Το ταμειακό μαξιλάρι ασφαλείας που δημιουργεί η κυβέρνηση για τη μετά το Μνημόνιο εποχή έχει ένα τεράστιο πλεονέκτημα που δίνει μεγάλη ευελιξία στην Ελλάδα. Το μέσο επιτόκιο των δανείων αυτών δεν θα ξεπερνά το 2%, δίνοντας στην Ελλάδα πολλές επιλογές στη διαχείριση του χρέους.
Τα 11 δισ. ευρώ από τα 21 δισ. ευρώ του ταμειακού μαξιλαριού είναι χρήματα που προέρχονται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) και φέρουν επιτόκιο 1,50% περίπου, άλλα περίπου 6 δισ. ευρώ προέρχονται από το δανεισμό από τις αγορές και θα έχουν μέσο επιτόκιο 3,5%, ενώ περίπου 5 δισ. ευρώ θα προέλθουν από τα ταμειακά διαθέσιμα φορέων του Δημοσίου που θα τοποθετηθούν σε repos με το κόστος αυτών των χρημάτων να είναι ουσιαστικά μηδενικό για το Δημόσιο.
Μπορεί κάποιοι να υποστηρίζουν πως ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός μέσω repos είχε εκτιναχθεί στα 22,5 δισ. ευρώ (έναντι 14,93 δισ. ευρώ στα τέλη του 2017) και να χαρακτηρίζουν το επιτόκιο των εκδόσεων αυτών (2,98%) πανάκριβο, ωστόσο φαίνεται να λησμονούν ποιος εισπράττει τους τόκους.
Πιο απλά με κάθε σύμβαση repos ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους προβαίνει σε συμφωνία με κάθε φορέα της γενικής κυβέρνησης μέσω της οποίας ο φορέας επενδύει συγκεκριμένο ποσό για χρονική διάρκεια ολίγων ημερών, εβδομάδων, ή μηνών με ανάλογο επιτόκιο αγοράς.
Συγκεκριμένα, συνάπτει συμφωνία πώλησης και επαναγοράς (sell - buy back) τίτλων, ίσης αξίας με το ύψος του ποσού που επενδύεται. Ωστόσο, οι δεδουλευμένοι τόκοι των τίτλων που χρησιμοποιούνται για τη συμφωνία repos εισπράττονται από το Ελληνικό Δημόσιο.
Από το χειρισμό αυτό δεν επιβαρύνονται ούτε το έλλειμμα ούτε το χρέος της γενικής κυβέρνησης, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα των εν λόγω συμφωνιών εντάσσονται στο πλαίσιο του ενδοκυβερνητικού χρέους! Έτσι, η επίπτωση οδηγεί σε μηδενικό κόστος για το Δημόσιο.