Επίθεση στον Κυριάκο Μητσοτάκη εξαπέλυσε η βουλευτής επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, Έφη Αχτσιόγλου, με αφορμή τα όσα είπε για τα Ελληνικά Πανεπιστήμια.
Σε άρθρο της στην Εφημερίδα των Συντακτών με τίτλο: «Η καθημερινότητα των ελληνικών πανεπιστημίων και ο κ. Μητσοτάκης» η κ. Αχτσιόγλου αναφέρει τη δική της εμπειρία ως φοιτήτρια, ενώ μιλάει για σκόπιμη παραπληροφόρηση.
Το άρθρο της κ. Αχτσιόγλου:
«Η δωδεκαετής καθημερινή μου επαφή, διάδραση και ζωή στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο με οδήγησε στην παρέμβασή μου αυτή, την οποία αισθάνομαι ως καθήκον απέναντι στους πανεπιστημιακούς μου δασκάλους και συναδέλφους που διεξάγουν υψηλής ποιότητας έρευνα με πενιχρά μέσα σε αυτό.
Ακούγοντας τοποθετήσεις από τους βουλευτές της συμπολίτευσης, και κυρίως την τοποθέτηση του πρωθυπουργού ότι «τα πανεπιστήμια είναι άσυλα ανομίας», «πρέπει να σταματήσουν να ανήκουν στις μολότοφ και στους ναρκέμπορους», «το πανεπιστημιακό άσυλο των ροπάλων και της βίας», αναρωτιέμαι πραγματικά πόση επαφή έχουν οι ομιλούντες με τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια.
Αναπαρήχθη και από τον πρωθυπουργό μια εντύπωση που προφανώς έχουν πολλοί, οι οποίοι όμως εξίσου προφανώς όπως και αυτός, δεν έχουν ζήσει καθημερινά στα πανεπιστήμια, ότι αυτό που επικρατεί εκεί είναι η πώληση ναρκωτικών, οι βιαιοπραγίες, οι καταστροφές κ.ά.
Δεν είναι αυτή η καθημερινότητα των πανεπιστημίων.Η καθημερινότητα είναι τα μαθήματα, οι κουβέντες στο κυλικείο, η έρευνα στις βιβλιοθήκες, η διδασκαλία, οι εξεταστικές, το μοναχικό διάβασμα των υποψήφιων διδακτόρων, είναι και τα τραπεζάκια των παρατάξεων, οι γενικές συνελεύσεις και οι αφίσες.
Άλλη λοιπόν είναι η καθημερινότητα των πανεπιστημίων .
Προφανώς αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προβλήματα στα δημόσια πανεπιστήμια, αλλά σε ό,τι αφορά τουλάχιστον το ζήτημα της εγκληματικότητας το υπάρχον νομικό πλαίσιο είναι επαρκέστατο. Θυμίζω ότι υπό το υφιστάμενο πλαίσιο η επέμβαση αστυνομικής δύναμης γίνεται αυτεπάγγελτα σε περιπτώσεις που τελούνται κακουργηματικές πράξεις. Άραμε βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα δεν χρειάζεται κάποια προηγούμενη πρόσκληση ή έγκριση από οποιοδήποτε όργανο για να επέμβουν οι αστυνομικές αρχές και να αντιμετωπίσουν κακουργηματικές πράξεις, όταν και εφόσον συμβαίνουν. Ούτε φυσικά χρειάζεται χαρακτηρισμός του αδικήματος για την επέμβαση καθώς ο νόμος λέει «αυτεπάγγελτα». Αυτό σημαίνει αυτεπάγγελτα!
Υπάρχουν ασφαλώς και πρακτικές οι οποίες υπονομεύουν τη δημοκρατική λειτουργία των πανεπιστημίων, όπως οι παρεμβάσεις «αυτόκλητων σωτήρων» που διακόπτουν τη λειτουργία εκλεγμένων οργάνων. Εξίσου δεν θα είχε κανείς επαφή με την καθημερινότητα των πανεπιστημίων, αν δεν τις έβλεπε. Αυτά όμως είναι προβλήματα που πρέπει να τα αντιμετωπίσει η ίδια η ακαδημαϊκή κοινότητα στο εσωτερικό της, είναι ευθύνη της που απορρέει από την πλήρη αυτοδιοίκηση των ιδρυμάτων της.
Υπάρχει επομένως μια σκόπιμη παραπληροφόρηση αναφορικά με το τι πραγματικά συμβαίνει μέσα στα πανεπιστήμια. Η καλλιέργεια μιας εικόνας των δημόσιων πανεπιστημίων ως χώρων όπου ανθεί το έγκλημα και κυριαρχεί η αυθαιρεσία – μια εικόνα που διαστρεβλώνει δυστυχώς μια κατά κανόνα γόνιμη πραγματικότητα.
Δεν είναι όμως και τόσο σπάνια αυτή η μεθόδευση.
Ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί της σημερινής κυβέρνησης με πάθος καθημερινά υπερτονίζουν τα προβλήματα των δημόσιων δομών που βρίσκονται υπό την εποπτεία τους, συγκροτώντας με επιμονή μια εικόνα κατάρρευσης και διάλυσης τους, άλλοτε αναδεικνύοντας ρεαλιστικά προβλήματα στα οποία προσδίδουν σουρεαλιστικές διαστάσεις και άλλοτε κατασκευάζοντας ψευδείς ειδήσεις.
Σε κάθε περίπτωση πάντως η οργανώτρια αρχή που διέπει τις τοποθετήσεις τους είναι ότι «το δημόσιο αγαθό είναι προβληματικό». Είναι πραγματικά μια ιδιαίτερη στάση αυτή. Αντί να αισθάνονται την υποχρέωση ως προϊστάμενες αρχές να υπερασπιστούν το δημόσιο και να δουλέψουν για τη βελτίωσή του, τοποθετούνται ως επί της αρχής πολέμιοί του. Σαν να είναι κανείς προϊστάμενος σε μια επιχείρηση και να λέει όλη τη μέρα πόσο απαράδεκτη είναι η επιχείρησή του, πόσο δεν προσφέρει τίποτα, πόσο προβληματική λειτουργία έχει. Τι θα έλεγε εύλογα κανείς; «Ε, κλείσ’ την».
Την ίδια στάση ακολουθούν τα στελέχη της Κυβέρνησης, για τα δημόσια πανεπιστήμια, την ίδια για το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, την ίδια για τη δημόσια υγεία. Οτιδήποτε είναι δημόσιο είναι προβληματικό, και ο μόνος τρόπος να υπάρχει «πρόοδος» είναι να μετασχηματιστεί το δημόσιο με όρους ιδιωτικού».
Τι εξυπηρετεί λοιπόν τελικά η κατάργηση του ασύλου;
Κάτι πολύ βαθύτερο από την προσπάθεια αντιμετώπισης κρουσμάτων βίας: μία υλική υπόμνηση -και μάλιστα διαρκή- στο συλλογικό συνειδητό ότι το δημόσιο είναι κάτι το εξαιρετικά εκφυλισμένο. Διαρκή διότι η ασάφεια της ρύθμισης είναι τέτοια, ώστε να ενεργοποιείται κατά το δοκούν -η επέμβαση της αστυνομίας- για να κρατάει στην επικαιρότητα την απαξίωση των δημόσιων πανεπιστημίων.
Η διατύπωση βέβαια του επίμαχου άρθρου του νομοσχεδίου υπογραμμίζει την ουσιαστική κατοχύρωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας ως να θέλει να επιβεβαιώσει με ρητορικό σχήμα την πολιτική πρόθεση σεβασμού της.
Είναι όμως έτσι;
Η συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας (άρθρο 16 του Συντάγματος) έχει δύο όψεις: α. Θεσπίζει μια ατομική ελευθερία κατά την οποία η κρατική εξουσία δεν μπορεί να θέτει περιορισμούς στο περιεχόμενο και στη μέθοδο της επιστημονικής έρευνας και της διδασκαλίας, β. Ιδρύει όμως και μία «θεσμική́ εγγύηση» που προστατεύει λειτουργικά́ την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας καί διδασκαλίας.
Υπογράμμιζε χαρακτηριστικά ο καθηγητής Αριστόβουλος Μάνεσης το εξής:
«Εκτός από το θέμα της παροχής από το κράτος στα Α.Ε.Ι. των κατάλληλων χώρων για την επιστημονική έρευνα και διδασκαλία, υπάρχει και το θέμα της αποχής της κρατικής εξουσίας από́ επεμβάσεις σε αυτούς τους χώρους. Πρόκειται για το “πανεπιστημιακό άσυλο προστασία του πανεπιστημιακού ασύλου συνέχεται άρρηκτα τόσο με την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας, όσο και με την “πλήρη αυτοδιοίκηση” των Α.Ε.Ι., και συνεπώς εμπεριέχεται στην κατοχύρωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας που ενεργείται με το άρθρο 16 του Συντάγματος»[7].
Η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου επομένως, κατά τον Αριστόβουλο Μάνεση, προσκρούει στο άρθρο 16 του Συντάγματος. Η αντισυνταγματικότητα αυτή βέβαια, που μόνο από τα δικαστήρια μπορεί τελικά να κριθεί, δεν είναι το κύριο. Το ζήτημα είναι πρωτίστως πολιτικό.
Κι αυτό το αναγνώριζε και ο Αριστόβουλος Μάνεσης όταν το 1976 έλεγε: «Η προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, άρα και του ασύλου, δεν είναι μόνο συνταγματική διάταξη. Πριν απ’ αυτήν ήταν, στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο, διεκδίκηση, ύστερ’ απ’ αυτήν είναι κατάκτηση»[8].
Από αύριο, εν έτει 2019, η προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας θα ξαναγίνει αντικείμενο διεκδίκησης.
Ή αλλιώς, όπως είπε ο Θοδωρής Δρίτσας στη Βουλή: «Η Ιστορία τώρα ξαναρχίζει».