Οι εκτιμήσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας των ιθυνόντων χάραξης οικονομικής πολιτικής και των επενδυτών για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας παραμένουν ιδιαίτερα αρνητικές και αβέβαιες. Οι σημαντικότεροι παράγοντες που τροφοδοτούν τα υψηλά επίπεδα αβεβαιότητάς στην τρέχουσα συγκυρία συνοψίζονται ακολούθως.
Το πρωτόγνωρο σοκ προσφοράς που πλήττει την παγκόσμια οικονομία και διαβρώνει τα πραγματικά εισοδήματα νοικοκυριών και επιχειρήσεων (ενεργειακή κρίση, δυσλειτουργίες στις εφοδιαστικές αλυσίδες και υψηλός πληθωρισμός) αρχίζει πλέον να προκαλεί σημαντική επιβράδυνση της παγκόσμιας ζήτησης. Η δυναμική της ανάπτυξης επιδεινώνεται ραγδαία καθώς άνω του ενός τρίτου της παγκόσμιας οικονομίας έχει ήδη σημειώσει (ή πρόκειται να σημειώσει) δύο τουλάχιστον συνεχόμενα τρίμηνα αρνητικής ανάπτυξης. Η εξέλιξη αυτή λαμβάνει χώρα εν μέσω της συνεχιζόμενης (και, σε μεγάλο βαθμό, συγχρονισμένης) σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής και των αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων. Σε γενικές γραμμές, τα ονομαστικά παρεμβατικά επιτόκια είναι πλέον πάνω από τα προ-πανδημίας επίπεδα τόσο στις προηγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Ωστόσο, τα πραγματικά επιτόκια δεν έχουν ακόμη επανέλθει στα προ-πανδημίας επίπεδα λόγω του αυξημένου πληθωρισμού.
Τα ανωτέρω ενισχύουν την άποψη ότι οι κεντρικές τράπεζες στην πλειοψηφία των ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομίων δε θα διστάσουν να προκαλέσουν σημαντική οικονομική επιβράδυνση (ή ακόμα και ύφεση), καθώς η μείωση του υψηλού πληθωρισμού απαιτεί περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής (δηλ. υψηλότερα παρεμβατικά επιτόκια). Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες προβλέψεις του ΔΝΤ, η παγκόσμια ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί από 6,0% το 2021 σε 3,2% το 2022 και σε 2,7% το 2023 (-0,2 ποσοστιαίες μονάδες αναθεώρηση σε σχέση με την πρότερη πρόβλεψη). Επιπλέον, δεν αποκλείεται ο ρυθμός ετήσιας μεταβολής του παγκόσμιου ΑΕΠ να υποχωρήσει κάτω του 2% ή ακόμα και να σημειωθεί αρνητική μεταβολή στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ το επόμενο έτος. Η πρότερη εμπειρία δείχνει ότι μια ετήσια αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ με ρυθμό χαμηλότερου του 2,5% μπορεί να χαρακτηριστεί ως παγκόσμια ύφεση. Συνεπώς, το επόμενο έτος δεν αποκλείεται να σηματοδοτήσει την 6η κατά σειρά παγκόσμια ύφεση από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εντωμεταξύ, σχεδόν ομόφωνη είναι η άποψη είναι ότι ο πληθωρισμός παραμένει πολύ υψηλός για ένα διευρυνόμενο φάσμα προϊόντων και υπηρεσιών. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το 50% του παγκόσμιου πληθωρισμού οφείλεται στη μεγάλη δημοσιονομική χαλάρωση που συντελέστηκε μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Λιγότερο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι σε αρκετές οικονομίες του πλανήτη συντελείται ήδη δημοσιονομική περιστολή ενώ, προς το παρόν, οι μεσο-μακροπρόθεσμες πληθωριστικές προσδοκίες παραμένουν σε γενικές γραμμές συγκρατημένες. Ο παγκόσμιος πληθωρισμός είναι πιθανό να κορυφωθεί στα τέλη του 2022, αλλά προβλέπεται να παραμείνει υψηλός για περισσότερο από ό,τι αναμενόταν. Σύμφωνα με το πιο πρόσφατο βασικό σενάριο του ΔΝΤ, ο παγκόσμιος πληθωρισμός προβλέπεται να αυξηθεί από 4,7% το 2021 σε 8,8% το 2022, πριν υποχωρήσει σε 6,5% και 4,1% το 2023 και το 2024, αντίστοιχα.
Οι κίνδυνοι για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας παραμένουν ασυνήθιστα μεγάλοι και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων: α) έλλειψη επαρκούς συντονισμού μεταξύ της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής, β) ενεργειακή κρίση και συνεχιζόμενη γεωπολιτική αστάθεια, γ) έλλειψη σημαντικής προόδου στη διαδικασία αναδιάρθρωση του χρέους ενός σημαντικού αριθμού αναπτυσσόμενων οικονομιών. Συνολικά, ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός υφεσιακού επεισοδίου βραχυπρόθεσμα, καθώς οι νομισματικές αρχές στοχεύουν σε θετικά πραγματικά επιτόκια για την μείωση του πληθωρισμού και την σταθεροποίηση των πληθωριστικών προσδοκιών.
Το πρόβλημα εδώ είναι ότι η νομισματική πολιτική έχει μέγιστο αντίκτυπο στις πραγματικές μεταβλητές μετά από περίπου ένα έτος, αλλά στον πληθωρισμό μετά από τρία έως τέσσερα χρόνια. Αυτή η υστέρηση μεταξύ του βραχυπρόθεσμου κόστους των πολιτικών αποπληθωρισμού και των μακροπρόθεσμων οφελών τους εγείρει αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία και την καταλληλόλητα των πολιτικών αυτών. Επιπλέον, ενισχύει τις πολιτικές πιέσεις για χαλάρωση της νομισματικής σύσφιξης εν μέσω απωλειών θέσεων εργασίας και συνεχιζόμενου πληθωρισμού. Όσον αφορά τον συντονισμό νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, τα πράγματα μπορεί να επιδεινωθούν περαιτέρω όσο συνεχίζεται η δυσανάλογη εξάρτηση από τη νομισματική πολιτική για την καταστολή του πληθωρισμού (αυξήσεις πραγματικών επιτοκίων). Η συνέχιση της δυναμικής αυτής μπορεί να αποσταθεροποιήσει τη δυναμική του χρέους και των λοιπών δημοσιονομικών μεγεθών. Η πρόσφατη κρίση στο Ηνωμένο Βασίλειο θεωρείται από πολλούς ως προειδοποιητική βολή για τα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει η απόκλιση μεταξύ της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από υψηλές και επίμονες πληθωριστικές πιέσεις. Δείχνει πώς η έλλειψη της απαραίτητης στόχευσης από την πλευρά της δημοσιονομικής πολιτικής μπορεί να ακυρώσει την απαραίτητη σύσφιξη των νομισματικών συνθηκών και να προκαλέσει μεγάλους κραδασμούς στις χρηματοοικονομικές αγορές.