Η Ιστορία
Στην πραγματικότητα, η Γερμανία έχει πραγματοποιήσει μόνο τρεις πρόωρες εκλογές στην ιστορία της:
Πριν από την επανένωση, το 1972, ο καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Βίλι Μπραντ ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης, παρόλο που η πολιτική του για αποκλιμάκωση απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, τη ΛΔΓ και άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είχε δημιουργήσει έντονες εσωτερικές διαφορές, με ορισμένους βουλευτές να αποχωρούν από την πλειοψηφία.
Ωστόσο, η ψήφος εμπιστοσύνης αμφισβητήθηκε επίσης, καθώς ο καγκελάριος επεδίωξε να την χάσει, κάτι που δεν ήταν σύμφωνο με το πνεύμα του Συντάγματος, με την ελπίδα να εδραιώσει την εξουσία του στις πρόωρες εκλογές.
Και αυτό ακριβώς πρόκειται να συμβεί. Ο Βίλι Μπραντ επανεξελέγη, με το κόμμα του SPD να επιτυγχάνει το καλύτερο αποτέλεσμα στην ιστορία του με 45,8% των ψήφων, ενώ η συμμετοχή του 91% ήταν η υψηλότερη στην ιστορία των εκλογών της Μπούντεσταγκ.
Το 1983, οι δεύτερες πρόωρες βουλευτικές εκλογές προκηρύχθηκαν από τον χριστιανοδημοκράτη καγκελάριο Χέλμουτ Κολ, ο οποίος είχε έρθει στην εξουσία το προηγούμενο έτος μετά από ψήφο δυσπιστίας κατά του προκατόχου του Χέλμουτ Σμιτ.
Όμως ο Χέλμουτ Κολ ήθελε να αναλάβει τα ηνία από την μπροστινή πόρτα. Ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης, την οποία έχασε σκόπιμα, και επιβεβαιώθηκε στην εξουσία με πρόωρες γενικές εκλογές.
Τέλος, φτάνουμε στο 2005. Το SPD του Γκέρχαρντ Σρέντερ έχασε μια σειρά περιφερειακών εκλογών και η εμπιστοσύνη των βουλευτών της πλειοψηφίας διαβρώθηκε, κυρίως λόγω των αμφιλεγόμενων μεταρρυθμίσεων του καγκελάριου στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της αγοράς εργασίας.
Για άλλη μια φορά, ο καγκελάριος έχασε σκόπιμα την ψήφο εμπιστοσύνης, οδηγώντας σε πρόωρες εκλογές.
Η διαφορά είναι ότι ο Γκέρχαρντ Σρέντερ έκανε λάθος υπολογισμό. Αντί να εδραιώσει τη νομιμοποίησή του, έχασε οριακά τις βουλευτικές εκλογές από τους Συντηρητικούς, προωθώντας την Άνγκελα Μέρκελ στη θέση της Καγκελαρίου, μια θέση που κατείχε για τα επόμενα 16 χρόνια.
Το Σήμερα
Σήμερα, 12.11.2024 είναι η πρώτη φορά που ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς μίλησε για το θέμα των εκλογών μετά απο τον κεραυνό εν αιθρία το βράδυ της Τετάρτης, όταν ανακοίνωσε την απόλυση του Φιλελεύθερου υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ λόγω βαθιών διαφωνιών σχετικά με την οικονομική πολιτική και την πρόθεσή του να υποβληθεί σε ψήφο εμπιστοσύνης από τους βουλευτές στις 15 Ιανουαρίου. Χαοτική για περισσότερα από τρία χρόνια, η συμμαχία σοσιαλδημοκρατών, οικολόγων και φιλελευθέρων ήταν θνησιγενής, αλλά τα πράγματα επιταχύνθηκαν λόγω των διαφωνιών για τον προϋπολογισμό. Πράγμα που δείχνει ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Γαλλία δεν είναι μόνη της στην πολιτική της κρίση.
Η Γερμανία, αντιμέτωπη με την αμφισβήτηση του οικονομικού της μοντέλου, όπως αποδεικνύεται από το κλείσιμο των εργοστασίων της Volkswagen, και την ανάγκη επανεξέτασης της άμυνάς της, η χώρα βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση. Στην ιστορία της Ευρώπης, αυτά δεν είναι ποτέ καλά νέα. Ειδικά σε μια εποχή που ο Εμανουέλ Μακρόν δικαίως καλεί την Ευρώπη να «ξυπνήσει στρατηγικά», όπως έκανε την Πέμπτη στη Βουδαπέστη ενώπιον των ηγετών της ηπείρου. Αλλά ποιος μπορεί να πιστέψει ότι αυτό είναι εφικτό με τη Γερμανία απούσα;
Σύμφωνα το χρονοδιάγραμμα που έχει παρουσιαστεί, οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές δεν θα μπορούσαν να διεξαχθούν πριν από τον Μάρτιο. Όμως, πληθαίνουν οι εκκλήσεις να διεξαχθούν νωρίτερα, ει δυνατόν τον Ιανουάριο, σε μια στιγμή που η κορυφαία οικονομία της Ευρώπης αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις, βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης και φοβάται τις συνέπειες της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία.
Μιλώντας στη Βουδαπέστη στο περιθώριο ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής, ο Όλαφ Σολτς άφησε να εννοηθεί η δυνατότητα συμφωνίας με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με επικεφαλής τους Συντηρητικούς, εάν συμφωνήσουν να υποστηρίξουν ορισμένα εκκρεμή νομοσχέδια. Κάλεσε τους βουλευτές να διεξαγάγουν μια «ήρεμη συζήτηση» για τα κείμενα που μπορούν ακόμη να εγκριθούν από το Κοινοβούλιο, παρόλο που η κυβέρνησή του βρίσκεται πλέον σε μειοψηφία, υποστηριζόμενη μόνο από τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους. Αυτό «θα μπορούσε να βοηθήσει να απαντηθεί το ερώτημα πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για μια ψήφο εμπιστοσύνης που θα οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές», πρόσθεσε. Ο ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών, αναγνώρισε ότι «οι νέες εκλογές πρέπει να διεξαχθούν γρήγορα». Σύμφωνα με δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε την Παρασκευή, τα δύο τρίτα των Γερμανών επιθυμούν νέες εκλογές χωρίς καθυστέρηση.
Μεταξύ των κειμένων που θα ήθελε να περάσει η κυβέρνηση πριν από τη διάλυση του Κοινοβουλίου, η υπουργός Εσωτερικών Νάνσι Φέιζερ ανέφερε ένα κείμενο που αποσκοπεί στην προστασία της ανεξαρτησίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο προετοιμάστηκε με συναίνεση με τους συντηρητικούς.
Ο Όλαφ Σολτς επιστρέφοντας στη Γερμανία, βρίσκει μια χώρα σε προεκλογική περίοδο. Στο προσκήνιο βρίσκεται ο ηγέτης του συντηρητικού CDU, Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος είναι πανταχού παρών στα μέσα ενημέρωσης. Ο 68χρονος ηγέτης, έχει πολλές πιθανότητες να γίνει καγκελάριος σε περίπτωση εκλογών. Ο ίδιος ζητά εκλογές ήδη από τις 19 Ιανουαρίου, μία ημέρα πριν από την ορκωμοσία του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν στο CDU και στο βαυαρικό σύμμαχό του CSU περίπου 34% των ψήφων, μπροστά από την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Δεδομένου ότι δεν διαθέτει πλέον επαρκή κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να κυβερνήσει, ο Όλαφ Σολτς είναι πιθανό να χάσει την ψήφο εμπιστοσύνης. Ο πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ θα έχει στη συνέχεια 21 ημέρες για να διαλύσει την Μπούντεσταγκ και θα πρέπει να διεξαχθούν νέες εκλογές εντός 60 ημερών.
Όταν η γερμανική κυβέρνηση έπεσε την ημέρα της νίκης του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές, φαίνεται πως οι Βρυξέλλες είπαν από ένα μεγάλο «ουφ» ανακούφισης. Αυτό μπορεί να φαίνεται παράδοξο σε μια τόσο κομβική στιγμή για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ένωση θα πρέπει να επιδείξει εξαιρετική ενότητα απέναντι στο νέο Αμερικανό πρόεδρο, ο οποίος θα προσπαθήσει να τη διχάσει προς όφελός του. Επιπλέον, η Ένωση βρίσκεται στις παραμονές σημαντικών πρωτοβουλιών που απαιτούν συνοχή: ο νέος πολυετής προϋπολογισμός, η διεύρυνση, η οικοδόμηση μιας πραγματικής ευρωπαϊκής άμυνας, η χρηματοδότηση της ανταγωνιστικότητας, η ένωση των κεφαλαιαγορών κ.ά. Για όλα αυτά, ο γαλλογερμανικός άξονας είναι ζωτικής σημασίας.