Στην απέλπιδα προσπάθεια του να συγκεντρώσει πρόσθετα έσοδα περίπου 1% του ΑΕΠ (γύρω στα 1,8 δις.ευρω) και μετά την άρνηση των δανειστών να δεχθούν την επιβολή τέλους επι των τραπεζικών συναλλαγών, η Κυβέρνηση στρέφεται μεταξύ άλλων στην αλλαγή του συστήματος φορολόγησης των εταιρικών αυτοκινήτων.
Η πρόταση που έχει υποβάλλει στους δανειστές το Υπουργείο Οικονομικών προβλέπει μεταξύ άλλων την αλλαγή στη φορολόγηση των παροχών σε είδος που συνδέονται με τη χρήση εταιρικών οχημάτων, αλλά και ειδική ρύθμιση προκειμένου τα εταιρικά οχήματα να μην γλυτώνουν το εξαιρούνται από το φόρο πολυτελείας.
Μετά την αλλαγή της φορολογικής νομοθεσίας το 2013 ολες οι παροχές σε είδος που λαμβάνει ένας εργαζόμενος ή συγγενικό πρόσωπο αυτού συνυπολογίζονται στο φορολογητέο εισόδημά του στην αγοραία αξία τους, εφόσον η συνολική αξία των παροχών σε είδος υπερβαίνει το ποσό των 300 ευρώ ανά φορολογικό έτος.
Στο πλαίσιο αυτό η παραχώρηση εταιρικού οχήματος σε εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο αποτελεί για αυτόν παροχή σε είδος και φορολογείται ως εισόδημα από μισθωτή εργασία
Η σχετική νομοθεσία προβλέπει ότι η αγοραία αξία της παραχώρησης ενός οχήματος σε εργαζόμενο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα ενός φορολογικού έτους, υπολογίζεται σε ποσοστό 30% του κόστους του οχήματος που εγγράφεται ως δαπάνη στα βιβλία του εργοδότη με τη μορφή της απόσβεσης περιλαμβανομένων των τελών κυκλοφορίας.
Ετσι για παράδειγμα στην περίπτωση που η ετήσια δαπάνη για αυτοκίνητο (μίσθωσης/ενοικίασης , σερβις, τέλη κυκλοφορίας κλπ) ανέρχεται σε 10.000 ευρω, τότε το εισόδημα που προκύπτει ανέρχεται σε 3.000, οι οποίες θα πρέπει να προστεθούν στις ετήσιες απολαβές του εργαζόμενου.
Η Κυβέρνηση έχει προτείνει εναλλακτικές φόρμουλες προκειμένου να αυξηθεί στην ουσία το εισόδημα αυτο που προκύπτει από την παραχώρηση του εταιρικού αυτοκινήτου. Παράλληλα έχει προτείνει την επέκταση του Φόρου Πολυτελούς Διαβίωσης στα εταιρικά αυτοκίνητα, τα οποία σήμερα εξαιρούνται.
Σε κάθε περίπτωση οι δανειστές ζητούν να ληφθούν μέτρα συνολικού ύψους 3% του ΑΕΠ ή 5,25 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 1% θα αφορά στις αλλαγές στο ασφαλιστικό, το άλλο 1% στις παρεμβάσεις στην φορολογία εισοδήματος και το υπόλοιπο 1% σε λοιπές δημοσιονομικές παρεμβάσεις.