρόσθετες προβλέψεις για αναμενόμενες ζημίες πιστωτικού κινδύνου που θα σχηματίσουν έως το 2023 οι Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς στη βάση εφαρμογής του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικών Αναφορών 9, του γνωστού IFRS 9 και οι οποίες έχουν υπολογιστεί στα 5,7 δισ. ευρώ.