Σχεδόν μια πενταετία από την συμφωνία των Αρχηγών Κρατών της Ευρωζώνης για την μεταρρύθμιση του ΕΜΣ (Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας - ESM), το Ιταλικό Κοινοβούλιο ανέτρεψε την πρόταση τροποποίησης της συνθήκης του ΕΜΣ που εκτός από την αυξημένη ετοιμότητα αντιμετώπισης κρίσεων επιπροσθέτως προέβλεπε μεταξύ άλλων και αυξημένες δυνατότητες εξυγίανσης τραπεζών από κοινού με το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης της Ευρωζώνης (SRB). Μερίδα σχολιαστών χαρακτήρισε την απόφαση ως «βήμα προς τα πίσω» στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση θέτοντας το ερώτημα του κατά πόσο η Ευρωζώνη ως οικονομική οντότητα έχει τα απαραίτητα εργαλεία για να αντιμετωπίσει μια μελλοντική οικονομική κρίση.
Η κίνηση αυτή αναδεικνύει τουλάχιστον δυο ατέλειες στην αρχιτεκτονική της Οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης. Πρώτον, την έλλειψη ουσιαστικής συνέπειας και δέσμευσης των πολιτικών αποφάσεων των αρχηγών Κρατών που σχετίζονται με την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση και την προώθηση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Δεύτερον, τον αρκούντως περιοριστικό ρόλο που έχει η οικονομική βοήθεια από μέρους του ΕΜΣ. Βοήθειας που μπορεί να μετουσιωθεί μέσα από σειρά προϋποθέσεων (conditionalities) που μεταξύ άλλων άπτονται και της δημοσιονομικής εξυγίανσης όπως αυτή εφαρμόζεται μέσα από την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους. Επιβαρυντικά για τα περαιτέρω βήματα ολοκλήρωσης του ΕΜΣ αποτελεί και το ενδεχόμενο «στίγμα» που φέρει μια χώρα ύστερα από ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης καθώς και η δυνατότητα χρήσης του εργαλείου του Bail-in η οποία πιθανώς να λειτουργεί αποτρεπτικά για τους πολίτες που διακρατούν σημαντικό μέρος Ιδιωτικού και Δημοσίου Χρέους.
Οι λύσεις που θα μπορούσαν να υποβοηθήσουν στην γεφύρωση του χάσματός απόψεων σχετικών με την ολοκλήρωση και εξέλιξη του ΕΜΣ δεν πρέπει να θεωρούνται εύκολες. Και αυτό διότι απαιτείται διαλλακτικότητα από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη για τον μελλοντικό ρόλο του ΕΜΣ προκειμένου να αντιμετωπιστούν σύγχρονες προκλήσεις, όπως προσφάτως προέκυψαν μέσα από σειρά γεωπολιτικών αναταραχών. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η σημασία του «ηθικού κινδύνου» από μια χώρα μέλος της Ευρωζώνης που κυριάρχησε την προηγούμενη δεκαετία γίνεται λιγότερο σχετική. Δεδομένου των πολύ-επίπεδων ετερογενών διαταραχών, γίνεται προφανής η ανάγκη προσαρμογής των οικονομιών από την πλευρά της προσφοράς, με σειρά δημοσίων (αλλά και ιδιωτικών) επενδύσεων που θα βελτιώσουν το δυνητικό προϊόν των οικονομιών της Ευρωζώνης.
Το τρίπτυχο μιας ενδεχόμενης μελλοντικής εμβάθυνσης του ΕΜΣ θα πρέπει να περιλαμβάνει την αναγνώριση από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη (Εθνικά και Διευρωπαϊκά) της θετικής συνεισφοράς που έχει η εμπλοκή και χρηματοδότηση μέσω του ΕΣΜ σε περιπτώσεις χωρών που αντιμετωπίζουν μια ανυπέρβλητη οικονομική διαταραχή. Και ξεκάθαρα το παράδειγμα της Ελλάδας κατά την προηγούμενη δεκαετία αυτό περίτρανα αποδεικνύει. Αυτή η παραδοχή θα πρέπει να συνοδευτεί, από την εκ’ νέου οριοθέτηση των προϋποθέσεων χρηματοδότησης (conditionalities) προκειμένου να μειωθεί το ενδεχόμενο στίγμα μιας χώρας από την χρηματοδότηση του ΕΜΣ καθώς και από την διεύρυνση των σκοπών που θα αποσκοπεί αυτό το είδος χρηματοδότησης , πέραν της δημοσιονομικής εξισορρόπησης, προς επενδυτικά σχέδια που αφορούν πιο πολύ τις μελλοντικές ανάγκες προσαρμογής όπως είναι π.χ. η μεταρρυθμιστική ατζέντα για την πράσινη μετάβαση και την κλιματική αλλαγή, η υιοθέτηση και προώθηση νέων τεχνολογιών που θα υποστηρίξουν την Ευρωπαϊκή Βιομηχανία μαζί με την ανάπτυξη ισχυρών πυλώνων υψηλής τεχνολογίας.
Σε ένα τέτοιο διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον θα πρέπει να προσαρμοστούν το σύνολο των Ευρωπαϊκών και Διεθνών θεσμών έχοντας επίσης κατά νου την αποτελεσματική αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων, παρά εκείνων του παρελθόντος. Άλλωστε καμία κρίση δεν είναι επανάληψη της προηγούμενης για να αντιγράφουμε πρακτικές και αντιλήψεις.