Η προσωρινή σύνταξη βρίσκεται στο μεταίχμιο της επαγγελματικής ζωής και της συνταξιοδότησης. Από την υποβολή της αίτησης χορήγησης σύνταξης έως την έκδοση οριστικής συνταξιοδοτικής απόφασης, δύναται, εφόσον τηρούνται οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις, να χορηγηθεί προσωρινή σύνταξη.
Αρνητική προϋπόθεση χορήγησης αυτής, αποτελούσε η συνέχιση εργασίας του ασφαλισμένου κατά την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης όπως οριζόταν στην παρ. 7 ΣΤ του αρ 29 Ν4387/2016 : «7. Η διάταξη για την έκδοση της προσωρινής σύνταξης δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις …….. στ. Όταν δεν έχει διακοπεί η εργασία κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης».
Με το άρθρο 27 του νέου ασφαλιστικού Νόμου 4670/2020, τροποποιήθηκε το άρθρο 20 Ν. 4387/2016 περί απασχόλησης των συνταξιούχων, κάνοντας πιο ελκυστική τη διατήρηση παροχής εργασίας, κατά την υποβολή της συνταξιοδοτικής αίτησης, καθώς το προκύπτον ποσό της εκδοθείσας σύνταξης, υπό το ανωτέρω καθεστώς και για όσο διάστημα αυτό διαρκεί, θα υφίσταται μείωση ύψους 30%. Η ανωτέρω θετική πρόβλεψη επηρέασε και το πλαίσιο χορήγησης της προσωρινής σύνταξης, με την κατάργηση της αρνητικής προϋπόθεσης καθιστώντας πλέον και τους εργαζόμενους συνταξιούχους δικαιούχους του προσωρινού αυτού οικονομικού μέτρου.
Πιο συγκεκριμένα, οι διατάξεις των άρθρων 115 και 116 του Ν. 4714/2020, οι οποίες τροποποίησαν τις διατάξεις των άρθρων 29 και 29Α του Ν. 4387/2016, κοινοποιήθηκαν με την επείγουσα, υπ’ αριθμόν 30/17.05.2021 εγκύκλιο του e-ΕΦΚΑ, στην οποία αποτυπώθηκαν οι ρυθμιστικές οδηγίες, αναφορικά με την καταβολή προσωρινής σύνταξης των εργαζόμενων συνταξιούχων. Ωστόσο, εντοπίζεται σημαντική διάκριση στις νέες ρυθμίσεις, η οποία κατηγοριοποιείται στο κάθε άρθρο.
Στις διατάξεις του άρθρου 115 του Ν.4714/2020 ενσωματώνονται αλλαγές, αφορώσες τους ασφαλισμένους που έχουν υποβάλει από την 13.05.2016 έντυπη αίτηση συνταξιοδότησης. Ειδικότερα, επί των συντάξεων λόγω γήρατος, ο υπολογισμός του ποσού της προσωρινής σύνταξης για τους μισθωτούς καθορίζεται πλέον στο 80% του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τους 12 μήνες ασφάλισης που προηγούνται της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, ενώ για τους μη μισθωτούς, (αυτοτελώς απασχολούμενους, ελεύθερους επαγγελματίες και ασφαλισμένους στον Ο.Γ.Α., όπως αυτοί ορίζονται στα άρθρα 39 και 40 του Ν. 4387/2016), ο υπολογισμός του ποσού της προσωρινής σύνταξης καθορίζεται πλέον στο 70% του μέσου μηνιαίου εισοδήματος των δώδεκα (12) τελευταίων μηνών ασφάλισης που προηγούνται της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Τα ανωτέρω ποσά προσωρινής σύνταξης καταβάλλονται μειωμένα κατά ποσοστό 30% για όσο χρονικό διάστημα οι υποψήφιοι συνταξιούχοι απασχολούνται ή διατηρούν την ιδιότητα ή τη δραστηριότητά τους.
Ωστόσο, το ποσό της προσωρινής σύνταξης δεν μειώνεται κατά 30% στις εξής αποκλειστικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις:
α. Των συνταξιούχων του ΟΓΑ εφόσον ασκούν απασχόληση υπακτέα στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ.
β. Των ψυχικά ασθενών του άρθρου 23 του ν. 4488/2017 (Α' 176).
γ. Των συνταξιούχων με βάση τον ν. 612/1977 (Α' 164) και τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτόν.
δ. Των συνταξιούχων του τετάρτου εδαφίου της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ. 169/2007 (Α'210).
ε. Όσων λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα ή το αντίστοιχο επίδομα του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007.
στ. Των πολύτεκνων, των οποίων το ένα τουλάχιστον των τέκνων είναι ανήλικο ή σπουδάζει σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και έως τη συμπλήρωση του εικοστού τετάρτου έτους της ηλικίας του ή είναι ανίκανο για κάθε βιοποριστική εργασία.
ζ. Των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 του ν. 4387/2016.
η. Των συνταξιούχων άλλων φορέων και του Δημοσίου, εφόσον το ετήσιο εισόδημά τους από απασχόληση στον αγροτικό τομέα ως αγροτών, μελισσοκόμων, κτηνοτρόφων, πτηνοτρόφων και αλιέων δεν υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
Στην περίπτωση παροχής εργασίας, για την οποία προβλέπεται αναστολή καταβολής της σύνταξης, σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν. 4387/2016 (περ. η της παρ. 7 του άρθρου 115) δεν χορηγείται καθόλου προσωρινή σύνταξη λόγω γήρατος. Αν μεταγενέστερα εκλείψει ο λόγος αυτός, η προσωρινή σύνταξη καταβάλλεται από την πρώτη του επόμενου μήνα της υποβολής της σχετικής νέας αίτησης του ενδιαφερομένου.
Όσον αφορά τις αιτήσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου, η προσωρινή σύνταξη, όπως διαμορφώνεται με τις ανωτέρω διατάξεις, χορηγείται στους δικαιούχους σε ποσοστό 70% . Το ποσοστό αυτό επιμερίζεται μεταξύ των δικαιοδόχων, σύμφωνα με τα ποσοστά επιμερισμού της σύνταξης λόγω θανάτου (άρθρο 12 Ν. 4387/2016, όπως ισχύει).
Οι ρυθμίσεις επί των περιπτώσεων υποβολής ηλεκτρονικής αίτησης συνταξιοδότησης παρατίθενται στις διατάξεις του άρθρου 116 του Ν. 4714/2020. Η προσωρινή σύνταξη λόγω γήρατος υπολογίζεται στο 80% του ποσού της οριστικής σύνταξης ενώ η προσωρινή σύνταξη λόγω θανάτου, χορηγείται σε ποσοστό 80% του ποσού που υπολογίζεται ως προσωρινή στις συντάξεις λόγω γήρατος ή λόγω αναπηρίας εφόσον συμμετέχουν στην απονομή και τα τέκνα και χορηγείται στους δικαιοδόχους σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν. 4387/2016 (όπως ισχύει). Το ποσοστό αυτό επιμερίζεται μεταξύ των δικαιοδόχων, σύμφωνα με τα ποσοστά επιμερισμού της σύνταξης. Όταν δεν συμμετέχουν στη σύνταξη και τα τέκνα, η προσωρινή σύνταξη ανέρχεται σε ποσοστό 70%. Είναι κρίσιμο να αναφερθεί πως το άρθρο αυτό δεν καταλαμβάνει τους ασφαλισμένους, οι οποίοι συνταξιοδοτούνται σύμφωνα με το ειδικό καθεστώς του Ν. 3163/1955.