Τα ισχυρά εταιρικά θεμελιώδη, η σταδιακή ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και η βελτίωση του δημοσιονομικού προφίλ της Χώρας είναι κάποιοι από τους παράγοντες που οδήγησαν πρόσφατα το ελληνικό Χρηματιστήριο σε υψηλά 13 ετών.
Παρά τις συνολικά ευνοϊκές προϋποθέσεις συνέχισης του δομικού ράλι, το ΧΑ συνεχίζει να ταλανίζεται από παθογένειες τις οποίες καλείται (επιτέλους) να υπερβεί ώστε να πορευθεί με επιτυχία προς το μέλλον. Συνοπτικά, τα σημαντικότερα ζητήματα που καλείται να επιλύσει η ελληνική Κεφαλαιαγορά είναι:
1. Ο μικρός αριθμός ενεργών κωδικών ιδιωτών επενδυτών, παρόλο το προηγηθέν bull market. Αναγνωρίζουμε βεβαίως ότι η «φούσκα» του 1999 και η καταστροφική πορεία των δεικτοβαρών τραπεζικών και άλλων τίτλων την προηγούμενη δεκαετία έχουν δημιουργήσει «πληγές» που συνεχίζουν να αποστρέφουν πολλούς ιδιώτες από το ΧΑ. Την ίδια στιγμή, πολλοί από τους εν δυνάμει εγχώριους επενδυτές λιανικής έχουν τοποθετηθεί σε έντοκες επενδύσεις, οι οποίες όμως προσφέρουν αποδόσεις χαμηλότερες από τις τρέχουσες μερισματικές διανομές κερδοφόρων εταιριών.
2. Δεδομένου του «ιστορικού» και της... ψυχοσύνθεσης του μέσου Έλληνα επενδυτή απαιτείται η απόκτηση επενδυτικής παιδείας που να βασίζεται στον Οικονομικό Αλφαβητισμό, δηλαδή στην πληροφόρηση για τις δυνατότητες τις οποίες προσφέρουν επιλεγμένα προϊόντα των Κεφαλαιαγορών, για το κόστος ευκαιρίας που η αποχή από αυτά ενέχει, αλλά και για την ανάγκη διαχείρισης του ρίσκου που αναπόφευκτα χαρακτηρίζει την κάθε μορφή επένδυσης.
3. Η σχετικά περιορισμένη σε όρους όγκου συναλλαγών παρουσία εγχώριων και ξένων θεσμικών επενδυτών στη λεωφόρο Αθηνών, έστω και αν αυτοί «πρωταγωνιστούν» έναντι των ιδιωτών.
4. Οι συναλλαγές γενικά επικεντρώνονται σε μικρό αριθμό τίτλων μεγάλης κεφαλαιοποίησης, με την αντίστοιχη μεσαία, πόσω μάλλον την μικρή κεφαλαιοποίηση να παίζουν τον ρόλο του «φτωχού συγγενή». Προφανώς και η προσέλκυση χρήματος σε πρωτογενή και δευτερογενή Αγορά δεν γίνεται... με το ζόρι και οι υποψήφιοι επενδυτές θέλουν «να δούνε πράγματα» ώστε να επιλέξουν εναλλακτικούς τίτλους. Σίγουρα όλοι οι εμπλεκόμενοι, από τις Διοικήσεις των εταιριών μέχρι και τον «τελευταίο trader» οφείλουν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους ώστε να «καλλιεργηθεί» το απαιτούμενο επενδυτικό ενδιαφέρον, όμως η ύπαρξη νέων δυναμικών εισηγμένων στο ΧΑ οπωσδήποτε θα αυξήσει τις διαθέσιμες επιλογές.
5. Η χαμηλή ελεύθερη διασπορά (free float) αρκετών εισηγμένων.
6. Τα προαναφερθέντα σημεία προκαλούν τον -γνωστό και μη εξαιρετέο- χαμηλό όγκο συναλλαγών (όσοι αρθρογραφούμε τον επικαλούμεθα πολύ συχνά) και την χαμηλή εμπορευσιμότητα, φαινόμενα τα οποία «ρηχαίνουν» την ελληνική Αγορά και αποτρέπουν τα θεσμικά χαρτοφυλάκια από το να συμμετάσχουν «σοβαρότερα» στο ΧΑ εφόσον δυσκολεύονται να «χτίσουν» μεγαλύτερες μετοχικές θέσεις ή να τις κλείσουν στις περιόδους μεγάλης αύξησης της μεταβλητότητας.
7. Συνολικά είναι κρίμα να διαπιστώνεται (σε σύγκριση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες) χαμηλού βαθμού διασύνδεση του ΧΑ με την ελληνική Οικονομία, γεγονός που «μπλοκάρει» μία σημαντική πηγή άντλησης κεφαλαίων και κατ’ επέκτασιν την συνολική οικονομική ανάπτυξη της Χώρας. Η υπό προϋποθέσεις παροχή κινήτρων οικονομικής φύσεως (φορολογικών κλπ) σε εν δυνάμει εισηγμένες και επενδυτές θα μπορούσε να αμβλύνει το πρόβλημα.
Με βάση όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι το «rebranding» της ελληνικής Κεφαλαιαγοράς είναι αναγκαίο. Οι Αγορές εξελίσσονται και το ΧΑ «δεν παίζει μπάλα» μόνο του. Οι διαπιστώσεις και τα ευχολόγια φτάνουν. Πλέον χρειάζεται η εφαρμογή γενναίων δράσεων και πολιτικών συγκεκριμένης στόχευσης και μακράς πνοής οι οποίες θα αντιμετωπίσουν τις παθογένειες, θα ευνοήσουν την καλλιέργεια μετοχικής κουλτούρας στη Χώρα μας και θα αποδείξουν ότι το ΧΑ όντως δικαιούται να επιστρέψει στην κατηγορία των αναπτυγμένων Αγορών.
Ευελπιστούμε ότι επιτέλους θα γίνουν πράξη όλα όσα χρειάζονται ώστε το ΧΑ να αποδιώξει τη «ρετσινιά» που συνεχίζει να το κατατρέχει και να αποτελέσει εφεξής βασικό πυλώνα οικονομικής ανάπτυξης, με τη συμμετοχή ενήμερων επενδυτών. Αυτή θα είναι η πραγματική και πολυπόθητη αναβάθμιση.
* του Πέτρου Στεριώτη, πιστοποιημένου από τις Κεφαλαιαγορές Ελλάδος και Κύπρου και τέως CEO ευρωπαϊκών ΕΠΕΥ.