Ενδιαφέρον παρουσιάζει σημερινό άρθρο γνώμης του πρακτορείου Bloomberg για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, τα οποία δεν είναι της Βρετανίας για να τα κρατά».
Η συντάκτης του κειμένου Ρέιτσελ Σάντερσον, μεταξύ άλλων αναφέρεται στην πρόσφατη απόφαση του Πάπα Φραγκίσκου να επιστρέψει στην Ελλάδα τρία θραύσματα των Γλυπτών του Παρθενώνα ως μια «ειλικρινή επιθυμία να ακολουθηθεί ο οικουμενικός δρόμος της αλήθειας» όπως χαρακτηριστικά επεσήμανε η σχετική ανακοίνωση του Βατικανού.
Στο άρθρο παρουσιάζονται τα ελληνικά επιχειρήματα και οι προσπάθειες που κάνει το Parthenon Project, το οποίο όπως επισημαίνεται βρίσκεται σε επικοινωνία τόσο με το Βρετανικό Μουσείο όσο και με το Μουσείο της Ακρόπολης για την εξεύρεση λύσης.
«η βρετανική κυριότητα των μαρμάρων του Παρθενώνα -γνωστά ως Ελγίνεια, καθώς ο λόρδος Έλγιν επέβλεψε την απομάκρυνσή τους το 1801- βασίζεται στην ατελείωτη αγωνία και τις αποκλίνουσες απόψεις από αναρίθμητους εμπλεκόμενους φορείς», λέει η ίδια, ενώ παράλληλα σημειώνεται η πάγια θέση της βρετανικής κυβέρνησης η οποία αρνείται κατηγορηματικά να αλλάξει τον νόμο του 1963 που απαγορεύει στο Βρετανικό Μουσείο την μόνιμη παραχώρηση των εκθεμάτων του. «Έτσι, ο δανεισμός των μαρμάρων, στο πλαίσιο μιας εκ περιτροπής συμφωνίας που βασίζεται στην πολιτιστική ανταλλαγή, θα ήταν ο μόνος τρόπος να υπερκεραστεί το νομικό αυτό εμπόδιο», τονίζει η Σάντερσον.
Παρ' όλα αυτά τονίζεται πως η Βρετανία έχει μια μεγάλη ευκαιρία να κάνει ένα «δώρο» στον Ελληνικό λαό με αφορμή την 50η επέτειο από την αποκατάσταση της δημοκρατίας που θα γιορταστεί στις 24 Ιουλίου του 2024. Σημειώνεται δε πως το Ηνωμένο Βασίλειο έχει πάνω από ένα χρόνο να κατασκευάσει τέλεια αντίγραφα και να αντικαταστήσει αυτά που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο.
«Όμως, το Βρετανικό Μουσείο -του οποίου η αμφισβητούμενη συλλογή περιλαμβάνει τη Στήλη της Ροζέτας, τις διατηρημένες κεφαλές Μαορί από τη Νέα Ζηλανδία και περίπου 200 μπρούτζινα από το Μπενίν- έχει επισημάνει πως μια τέτοια “πολιτιστική ανταλλαγή” δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει για την Ελλάδα, καθώς θα αναγνώριζε τη βρετανική ιδιοκτησία. Η Αθήνα υποστηρίζει πως η αφαίρεση των μαρμάρων ήταν πράξη λεηλασίας από τον Λόρδο Ελγιν πριν από τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους», σημειώνει η Σάντερσον.
Τονίζεται επίσης η «ριζική αλλαγή» στον δημόσιου διαλόγου, σε παγκόσμιο επίπεδο, για θέματα που αφορούν την επιστροφή έργων τέχνης. Μάλιστα παρουσιάζεται η τοποθέτηση της διευθύντριας του μουσείου του Λούβρου Λορένς ντε Καρ, η οποία έχει πει πως ανήκει σε μια γενιά επιμελητών που «είναι ανοικτή στο να επιστρέψει κάτι που λανθασμένα βρίσκεται εκεί».