Από το 2009, o Αμερικάνος Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε εξαγγείλει την αλλαγή στρατηγικής που έγινε γνωστή ως «στροφή στην Ασία» (pivot to Asia). Η σταδιακή μετάβαση των αμερικάνικων δυνάμεων από τη Μ. Ανατολή στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού, υπηρετήθηκε και από τον διάδοχο του Ομπάμα, Ντ. Τραμπ, και από τον σημερινό Πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν.
Στα πλαίσια αυτής της απόσυρσης δυνάμεων είδαμε τις ΗΠΑ να "κλείνει" τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, να μειώνει σημαντικά τον αριθμό των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ, καθώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν δεσμεύτηκε να επικεντρωθεί σε έναν μικρό αριθμό στόχων στην περιοχή.
Η αμερικάνικη ανάγνωση για τα πράγματα είναι ότι η μείωση δυνάμεων από τις ΗΠΑ αφήνει χώρο για την Κίνα, η οποία είναι έτοιμη να πάρει τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών σε ένα μέρος του κόσμου όπου η Ουάσιγκτον ήταν από καιρό κυρίαρχη. Αρκετοί "σκληροπυρηνικοί" σύμβουλοι του Μπάιντεν εισηγούνται ότι στη Μέση Ανατολή, όπως και αλλού, οι ΗΠΑ έχουν άμεσο καθήκον να αντιμετωπίσουν τη στρατιωτική δύναμη, την οικονομική επιρροή και την ιδεολογία της Κίνας γιατί στο τέλος Πεκίνο αντικαταστήσει την Ουάσινγκτον ως την κατεξοχήν παγκόσμια υπερδύναμη.
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν στοιχεία να υποστηρίξουν αυτή την ανάλυση. Οι Κινέζοι κάνουν σημαντικές επενδύσεις στην περιοχή, ενώ προχωρούν σε διμερείς εμπορικές της συμφωνίες με τις περιφερειακές δυνάμεις της Μ.Ανατολής, εγκαινίασαν στρατιωτική βάση στο Τζιμπουτί και συσφίγγουν διαρκώς τους δεσμούς τους με το Ιράν.
Δεν ρώτησαν την Κίνα ποια είναι η στρατηγική της...
Όμως η στρατηγική της Κίνας δεν είναι δεδομένη. Η "επιθετική" κατάληψη θέσεων στη Μ. Ανατολή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντικατοπτρίζει με ακρίβεια αυτό που συμβαίνει. Συγκεκριμένα, η στρατηγική της Κίνας απέχει πολύ από το να είναι οριστική και δεν περιλαμβάνει την άμεση ανάδυσή της σε παγκόσμια υπερδύναμη μέσω συγκρούσεων.
Αντίθετα, το Πεκίνο διατηρεί σχέσεις με χώρες που πλήττονται από εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις τις τελευταίες δύο δεκαετίες - συμπεριλαμβανομένου του Αφγανιστάν, της Μιανμάρ και του Σουδάν - και πιθανότατα θα συνεχίσει να επιδεικνύει υψηλή ανοχή στη βία και την αστάθεια στη Μέση Ανατολή. Έχει όντως επενδύσει πολύ χρόνο και πόρους στο να χτίσει σημαντικές σχέσεις με χώρες όπως το Ιράν, το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και τις μοναρχίες του Περσικού Κόλπου, κάτι για το οποίο θα μπορούσε να κοκορεύεται, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της εξωτερικής της πολιτικής.
Η Κίνα συγκρατεί τη Μ. Ανατολή από την κατάρρευση
Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να χρεωθεί η Κίνα μια επιθετική στρατηγική "ενσωμάτωσης" της Μ. Ανατολής, είναι γιατί έχει μάθει καλά το μάθημα που δεν έμαθαν ακόμα οι ΗΠΑ. Η Κίνα είναι όντως επιθετική, εκέι που είναι εδραιωμένη για δεκαετίες: στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού. Όλες οι κινήσεις που κάνει εκεί (έλεγχος της Ταϊβάν, πίεση στην Αυστραλία, αποδοκιμασία της Σεούλ κ.λπ.) δείχνουν την εικόνα της υπερδύναμης. Δεν μπορούμε όμως να παίρνουμε τη συμπεριφορά της Κίνας σε ένα μέρος του κόσμου και να την μεταφράζουμε σε παγκόσμια στρατηγική.
Για την ακρίβεια, η Κίνα έχει δει τις διαδοχικές ήττες των ΗΠΑ στην περιοχή της Μ. Ανατολής, έχει χαρτογραφήσει τις εσωτερικές συγκρούσεις των κρατών μεταξύ τους και γνωρίζει πολύ καλά οι περιφερειακές πολιτικές της Ουάσινγκτον φταίνε που έχει μειωθεί τόσο η παγκόσμια επιρροή των ΗΠΑ και έχουν μπει σε μια τροχιά παρακμής. Προφανώς, δεν εμπνέονται από το σχετικό παράδειγμα και δεν θέλουν να το ακολουθήσουν.
Η Κίνα βρίσκεται στη Μ. Ανατολή γιατί μπορεί εκεί να επενδύει στην ενέργεια και τις κατασκευές και να κάνει το πλεόνασμά της, δύναμη αύξησης της οικονομίας της. Για να γίνουμε συγκεκριμένοι: Το 2019-20, οι χώρες του Κόλπου παρείχαν περίπου το 40 % των εισαγωγών πετρελαίου της Κίνας, εκ των οποίων το 16 % προήλθε μόνο από τη Σαουδική Αραβία - καθιστώντας τη χώρα αυτή τον μεγαλύτερο προμηθευτή αργού πετρελαίου της Κίνας. Το Ιράκ, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δαπανήσει τρισεκατομμύρια για την αλλαγή καθεστώτος, είναι μεταξύ των πέντε κορυφαίων προμηθευτών πετρελαίου στην Κίνα. Το Ιράν βρίσκεται στην όγδοη θέση. Το Πεκίνο θεωρεί σαφώς τους ενεργειακούς πόρους της περιοχής κρίσιμους για τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη της Κίνας και, κατ 'επέκταση, την παγκόσμια επιρροή της.
Πέρα από αυτά, η Κίνα επενδύει στη Μ.Ανατολή γιατί επιδιώκει να τη συγκρατήσει από την κατάρρευση και να συνεχίσει να αναπτύσσεται οικονομικά η ίδια μέσω των επενδύσεων σε υποδομές. Η Κίνα είναι πλέον ο μεγαλύτερος επενδυτής της περιοχής και ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος σε 11 χώρες της Μέσης Ανατολής. Έχει χρηματοδοτήσει την κατασκευή λιμένων και βιομηχανικών πάρκων στην Αίγυπτο, το Ομάν, τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Τζιμπουτί. Αυτές οι εγκαταστάσεις βρίσκονται κατά μήκος ζωτικών σημείων ελέγχου της ροής αγαθών, που συνδέουν την περιοχή με τον υπόλοιπο κόσμο: τον Περσικό Κόλπο, τον Κόλπο του Ομάν, την Ερυθρά Θάλασσα, το Στενό του Μπαμπ ελ Μαντέμπ και τη Διώρυγα του Σουέζ. Η επιτυχία της στρατηγικής "Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος", εξαρτάται από τη διατήρηση αυτών των αρτηριών ανοιχτών και γενικά από τη διατήρηση της Μ. Ανατολής ως συνεκτικής περιοχής και όχι ως αθροίσματος failed states.
Οι ΗΠΑ φεύγουν, η Κίνα έρχεται
Στο επίπεδο της εσωτερικής κατάστασης, η Κίνα χρησιμοποιεί την Μ. Ανατολή για να λύσει το θέμα των Ουιγούρων. Λαμβάνει σημαντική υποστήριξη απέναντι στον θρησκευτικό φανατισμό και τον σεπαρατισμό του κινήματος των Ουιγούρων και αυτό είναι ένας από τους λόγους που επενδύει στις σχέσεις της με τη Μ. Ανατολή.
Τελικά, η Κίνα είναι εκεί για πολλούς λόγους και κανένας από αυτούς δεν είναι η στρατιωτική ή πολιτική σύγκρουση με τις ΗΠΑ για την ηγεμονία στην περιοχή. Η Κίνα σε λίγο καιρό θ αποκτήσει την κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή, αλλά αν συμβεί αυτό, θα οφείλεται σαφώς λιγότερο σε οποιουσδήποτε μεγάλους στρατηγικούς σχεδιασμούς από την πλευρά του Πεκίνου και πολύ περισσότερο στην αργή αλλά σταθερή απόσπαση της Ουάσινγκτον από τη Μέση Ανατολή.