Για τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ μίλησε στην εκπομπή του Ertnews Update o πρώην υπουργός Αριστείδης Μπαλτάς.
Όπως δήλωσε ο κ. Μπαλτάς: «Θα έλεγα ότι είναι ένα κόμμα υπό κατάρρευση. Ένα κόμμα το οποίο βρίσκεται στα πρόθυρα της διάλυσης ουσιαστικά. Διότι δεν είναι μόνο αυτοί που φύγανε. Είναι και αυτοί που έχουν μείνει μέχρι στιγμής τουλάχιστον, οι οποίοι κάποιοι, πολλοί από αυτούς δεν αντέχουν άλλο αυτή την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, με αποκλειστική θα έλεγα ευθύνη του κυρίου Κασσελάκη. Και με αυτή την έννοια ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στα πρόθυρα μιας κατάρρευσης και μιας μετατροπής του, αν θέλετε σε ένα κόμμα το οποίο δεν έχει καμία σχέση με την Αριστερά πλέον».
Συνέχισε λέγοντας πως: «Έχω γράψει διάφορα πράγματα αυτές τις τελευταίες μέρες, τον τελευταίο μήνα. Έχω συζητήσει με πολλούς ανθρώπους εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ. Έχω, προσπαθώ να αποκτήσω μια εικόνα όσο το δυνατόν πιο αποστασιοποιημένη, έτσι από εν θερμώ αντιδράσεις συναισθηματικού χαρακτήρα. Και καταλήγω σε μια κρίση. Η κρίση είναι ότι ο κύριος Κασσελάκης δεν μπορεί να είναι πρόεδρος ενός κόμματος της Αριστεράς και αντίστροφα ένα κόμμα της Αριστεράς δεν μπορεί να έχει πρόεδρο τον κύριο Κασσελάκη. Όσο συνυπάρχουν αυτά τα δύο, έστω τυπικά, το ένα θα επικρατήσει του άλλου και ο κύριος Κασσελάκης θα μετατρέψει το ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κόμμα δικό του. Δεν ξέρω σε ποια τοποθεσία θα το βάλει. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποβάλει προοπτικές τύπου Κασσελάκη. Το δεύτερο δεν το βλέπω. Δεν είναι εύκολο. Μετά από μια εκλογή όπου κέρδισε ο κύριος Κασσελάκης με 56%, να αποβληθεί ο κύριος Κασσελάκης. Έτσι αυτή τη στιγμή. Άρα αυτό που βλέπω είναι τη διάλυση κατά κάποιο τρόπο του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα της Αριστεράς».
- Διαβάστε επίσης: Πηγές ΣΥΡΙΖΑ: Aίτημα για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής για τα Τέμπη καταθέτει το κόμμα
Για το αν θα αποχωρήσει ή θα παραμείνει, απάντησε ότι: «Έτσι το βλέπω. Υπάρχει μια προοπτική αποχώρησης και πιστεύω πάρα πολλών ανθρώπων είναι υπαρκτή η προοπτική. Τα λένε τα ρεπορτάζ, τα λένε διάφοροι από δω και από κει. Γνώση έχω ότι αποχωρούν κατά ομάδες ή ατομικά πάρα πολλοί άνθρωποι στο ΣΥΡΙΖΑ. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι της αρμοδιότητας έτσι που έχει εξελιχθεί η τηλεόραση της αρμοδιότητας της τηλεόρασης, αλλά είναι πάρα πολλοί άνθρωποι, πολλοί αξιόλογοι σύντροφοι που αποχωρούν από όλες τις μεριές, από όλα τα μέρη της Ελλάδας, από όλες τις οργανώσεις μελών, είτε γράφοντας κάποιο κείμενο κριτικό, είτε και σιωπηλά κάποιες φορές».
Επίσης ανέφερε πως: «Απλώς δεν βλέπω τον εαυτό μου να ανήκει σ ένα τέτοιο κόμμα, σε ένα κόμμα. Από τον κύριο Κασσελάκη. Μετά το διάγγελμα του στον ελληνικό λαό και μετά την τοποθέτησή του στην Κεντρική Επιτροπή εισηγητικά», ενώ για την ομιλία του προέδρου στην ΚΕ σχολίασε: «Κοιτάξτε, ήταν αφ ενός ακραίο, ας το πούμε έτσι, ακραία καταγγελία, αλλά υπήρχαν ένα σύνολο από άλλες. Εύηχες τοποθετήσεις, καμαρίλα, γραφειοκρατία, συνωμοσιολογία, σάλτσες, Πουμαρό και ότι θέλετε. Και επειδή έχω μια σχέση με κείμενα, η φράση ότι κάποιο κείμενο που είναι λίγο μεγαλύτερο από όσο αντέχουν οι αντοχές ανάγνωσης του κ. Κασσελάκη να θεωρείται σάλτσα, είναι και λίγο και προσωπικά αν θέλετε προσβλητικό».
Ακολούθως ο κ. Μπαλτάς και για το ενδεχόμενο αποχώρησης και της κ. Αχτσιόγλου, ανέφερε πως: «Είμαστε στην αρχή της κρίσης, πιστεύω είμαστε στην αρχή της κρίσης. Θυμίζω ότι μια αποστροφή του κλεισίματος του κυρίου Κασσελάκη στην ομιλία του, αφού έγινε στην Κεντρική Επιτροπή στην οποία δεν ήμουν, είχα φύγει εγώ, ήταν ότι δεν υπάρχουν τάσεις παρά μόνο η λαϊκή πλειοψηφία, πως να το πω, η βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η φράση, εκτός από το ότι είναι ενάντια στο καταστατικό που αναγνωρίζει τυπικά την ύπαρξη τάσεων, είναι και μια βάση, ένας προάγγελος προθέσεων από τη στιγμή που προχώρησε σε αυτές τις απαράδεκτες διαγραφές τεσσάρων στελεχών χωρίς απολογία τελικά και απειλώντας με το δημοψήφισμα εάν τα αρμόδια όργανα του κόμματος δεν έβγαζαν την απόφαση που ήθελε ο κ. Κασσελάκης και αυτό ήταν το ζουμί της τοποθέτησής του.
Από εκεί και πέρα γίνεται ένα κόμμα ανεξέλεγκτα αρχηγικό, που σημαίνει ότι ο οποιοσδήποτε είτε εκφραστεί ως τάση είτε διαπιστώσει διαφωνίες κτλ. και αυτές δεν τύχουν της αντιμετώπισης που θα ήθελε ο κύριος Κασσελάκης από τα αρμόδια όργανα του κόμματος. Επιτροπή, καταστατικό και αρμόδιο πολιτικό όργανο. Ο κύριος Κασσελάκης θα προκαλέσει ένα δημοψήφισμα με το οποίο θα τους διαγράψει. Αυτά είναι η ουσία της τοποθέτησης του υπό τη σκέπη αυτής της απειλής, δεν μπορεί να γίνει καμία συζήτηση».
Για το προς τα που πιστεύει ότι κινείται ο ΣΥΡΙΖΑ, απάντησε: «Δεν θα το έλεγα προς τα δεξιά. Προς τα δεξιά θα έλεγα προς το πουθενά. Δηλαδή ο κύριος Κασσελάκης, απ’ ότι μας είχε πει από την αρχή περίπου, η πολιτική του εμπειρία συνίσταται ότι ήταν κάπου βοηθός στην προεκλογική εκστρατεία του Μπάιντεν και η πρώτη εικόνα ήταν ότι ήθελε να μετατρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ σε κάτι, σε αντίγραφο του Δημοκρατικού Κόμματος των Ηνωμένων Πολιτειών. Η τοποθέτησή του, η τελευταία εννοώ στο διάγγελμα και στην Κεντρική Επιτροπή, ξεπέρασε αυτό το όριο.
Δηλαδή, δεν νοείται καν στο Δημοκρατικό και στο Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, των Ηνωμένων Πολιτειών κάποιος πρόεδρος, η επικεφαλής, να απευθυνθεί σε αρμόδιο καταστατικά αρμόδιο όργανο του κόμματός του με αυτή τη φρασεολογία. Είναι αδιανόητο και μάλιστα να πει ότι δεν με νοιάζει καν τι θα πείτε, εγώ θα κάνω δημοψήφισμα. Αυτό τον μετατρέπει σε κάτι πρωτοφανές. Διότι ο κύριος Κασσελάκης κέρδισε την προεδρία μετά από εκλογές. Βεβαίως σε ένα κόμμα της Αριστεράς και δη της ριζοσπαστικής Αριστεράς, όπως λέει ο τίτλος του. Σε αυτού του είδους τα κόμματα τουλάχιστον, αλλά και σε όλα τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου, τέτοιες συμπεριφορές είναι αδιανόητες.
Με αυτή την έννοια δεν ξέρω τον κύριο Κασσελάκη, δεν ξέρω τις πολιτικές του απόψεις, δεν μας τις έχει πει ποτέ. Συνθήματα αναλαμβάνει εδώ, εκεί διαλέγει κάποτε τα μεν, κάποτε τα δε. Και από εκεί και πέρα δεν επιτρέπει καμιά πολιτικού τύπου συζήτηση. Τι εννοείς εδώ, Πως θα κάνεις εκείνο, Πώς το συνδέεις το Α με το Β. Αυτή η συζήτηση απαγορεύεται στο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή. Όλες οι αντιδράσεις, όχι μόνο του ιδίου, αλλά και των στελεχών που τον στηρίζουν είναι μη πολιτικές, είναι συναισθήματα, είναι ύβρις. Είναι τέτοια πράγματα».
Τέλος εξέφρασε την εκτίμηση ότι δεν νομίζει ότι η «ομπρέλα» θέλει να κάνει κόμμα.