Ολοκληρώθηκε στις αρμόδιες Επιτροπές της Βουλής, η πρώτη ανάγνωση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, σχετικά με τις «τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας». Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε κατά πλειοψηφία. Υπέρ της αρχής του τάχθηκαν μόνο οι βουλευτές της ΝΔ. ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΕΛ.ΛΥ επιφυλάχθηκαν να τοποθετηθούν στην Ολομέλεια ενώ ΚΚΕ και ΜέΡΑ25 δήλωσαν ότι το καταψηφίζουν.
«Πρέπει με ξεκάθαρο τρόπο να πούμε όλοι στην ελληνική κοινωνία ποια είναι η θέση των κομμάτων. Η δική μας άποψη είναι ότι τα ειδεχθή εγκλήματα, όπως οι ανθρωποκτονίες και τα αδικήματα σε βάρος ανηλίκων δεν μπαίνουν στο ζύγι. Γι' αυτό για εμάς η ποινή είναι μία και είναι ισόβια», τόνισε χαρακτηριστικά ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, κλείνοντας τη σημερινή μαραθώνια επεξεργασία του νομοσχεδίου.
Ιδιαίτερα αυστηρός εμφανίστηκε ο κ. Τσιάρας σε ότι αφορά αδικήματα κατά ανηλίκων, απορρίπτοντας προβληματισμούς που εκφράστηκαν για την αυστηριοποίηση των ποινών με το νέο ποινικό κώδικα.
«Γι' αυτόν που βιάζει ένα ανήλικο παιδί δεν γίνεται να λέμε ότι δεν έχουμε διαζευκτική ποινή ή ότι θα κρίνεται ad hoc η περίπτωση. Δεν κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας. Χωρίς αστερίσκους και επιφυλάξεις, με οριζόντιο, αδιαπραγμάτευτο τρόπο και εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη λέμε τη γνώμη μας για τα ειδεχθή αυτά εγκλήματα», σημείωσε χαρακτηριστικά ο υπουργός Δικαιοσύνης.
Απαντώντας στον εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ, Σπύρο Λάππα, ο κ. Τσιάρας τόνισε ότι δεν μπορεί να υπάρχει επιμέτρηση ποινής για αδικήματα κατά ανηλίκων. «Δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Δεν μπορεί να μένει ατιμώρητη η βάναυση συμπεριφορά κατά ανηλίκου, που έχει υποστεί βάναυσο βιασμό. Είναι ξεκάθαρα ζητήματα αυτά που άπτονται της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», τόνισε.
Απαντώντας ο κ. Τσιάρας στις επικρίσεις που δέχθηκε τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από εκπροσώπους φορέων, με σημείο αιχμής το άρθρο 191, για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, απέρριψε τις αιτιάσεις τους ότι οι έννοιες φόβος και ανησυχία θα παρερμηνευτούν και θα οδηγήσουν σε φίμωση των Μέσων Ενημέρωσης και της ελεύθερης έκφρασης γνώμης. Ο κ. Τσιάρας αντέτεινε ότι η διάταξη του νέου ποινικού κώδικα συμβαδίζει με το άρθρο 10 της Διεθνούς Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την έκφραση γνώμης, σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι ο νόμος που ίσχυε εδώ και 70 χρόνια είχε πιο σκληρή διατύπωση και μπορούσε να κατηγορηθεί κάποιος ακόμα και για φήμες.
«Είμαι ανοιχτός να ακούσω αν υπάρχει άλλη πρόταση για διαφορετική διατύπωση. Η νέα ρύθμιση είναι προϊόν πολύ σκληρής προσπάθειας ώστε να διαμορφωθεί ένα σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο που δεν θα δημιουργεί καμία συνθήκη φίμωσης του Tύπου ή φόβο στην έκφραση απόψεων. Το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή χάνονται συνάνθρωποι μας, γιατί κάποιοι τους πείθουν να μην εμβολιαστούν δεν πρέπει να τύχει αντιμετώπισης από τη δικαιοσύνη;», ανέφερε ο κ. Τσιάρας και συμπλήρωσε: «Σε θέματα κοινής λογικής, αυτονόητα, πρέπει να βρίσκουμε κοινό έδαφος, όπως στο να μην είναι θύμα fake news η κοινωνία. Το δικαίωμα αυτό πρέπει να το κρατήσουμε πολύ ψηλά. Δεν μπορεί να δηλώνουμε ότι είμαστε δικαιοματιστές αλλά ένα τέτοιο δικαίωμα να μην το έχουμε πρώτη προτεραιότητα μας». «Είναι μια ειλικρινής, υπεύθυνη προσπάθεια, που δεν έχει ούτε τιμωρητικό σκεπτικό ούτε τη διάθεση της πολιτείας να καταστρατηγήσει τα πάντα και να μην αφήσει ελευθερίες στον Tύπο και στην έκφραση άποψης», υπογράμμισε ο κ. Τσιάρας.
Είχαν προηγηθεί νωρίτερα, οι ακροάσεις αρμόδιων εξωκοινοβουλευτικών φορέων, οι οποίοι στην πλειονότητα τους εξέφρασαν προβληματισμούς, επιφυλάξεις και ενστάσεις για ορισμένες διατάξεις και τόνισαν την ανάγκη περαιτέρω αποσαφηνίσεων. Σχεδόν όλοι οι φορείς, τάχθηκαν κατά του επίμαχου άρθρου 191, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν μπορεί να αυστηριοποιούνται οι ποινές με αόριστες έννοιες περί διασποράς ψευδών ειδήσεων ικανές να προκαλέσουν φόβο ή ανησυχία. Όπως ανέφεραν, οι νέες τροποποιήσεις στο ποινικό κώδικα οδηγούν σε περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης γνώμης και σε εκφοβισμό των Μέσων Ενημέρωσης και ζήτησαν ή να αποσυρθεί η διάταξη ή να τροποποιηθεί. Ακόμα, οι αρμόδιοι φορείς τόνισαν την ανάγκη επιβολής αναλογικότερων ποινών, σημείωσαν ότι υπάρχει δυσπιστία της πολιτείας στο έργο των λειτουργών της δικαιοσύνης ενώ προτάθηκε να ισχύουν τα ελαφρυντικά για την τελική ποινή του κατηγορουμένου και οι υποθέσεις να κρίνονται ad hoc. Ειδικότερα:
Η εκπρόσωπος των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, Νικολέτα Μπασδέκη, μίλησε για «άκαιρη και άστοχη τροποποίηση του ποινικού κώδικα», τονίζοντας ότι δεν μπορεί να απονεμηθεί δικαιοσύνη υπό το καθεστώς πίεσης των Μέσων Ενημέρωσης για αδικήματα που προκαλούν τη κοινή γνώμη. Την έντονη διαφωνία της εξέφρασε για το άρθρο 191 και τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, επισημαίνοντας ότι είναι μεγάλη η αντίδραση του νομικού κόσμου καθώς η διάταξη προσβάλει βάναυσα τη δημοκρατία, και τις συνταγματικές έννοιες περί ελευθερίας του Τύπου και της έκφρασης γνώμης.
Ο εκπρόσωπος Τύπου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Χαράλαμπος Σεβαστίδης, σημείωσε ότι και οι όποιες εκσυγχρονιστικές ρυθμίσεις χάνονται στη πληθώρα διατάξεων που προκαλούν αντιδράσεις. Αντίθετος δήλωσε και αυτός στο άρθρο 191, κάνοντας λόγο για οπισθοδρόμηση, και τονίζοντας ότι «πρέπει να αποφευχθεί ο περιορισμός του δικαιώματος έκφρασης γνώμης και η θέσπιση μιας κρατικής μόνο αλήθειας».
Ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου, Χρήστος Μυλωνόπουλος, μίλησε για νομοσχέδιο που κινείται στη σωστή κατεύθυνση και αποκαθιστά σωστά το πλαίσιο αυστηρών ποινών, για βαριά εγκλήματα.
Ο πρόεδρος της Ένωσης Ασκούμενων και νέων Δικηγόρων Αθηνών, Ιωάννης Αβακιώτης, σημείωσε ότι «η αυστηριοποίηση των ποινών υπό το βάρος της αύξησης της εγκληματικότητας και της πίεσης της κοινής γνώμης, δεν αποτελεί λύση στο πρόβλημα» και πρόσθεσε ότι «αυτό που χρειάζεται είναι ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο αντιεγκληματικής πολιτικής». Όπως είπε, σίγουρα έχει θετικά στοιχεία το νομοσχέδιο, όμως ορισμένα σημεία του δεν προσφέρουν δικαιότερη απονομή της δικαιοσύνης.
Η πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, Μαρία Αντωνιάδου, εξέφρασε την κάθετη αντίθεση της Ένωσης στο άρθρο 191, επισημαίνοντας ότι ελοχεύει ο κίνδυνος να παρεμβαίνει η δικαιοσύνη και να περιορίζεται η έκφραση λόγου και ελευθερίας των Μέσων Ενημέρωσης. «Είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί το όριο των πράξεων, τι εννοεί ο νόμος. Είναι επικίνδυνο αν μείνει η αόριστη διατύπωση της διάταξης περί διασποράς ψευδών ειδήσεων ικανές να προκαλέσουν φόβο και ανησυχία. Είναι σαφείς οι κίνδυνοι για την ελευθερία του λόγου. Ζητούμε την απόσυρση της. Ήδη είναι σαφής η αντίθεση της Ομοσπονδίας των Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και θα θέσει το ζήτημα στην ΕΕ», υπογράμμισε μεταξύ άλλων η κ. Αντωνιάδου.
Ο γενικός γραμματέας της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, Σπυρίδων Παππάς, εξέφρασε επιφυλάξεις ως προς την επιβολή ποινών για ανθρωποκτονία βάσει φύλου, σημειώνοντας ότι δεν υπάρχει σε κανένα ευρωπαϊκό δικαιοδοτικό σύστημα και τονίζοντας ότι πρέπει η ποινή να είναι ίδια ανεξαρτήτως φύλου. Ενστάσεις εξέφρασε και για την «αοριστία του άρθρου 191», όπως είπε.
Η Φωτεινή Σιάνου, συντονίστρια του Ελληνικού Δικτύου για τη Φεμινιστική Απεργία 8ης Μάρτη, στάθηκε ιδιαίτερα στο θέμα της γυναικοκτονίας, επισημαίνοντας ότι υπάρχει πληθώρα υλικού τώρα για να γίνει αποδεκτή η αλλαγή του ποινικού κώδικα και να ενσωματωθεί αυτός ο όρος». «Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσουμε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι στο νόμο ανεξάρτητα από το φύλο. Θέλουμε να ρίξουμε φως ότι ο φόνος γίνεται επειδή είναι γυναίκα και υπάρχει η αντίληψη της ιδιοκτησίας», ανέφερε.
Ο Σπύρος Καρακίτσος, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Σωφρονιστικών Υπαλλήλων Ελλάδος, τόνισε ότι οι «οποιεσδήποτε αλλαγές στο ποινικό κώδικα έχουν άμεση συνάρτηση με το σωφρονιστικό σύστημα», ενώ υποστήριξε ότι δεν έχουν ληφθεί υπόψη στο νομοσχέδιο ούτε η χωρητικότητα των φυλακών ούτε οι συνθήκες των φυλακισμένων ούτε η υποστελέχωση τους.
«Η αυστηριοποίηση των ποινών δεν μειώνουν την εγκληματικότητα ενώ έχουν δυσμενείς συνέπειες στη λειτουργία των φυλακών», ανέφερε.
Ο γενικός γραμματέας της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, Αριστομένης Τζανετής, επεσήμανε ότι η αυστηριοποίηση των ποινών δεν εξασφαλίζει το στόχο του νομοσχεδίου ούτε εμπεδώνει την ασφάλεια των πολιτών και πρόσθεσε ότι το παρελθόν διδάσκει ότι δεν έχει αποτρέψει τους δράστες από την εγκληματικότητα. Ακόμα εξέφρασε την αντίθεση του στο άρθρο 191 που, όπως είπε, είναι σημείο τριβής μεταξύ κυβέρνησης και νομικού κόσμου».
Η αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Εγκληματολογίας, Χριστίνα Ζαραφωνίτου τόνισε ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί ούτε υπέρμετρη αυστηριοποίηση ούτε ασυδοσία και στόχος πρέπει να είναι η επανένταξη εκείνων που το επιθυμούν με πιο ορθολογικές ποινές ενώ συμφώνησε με τον προσανατολισμό των διατάξεων του σχεδίου νόμου. «Δεν αρκεί η ψήφιση ενός καλού νόμου αλλά χρειάζονται παράλληλα και τα αναγκαία μέτρα και οι μηχανισμοί για να εφαρμόζεται σωστά ο νόμος», σημείωσε.
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ