Μετά τις βουλευτικές εκλογές στην Γαλλία, πολλά ερωτήματα απασχολούν την πολιτική ηγεσία τόσο σχετικά με το μέλλον της χώρας όσο και σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης. Ο δεύτερος γύρος των βουλευτικών εκλογών έδειξε ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων, δεν θέλει το RN. Αλλά, η πλειοψηφία τους δεν θέλει ούτε την Αριστερά ούτε το Ensemble, αφού καμία από τις τρεις ομάδες δεν μπορεί να έχει απόλυτη πλειοψηφία.
Συνεπώς, οι βουλευτικές εκλογές ανέδειξαν την ανάγκη για κυβέρνηση συνασπισμού, παρόλο που η πόλωση έχει φτάσει στο απροχώρητο: «δεν θα δεχτούμε κανέναν συμβιβασμό στην εφαρμογή του προγράμματος του NFP» διαμηνύει ο Ζακ Λυκ Μελανσόν. Η κρίση του καθεστώτος δεν είναι μακριά, διότι ακόμη και η επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό, την οποία πανηγυρίζει ο Ραφαέλ Γκλυκσμάν που μιλάει για «κατευναστική δημοκρατία», φαίνεται πλέον να αποτελεί μέρος της χρόνιας αστάθειας της Τέταρτης Δημοκρατίας.
Αυτό που υποτίθεται ότι θα περνούσε για μια μεγάλη δημοκρατική στιγμή, μια γκωλική έκκληση προς τον λαό στο μυαλό του Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος από το 2017 είναι ελάχιστα ύποπτος για γκωλισμό, απλώς επιδείνωσε την πολιτική κατάσταση σε πρωτοφανείς διαστάσεις. Διακρίνω τρεις βασικές αιτίες. Η πρώτη βασική αιτία είναι ότι η προσδοκία που εκπέμπεται από τους Γάλλους έχει οδηγήσει στην επιστροφή των κομματικών μηχανισμών στους οποίους δεν
έχουν πια εμπιστοσύνη.
Στην Αριστερά, κόμματα που δεν μοιράζονται κανένα κοινό όραμα ούτε για την οικονομία, ούτε για την Ευρώπη, ούτε για το περιβάλλον έχουν ενωθεί γύρω από το NFP ενάντια στο RN, έχουν επιτευχθεί τοπικές συμφωνίες για ενιαίες υποψηφιότητες LR-Renaissance-MoDem, και τώρα παρουσιάζουν σχέδια για μια κεντροαριστερή τεχνική κυβέρνηση που θα συνδυάζει την Renaissance και τη μετριοπαθή Αριστερά εκτός του LFI ή με το LFI, ανάλογα με την ερμηνεία.
Ο Γάλλος πολίτης θέλει ιθαγένεια και πολιτικό ορίζοντα. Το αποτέλεσμα που έλαβε ήταν διάφοροι πολιτικοί ελιγμοί, υπολογισμοί, παρασκηνιακές συμφωνίες για Μαροκινούς. Απογοητεύτηκε! Μια δεύτερη αιτία είναι ότι αυτές οι εκλογές, δεν έλυσαν απολύτως τίποτε. Η ακραία πόλωσή τους, όχι μόνο σάρωσε τους ισχυρισμούς του Μακρονισμού ότι είναι τόσο δεξιός όσο και αριστερός, αλλά δεν επέτρεψαν σε κανέναν να επιλέξει ένα διαφορετικό μοντέλο κοινωνίας.
Το δημοψήφισμα κατά του Μακρόν στον πρώτο γύρο, μετατράπηκε σε δημοψήφισμα κατά του RN στον δεύτερο γύρο. Κανείς, όμως, δεν μίλησε για τα κοινωνικά προβλήματα που βρίσκονται στη ρίζα αυτής της πολιτικής κατάστασης: την κοσμικότητα, την κοινωνική κινητικότητα, το αίτημα για οικονομική αυτονομία, την ενσωμάτωση των μεταναστών ή την ασφάλεια στην Ευρώπη.
Τέλος, με το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών, τροφοδοτούνται πολιτικές αναγνώσεις που μπορούν να διαστρεβλώσουν το πνεύμα των θεσμών της Πέμπτης Δημοκρατίας. Για να είμαι πιο σαφής, θεωρώ πως η αποκήρυξη του Εμανουέλ Μακρόν ήταν συστηματική, τόσο στις ευρωεκλογές όσο και στους δύο γύρους των βουλευτικών εκλογών.
Δεν έχει πλέον την εξουσία να οργανώσει ένα υγιές πολιτικό τοπίο. Έτσι, η αποδυνάμωση του προεδρικού αξιώματος συνδυάζεται αυτόματα με τη μείωση της κοινοβουλευτικής του βάσης. Το ζήτημα νέων προεδρικών εκλογών μπορεί επομένως να προκύψει πολύ γρήγορα. Το βέβαιο, ωστόσο, είναι ότι λίγες ημέρες μετά τον δεύτερο αυτό γύρο με τα απροσδόκητα αποτελέσματά του, εξακολουθεί να επικρατεί το αίσθημα της σύγχυσης η οποία είναι πιθανό να επικρατήσει για αρκετό καιρό ακόμη, διότι το θεμελιώδες ερώτημα, δεν έχει κριθεί με σαφήνεια από αυτές τις εκλογές: ποια είναι η κυρίαρχη κοινωνική και πολιτική επιλογή που θα κυβερνήσει τη χώρα για τα επόμενα τρία χρόνια;
Το πρόγραμμα του Νέου Λαϊκού Μετώπου ή εκείνο της πρώην (σχετικής) προεδρικής πλειοψηφίας; Και τι μπορούμε να πούμε στους ψηφοφόρους του RN που είδαν το κόμμα τους να κερδίζει τις ευρωεκλογές και στη συνέχεια τον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών; Ακριβώς επειδή η προεκλογική εκστρατεία μεταξύ των δύο γύρων δεν επικεντρώθηκε πρωτίστως σε θέματα δημόσιας πολιτικής, αλλά περισσότερο σε ζητήματα διακυβέρνησης και σταθερότητας (politics et policy), καθώς και στην αξιοπιστία ορισμένων εκ των υποψηφίων του RN, αυτές οι εκλογές δεν δίνουν απαντήσεις στην κατάσταση σύγχυσης, ανησυχίας και αμφιβολίας που βρίσκεται η Γαλλία. Το μέλλον της χώρας και των σχέσεών της με την Ευρώπη παραμένει αβέβαιο.