Η νεανική παραβατικότητα και ανομία αν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα οδηγεί αναπόφευκτα στη μεγάλη παραβατικότητα και στο έγκλημα. Για τη μείωση της παραβατικότητας πρέπει να αυξηθεί το κόστος της μη συμμόρφωσης. Ακόμη και μια μικρή ποινή είναι αρκετή να αποτρέψει την παραβατικότητα, αν η πιθανότητα καταλογισμού είναι μεγάλη.
Και υπάρχουν πολλοί και εύκολοι τρόποι για να γίνει αυτό, με αναλογικό και σταδιακό τρόπο, ώστε να μην δημιουργούνται ασύμμετρες αντιδράσεις. Ανατρέχοντας στη διεθνή εμπειρία υπάρχουν πολλά παραδείγματα αντιμετώπισης του φαινομένου. Το πιο γνωστό και επιτυχημένο είναι αυτό της Νέας Υόρκης στη δεκαετία του 1990.
Είναι διεθνώς πολύ γνωστή η μείωση της εγκληματικότητας που πέτυχε στη δεκαετία του 1990 ο τότε Δήμαρχος της Νέας Υόρκης Ρούντι Τζουλιάνι. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, τα ποσοστά εγκληματικότητας στη Νέα Υόρκη μειώθηκαν δραστικά, πολύ περισσότερο από ό,τι στις ΗΠΑ συνολικά. Το βίαιο έγκλημα μειώθηκε περισσότερο από 56% στην πόλη της Νέας Υόρκης, σε σύγκριση με περίπου 28% στις ΗΠΑ συνολικά. Τα εγκλήματα ιδιοκτησίας μειώθηκαν κατά περίπου 65%, αλλά μόνο κατά 26% σε εθνικό επίπεδο. Σήμερα η Νέα Υόρκη είναι πλέον πολύ πιο ασφαλής από πολλές άλλες πόλεις και πιθανόν και από την Αθήνα.
Η μείωση της εγκληματικότητας της Νέας Υόρκης αποδίδεται γενικά σε συγκεκριμένη πολιτική που εφάρμοσε η διοίκηση Τζουλιάνι. Η πιο σημαντική από τις αλλαγές της πολιτικής Τζουλιάνι ήταν η συστηματική αντιμετώπιση πράξεων χαμηλής παραβατικότητας. Η πολιτική αυτή έχει ονομαστεί ως η προσέγγιση του «σπασμένου παράθυρου» (broken window policy) στην επιβολή του νόμου. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι μικρές παραβατικές πράξεις οδηγούν σε μεγαλύτερες και ίσως ακόμη και σε εγκλήματα. Όπως είχε πει ο Τζουλιάνι στον Τύπο το 1998, «Προφανώς η δολοφονία και το γκράφιτι είναι δύο τελείως διαφορετικά εγκλήματα. Αλλά αποτελούν μέρος της ίδιας συνέχειας και ένα κλίμα που ανέχεται το ένα είναι πιο πιθανό να ανεχθεί και το άλλο». Δηλαδή, η μικρή παραβατικότητα αν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα οδηγεί στη μεγάλη και πιθανότατα στο έγκλημα.
Τι λέει η «Θεωρία του σπασμένου παράθυρου»; Το Μάρτιο του 1982 οι James Wilson και George Kelling σε άρθρο τους με τίτλο "Broken Windows" (The Atlantic Monthly: March 1982), διατύπωσαν τη άποψη ότι κοινωνικοί ψυχολόγοι έχουν παρατηρήσει ότι εάν ένα παράθυρο σε ένα κτίριο σπάσει και αφεθεί χωρίς επισκευή, σύντομα θα σπάσουν όλα τα υπόλοιπα τζάμια και αν και αυτό δεν αντιμετωπισθεί σύντομα το κτίριο θα βανδαλιστεί. Παρατήρησαν ότι αυτό ισχύει όχι μόνο στις υποβαθμισμένες περιοχές αλλά και στις εύπορες και ωραίες περιοχές. Αυτό συμβαίνει, εξήγησαν, γιατί ένα σπασμένο παράθυρο που δεν έχει επισκευαστεί είναι ένδειξη ότι κανείς δεν νοιάζεται και έτσι το σπάσιμο και των υπολοίπων παραθύρων δεν κοστίζει τίποτα ούτε έχει επιπτώσεις, άλλωστε μπορεί να είναι διασκεδαστικό θέαμα για κάποιους! Νομίζω ότι αυτό το έχουμε παρατηρήσει και στην Αθήνα σε ευρύτατη κλίμακα.
Το άρθρο έλαβε μεγάλη προσοχή και αναφέρθηκε ευρέως στη βιβλιογραφία. Ένα βιβλίο εγκληματολογίας και αστικής κοινωνιολογίας το 1996 (Fixing Broken Windows: Restoring Order and Reducing Crime in Our Communities, George Kelling και Catharine Coles) βασίζεται στο άρθρο αλλά αναπτύσσει το επιχείρημα με περισσότερες λεπτομέρειες. Συζητά τη θεωρία σε σχέση με το έγκλημα και τις στρατηγικές για τον περιορισμό ή την εξάλειψη του εγκλήματος. Μια επιτυχημένη στρατηγική για την πρόληψη του βανδαλισμού, σύμφωνα με τους συγγραφείς του βιβλίου, είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων όταν είναι μικρά. Επισκευάζοντας τα σπασμένα τζάμια μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ας πούμε, μια μέρα ή μια εβδομάδα, έχει ως αποτέλεσμα να είναι πολύ λιγότερο πιθανό να σπάσουν περισσότερα τζάμια ή να προκληθεί περαιτέρω ζημιά. Καθαρίζοντας το πεζοδρόμιο κάθε μέρα η τάση είναι να μη συσσωρεύονται σκουπίδια (ή ο ρυθμός σκουπιδιών να είναι πολύ μικρότερος). Η συστηματική αντιμετώπιση μικρών προβλημάτων μειώνει την πιθανότητα να κλιμακωθούν και έτσι η πόλη δεν υποβαθμίζεται.
Οι σχολικές και πανεπιστημιακές υποδομές, συχνά γεμάτες αφίσες, γκράφιτι, μουτζούρες, σκουπίδια και κάθε είδους συνθήματα, παρουσιάζουν κατάσταση απαράδεκτη για επισκέπτη από ευνομούμενη χώρα και είναι πράγματι ακατανόητο γιατί η ελληνική κοινωνία είναι τόσο ανεκτική απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση. Όμως η αισθητική διάσταση αυτής της «χαμηλής παραβατικότητας» είναι το λιγότερο κακό. Πέραν του αντιαισθητικού περιβάλλοντος, η αποδοχή δημιουργεί αίσθημα κανονικότητας και καλλιεργεί την ανοχή της ανομίας και της παραβατικότητας στους νέους.
Ακόμα και το μπούλινγκ, του οποίου η συχνότητα αυξάνει ανησυχητικά στα σχολεία τελευταία, έχει σχέση με το γενικότερο περιβάλλον του σχολείου. Αποτέλεσμα αυτής της ανοχής είναι ότι πολλοί εκπαιδευτικοί χώροι έχουν καταντήσει κέντρα ανομίας, παραβατικής συμπεριφοράς και υπόθαλψης εγκληματικών πράξεων. Ο χώρος του σχολείου και του πανεπιστημίου είναι δημόσιος χώρος και η πολιτεία έχει την υποχρέωση να τον προστατεύσει, όπως και να προστατεύσει την πλειονότητα των μαθητών και φοιτητών από περιθωριακές μειοψηφίες και παραβατικές συμπεριφορές.
Πέραν όμως αυτού, νομίζω ότι σημαντική ευθύνη για τη δημιουργία του προβλήματος έχει η απουσία επιπτώσεων στους παραβάτες. Σε όλα τα σχολεία και πανεπιστήμια του κόσμου οι παραβατικές πράξεις από μαθητές και φοιτητές, ανεξάρτητα από τυχόν ποινικές επιπτώσεις, οδηγούν άμεσα σε πειθαρχικές ποινές από το ίδιο το σχολείο ή το πανεπιστήμιο, πχ καταλογισμό του κόστους των ζημιών, κλπ που φθάνουν μέχρι και σε διαγραφή (δηλαδή απώλεια της ιδιότητας). Αυτό ανάγεται στα εσωτερικά θέματα του σχολείου ή του πανεπιστημίου και δεν χρειάζεται να υπάρχει παρέμβαση ούτε της δικαιοσύνης ούτε της κεντρικής κυβέρνησης ούτε άλλων θεσμικών οργάνων. Αντίθετα, τα διοικητικά όργανα του πανεπιστημίου πρέπει να ελέγχονται αν επιτρέπουν την κατά συρροή διενέργεια παραβατικών ενεργειών χωρίς προσπάθεια αντιμετώπισης. Επίσης, θα πρέπει να ελέγχονται οι διοικήσεις των σχολείων και των πανεπιστημίων για τη διατήρηση της καλής ποιότητας του εκπαιδευτικού χώρου και να υπάρχει η ανάλογη επιβράβευση.
Συνήθως, οι παραβάτες υπολογίζουν το αναμενόμενο κόστος από τυχόν τέλεση παράβασης το οποίο είναι το γινόμενο «ποινή επί πιθανότητα καταλογισμού». Για παράδειγμα, στο παράνομο παρκάρισμα ο οδηγός εκτιμά, ασυναίσθητα πολλές φορές, την πιθανότητα να του επιβληθεί κλήση για παράνομη στάθμευση και το ύψος της χρηματικής ποινής. Δηλαδή, ο εν δυνάμει παραβάτης υπολογίζει, έστω και ασυναίσθητα, το αναμενόμενο κόστος που είναι το γινόμενο «ποινή επί πιθανότητα καταλογισμού». Αν αυτό το γινόμενο είναι μικρότερο από το αναμενόμενο όφελος (για παράδειγμα το κόστος στάθμευσης σε γκαράζ, δηλαδή η πιθανότητα καταλογισμού είναι πολύ μικρή ανεξάρτητα από το ύψος της χρηματικής ποινής) τότε είναι βέβαιο ότι ο εν δυνάμει παραβάτης θα προχωρήσει σε παράνομη στάθμευση. Στο ελληνικό θεσμικό πλαίσιο η πιθανότητα τιμωρίας για παραβατική συμπεριφορά στα σχολεία ή στα πανεπιστήμια, συνήθως πταίσμα ή το πολύ πλημμέλημα, είναι συνήθως ελάχιστη ή συχνά σχεδόν μηδέν. Επομένως, οι παραβάτες δεν έχουν κάποιο κόστος από τυχόν παράβαση και επομένως ούτε κίνητρο να αποφύγουν την παράβαση. Αντίθετα μπορούν χωρίς κανένα κόστος να παριστάνουν τους ήρωες και τους επαναστάτες, με αντικοινωνική συμπεριφορά που ζημιώνει το κοινωνικό σύνολο.
Μια άλλη συνήθης τακτικά στα σχολεία στις περιπτώσεις μπούλινγκ είναι συνήθως να αποφεύγουν να καταλογισθούν ευθύνες λέγοντας ότι φταίνε και οι δύο με αποτέλεσμα να εξισώνεται ο θύτης με το θύμα και στη συνέχεια ο θύτης να περιφέρεται υπερηφάνως μεταξύ των συμμαθητών του ως ήρωας. Αν δεν υπάρξει ποινή, αυτό υποθάλπει την παραβατικότητα και το μπούλινγκ. Μια άλλη συνήθης προσέγγιση είναι η επίκληση της πρόληψης με εκπαίδευση, καθοδήγηση και αναφορά στην ανάγκη να υπάρξει αντιμετώπιση από την οικογένεια. Και πάλι οι προσεγγίσεις αυτές έχουν αποδειχθεί στη διεθνή βιβλιογραφία ως τελείως αναποτελεσματικές.
Συχνά δεν είναι απαραίτητο να είναι μεγάλη η ποινή. Ακόμη και μια μικρή ποινή είναι αρκετή να αποτρέψει την παρανομία, αν η πιθανότητα καταλογισμού είναι μεγάλη. Αυτή είναι η προσέγγιση του Gary Becker (Nobel Οικονομικών, 1992) που έχει αναπτύξει ολόκληρη θεωρία για το θέμα αυτό (Οικονομικά του εγκλήματος). Η προσέγγιση αυτή είναι αποτελεσματικότερη από κάθε άλλη αντιμετώπιση, όπως για παράδειγμα τη θεσμικά προσδιοριζόμενη ποινική προσέγγιση μέσω της δικαστικής εξουσίας. Ας θυμηθούμε το εξαιρετικό αποτέλεσμα που είχε η επιβολή ενός μικρού τέλους 8 λεπτών στη χρήση της πλαστικής σακούλας, αποτέλεσμα που δεν πέτυχαν μεγάλες και πολυέξοδες καμπάνιες ενημέρωσης και εκπαίδευσης του κοινού.
Η κοινωνική εργασία είναι συνήθως μια ποινή που εφαρμόζεται στην μικρή παραβατικότητα με πολύ καλά αποτελέσματα. Για μια ομαλή προσέγγιση, η επιβολή ποινών θα ήταν καλό να εφαρμοσθεί σταδιακά, μετά από ευρύτατη ενημέρωση και μόνο αν η παραβατική συμπεριφορά παρουσιάζει υποτροπή, δηλαδή στην πρώτη φορά να υπάρχει μόνο προειδοποίηση. Επομένως, για τη μείωση της παραβατικότητας πρέπει να αυξηθεί το κόστος της μη συμμόρφωσης. Και υπάρχουν πολλοί και εύκολοι τρόποι για να γίνει αυτό με αναλογικότητα χωρίς να δημιουργούνται ασύμμετρες αντιδράσεις.
Συμπερασματικά, είναι σημαντικό να αντιμετωπισθεί άμεσα και αποτελεσματικά η νεανική παραβατικότητα και ανομία γιατί διαφορετικά οδηγεί αναπόφευκτα στη μεγάλη παραβατικότητα και στο έγκλημα. Για τη μείωση της παραβατικότητας πρέπει να αυξηθεί το κόστος της μη συμμόρφωσης με αναλογικότητα και σταδιακή εφαρμογή. Ακόμη και μια μικρή ποινή είναι αρκετή να αποτρέψει την παραβατικότητα, αν η πιθανότητα καταλογισμού είναι μεγάλη. Και υπάρχουν πολλοί και εύκολοι τρόποι για να γίνει αυτό χωρίς να δημιουργούνται ασύμμετρες αντιδράσεις. Ανατρέχοντας απλά στη διεθνή εμπειρία υπάρχουν πολλά παραδείγματα αντιμετώπισης του φαινομένου. Το πιο γνωστό και επιτυχημένο παράδειγμα είναι αυτό της Νέας Υόρκης στη δεκαετία του 1990.