«Τα πράγματα καταρρέουν, το κέντρο δεν μπορεί να κρατήσει.
Οι καλύτεροι στερούνται κάθε πεποίθηση,
ενώ οι χειρότεροι είναι γεμάτοι παθιασμένη ένταση.»
Γράφοντας τους στίχους της «Δευτέρας Παρουσίας» την επαύριον του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ο ιρλανδός ποιητής Γουίλιαμ Γέητς προειδοποιεί για τις δυνάμεις της εντροπίας που απειλούσαν να διαλύσουν την Ευρώπη, όπως και τελικά έγινε. Τα αποτελέσματα των πρόσφατων ευρωεκλογών δεν επιβεβαίωσαν τις δυσοίωνες προβλέψεις. Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα κατέγραψε οριακά κέρδη, οι Σοσιαλδημοκράτες οριακές απώλειες και ορθά η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, μάλλον ανακουφισμένη, δήλωσε ότι «το κέντρο κρατάει».
Οι ευρωπαίοι πολίτες δεν προσυπέγραψαν την πολιτική αποδιάρθρωση της Ευρώπης, έστειλαν ωστόσο ένα σαφές μήνυμα. Μήνυμα απογοήτευσης για μία ενωμένη Ευρώπη που συγκινεί ολοένα και λιγότερο και δεν ανταποκρίνεται στις υψηλές προσδοκίες των πολιτών. Αν και η εξήγηση του αποτελέσματος είναι πολυπαραγοντική και διαφοροποιείται σύμφωνα με τις επιμέρους εθνικές ιδιαιτερότητες, στη βάση της βρίσκεται μία οικονομική ερμηνεία.
Όπως κατέδειξε ο οικονομολόγος Branco Milanovic, μελετώντας την περίοδο 2008-2018, τα μεσαία στρώματα στις αναπτυγμένες οικονομίες αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια σημαντική οικονομική πίεση και αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων. Ακόμη περισσότερο, αυτή η στασιμότητα έχει περιφερειακά χαρακτηριστικά. Μεγάλα γεωγραφικά τμήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κύρια στη νότια Ευρώπη αλλά και σε μέρος της Κεντρικής Ευρώπης, βρίσκονται πλέον εγκλωβισμένα σε μία «αναπτυξιακή παγίδα» οικονομικής στασιμότητας. Είτε πρόκειται για τις «λυπημένες αγροτικές περιοχές» της γαλλικής υπαίθρου που ανησυχούν για την αποτελεσματικότητα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, είτε πρόκειται για τις ασύμμετρες επιπτώσεις που προκαλεί η προσαρμογή στις απαιτήσεις της πράσινης μετάβασης, μεγάλο τμήμα του πληθυσμού αναζητά οικονομική ασφάλεια που πάντοτε βοηθά στην κοινωνική αποδοχή και στήριξη των προωθούμενων αλλαγών. Και βέβαια αυτή η ανησυχία που συνδέεται με την «γεωγραφία της απογοήτευσης» εκφράζεται και εκλογικά. Έτσι, την περίοδο 2008-2022 η αντιευρωπαϊκή και λαϊκιστική ψήφος εκτινάχθηκε από το 7% στο 27%.
Η Πολιτική Συνοχής, η κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή των περιφερειών της Ε.Ε. συνδέεται αναπόφευκτα με τη γεωγραφία της απογοήτευσης καθώς η επιτυχής εφαρμογή της διευκολύνει την προσαρμογή στις αλλαγές και αναδεικνύει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Για παράδειγμα, έχει μετρηθεί ότι μία αύξηση 1% στην ενίσχυση της απασχόλησης των επιχειρήσεων μέσω της Πολιτικής Συνοχής σε μία περιφέρεια μειώνει κατά 2% την ψήφο στο κόμμα της Λε Πεν.
Η Πολιτική Συνοχής λειτούργησε τις προηγούμενες δεκαετίες ως το αδιόρατο νήμα που συνέχει τις περιοχές της Ε.Ε. και τους ευρωπαίους πολίτες. Μέσω στοχευμένων χρηματοδοτικών μεταβιβάσεων προς τις λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες συνέβαλε στη διαμόρφωση ισότιμων κανόνων ανταγωνισμού (level playing field) ανάμεσα στα κράτη-μέλη, ώστε κανένας τόπος και κανένας άνθρωπος να μην μένει πίσω. Σήμερα φαίνεται όμως ότι παρά τα αδιαμφησβήτητα και μετρήσιμα θετικά αποτελέσματά της, η Πολιτική Συνοχής δεν καλύπτει πλήρως το στόχο της σύγκλισης των ευρωπαϊκών περιφερειών, καθώς η μακρά περίοδος της χρηματοπιστωτικής κρίσης και δευτερευόντως η κρίση της πανδημίας οδήγησαν στην αντίστροφη κατεύθυνση, αυτή της απόκλισης πολλών περιοχών (ανάμεσά τους και ελληνικές). Και είναι ακόμη περισσότερο ανησυχητικό ότι πολλές από τις πολιτικές δυνάμεις που βγήκαν ενισχυμένες από τις πρόσφατες κάλπες των ευρωεκλογών αμφισβητούν μέρη ή και το σύνολο της Πολιτική Συνοχής.
Οι ισορροπίες που θα διαμορφωθούν το επόμενο διάστημα στα νέα ευρωπαϊκά όργανα θα προδιαγράψουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος αλλά και ειδικότερα το μέλλον της Πολιτικής Συνοχής καθώς το επόμενο καλοκαίρι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα προτείνει τόσο το νέο κοινοτικό προϋπολογισμό όσο και τη νέα Πολιτική Συνοχής. Και καθοριστικός παράγοντας θα είναι το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών. Ξαφνικά η «βαρετή Ευρώπη» αποκτά αγωνιώδες ενδιαφέρον.