Το νέο μοντέλο στην τουριστική βιομηχανία, θα πρέπει να εντάξει στην ατζέντα του την ανάδειξη νέων προορισμών στη χώρα μας για τον εισαγόμενο τουρισμό. Μη ξεχνάμε ότι το 85% της ελληνικής επικράτειας αποτελεί τουριστικό προορισμό. Με περισσότερα από 16.000 χιλιόμετρα ακτογραμμής, με περίπου 6.000 μεγαλύτερα και μικρότερα νησιά και νησίδες και με εδραιωμένη πλέον θέση στην παγκόσμια αγορά τουρισμού, πολλοί προορισμοί μπορούν να αποτελέσουν το «μήλον της έριδος» ως ανεξάρτητα brands υπό την αιγίδα του «Ήλιου και της Θάλασσας» αναδεικνύοντας την τοπική φυσική ποικιλομορφία, τις δραστηριότητες και την πολιτισμική κληρονομιά που κάθε σπιθαμή αυτής της χώρας διαθέτει σε αφθονία.
Ήδη από το 2013, ο πρόεδρος του γερμανικού Συνδέσμου Ταξιδιωτικών Γραφείων (DRV) κ. Γιούργκεν Μπίχι, σε σχετικό ρεπορτάζ της Deutsche Welle, είχε αναφέρει χαρακτηριστικά: «Θα πρέπει να δει κάποιος τι κάνουν οι ανταγωνιστές της Ελλάδας αυτά τα χρόνια. Η Ελλάδα έχει σήμερα το πρόβλημα του… πρόωρου τοκετού. Οι ελληνικοί προορισμοί είναι εδώ και πολλά χρόνια ελκυστικοί και δέχονται εκατομμύρια τουρίστες. Όμως, εν τω μεταξύ, έχουν αναδειχθεί νέοι τουριστικοί προορισμοί με σύγχρονες υποδομές και ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις και πιθανότατα πιο κοντά σε αυτό που επιθυμούν οι πελάτες. Υπό την έννοια αυτή η Ελλάδα καλείται σήμερα να καλύψει λίγο από το χαμένο έδαφος».
Την άποψη αυτή είχε υιοθετήσει και ο γενικός διευθυντής του οργανισμού REWE-Touristik κ. Σόρεν Χάρτμαν, αναφέροντας παράλληλα ότι η Ελλάδα θα πρέπει να ξεκινήσει μία νέα εκστρατεία προκειμένου να αποκτήσει ένα εντελώς νέο ίματζ, ένα ίματζ που θα συνδέει τη σύγχρονη Ελλάδα με την Αρχαία.
Αυτό το χαμένο έδαφος και το νέο ίματζ, μαζί με τα σημερινά δεδομένα, θα πρέπει να υιοθετηθούν στο νέο μοντέλο του τουρισμού που θα στοχεύει στην ανάδειξη νέων προορισμών και ρεαλιστικά στον τουρισμό 365 ημέρων μέσω των θεματικών – ειδικών μορφών τουρισμού, ενώ, θα παρέχονται οι υποδομές για τουριστικά προϊόντα υψηλότερης αξίας.
Την ίδια ώρα, αξίζει να σημειωθεί ότι Γαλλία και Ισπανία έχουν άμεση «σύνδεση» του τουρισμού με το εγχώριο real estate. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι έχουν καταφέρει ένα πολύ ικανοποιητικό ποσοστό των τουριστών τους να επενδύσουν στην εξοχική κατοικία στη χώρα τους, ένα ποσοστό που μεταφράζεται σε χιλιάδες πωλήσεις ακινήτων ανά έτος. Αν κάποιος ταξιδέψει στη Νότια Γαλλία θα κατανοήσει την μεγάλη στόχευση τα χώρας στο να επενδύσει ο τουρίστας στην ακίνητη περιουσία.
Η ανάδειξη νέων προορισμών που στο παρελθόν δεν αναπτύχθηκαν όσο θα έπρεπε για τον εισαγόμενο τουρισμό, αλλά για τον εγχώριο, όπως η Δυτική Ελλάδα με τη «χρυσή» άμμο, η Πελοπόννησος με την φυσική ποικιλομορφία, τα παράλια της Θεσσαλίας, η παραθαλάσσια ακτογραμμή της Ηπείρου και της Στερεάς Ελλάδας, καθώς και της Μακεδονίας, θα επιδράσει θετικά στις αξίες της ακίνητης περιουσίας στην εκάστοτε περιοχή. Το κόστος επένδυσης για αγορά εξοχικού 85 τ.μ.- 100 τ.μ. σε περιοχές της παραθαλάσσιας ηπειρωτικής Ελλάδας σε πολλές περιπτώσεις, δεν ξεπερνά τις 120.000€ - 150.000€.
Η επιχείρηση με το κωδικό «Εξοχική Κατοικία» μπορεί να συμμετέχει στην ελληνική οικονομία με 30-40 δισ. ευρώ εντός 10ετιας, αν υπολογίσουμε ότι το 0,1% ανά έτος, και όχι μεγαλύτερο που ίσχυε την προ covid-19 εποχή στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, των τουριστών επένδυαν στην εξοχική κατοικία της χώρας ποσά των 120.000€-150.000€.
Η κτηματαγορά θα μετρούσε άνω των 30.000 πωλήσεων εξοχικών κατοικιών ανά έτος σε περιοχές εκτός των δημοφιλών προορισμών και εκτός των επενδυτών που στοχεύουν στη «χρυσή βίζα» χορήγηση άδειας διαμονής μέσω της επένδυσης τουλάχιστον 250.000 ευρώ σε ακίνητα. Τα οφέλη για την ελληνική οικονομία θα είναι πολλαπλάσια μέσω των έμμεσων και άμεσων φόρων. Ενώ, θα συντελέσει θετικά στην οικονομία της εκάστοτε περιφέρειας τόσο μέσω των επενδύσεων αλλά και μέσω της αύξησης των θέσεων εργασίας. Η Ελλάδα παρουσιάζει εξαιρετικές επενδυτικές ευκαιρίες στον συγκεκριμένο κλάδο.