Μέχρι τις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου, υποψήφιοι ευρωβουλευτές απαντούν σε 6 βασικές ερωτήσεις του Γιάννη Παπαγεωργίου για την επόμενη μέρα της Ένωσης, τις οικονομικές της προοπτικές και τη θέση της Ελλάδας σε αυτή. Ο Βασίλης Κοντοζαμάνης, υποψήφιος ευρωβουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία δίνει τις δικές του απαντήσεις.
Αξιολογεί την επιδίωξη αυτονομίας, αυτάρκειας και την ανταγωνιστικότητα ως τις βασικές προτεραιότητες της ΕΕ αλλά και την Ελλάδα για την επόμενη πενταετία. «Κάτω απ’ αυτή την τριπλή “ομπρέλα” μπαίνουν όλες οι ευκαιρίες και οι προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας», τονίζει.
Αναφερόμενος στον επόμενο προϋπολογισμό της Ένωσης και την ανάγκη χρηματοδότησης νέων προκλήσεων, όπως η ενίσχυση της Ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, επισημαίνει: «Πρώτη φορά, μπαίνει σοβαρά στο τραπέζι η ενιαία ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική. Ένα εγχείρημα το οποίο θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από ένα νέο αμυντικό ταμείο, απαλλάσσοντας τα κράτη μέλη από μέρος των αμυντικών τους δαπανών. Τα στοιχήματα της νέας ευρωπαϊκής πενταετίας συνδέονται άρρηκτα και με τις δικές μας εθνικές προτεραιότητες».
Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της ΕΕ που τα κράτη-μέλη θα κληθούν μέσα στα επόμενα χρόνια να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση για πρόσθετες πολλαπλές προκλήσεις. Τις ανάγκες για την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας, την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων που παράγονται εντός ΕΕ. Την ίδια ώρα, οι net contributors εμφανίζονται φειδωλοί σε ό,τι αφορά την ουσιαστική αύξηση του προϋπολογισμού της ΕΕ. Πώς θα προτείνατε να εξασφαλιστούν τα σημαντικά απαιτούμενα κονδύλια και ποιους συμμάχους θεωρείτε ότι θα βρουν οι προτάσεις σας εντός της Ένωσης;
Το επόμενο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα αποφασίσει για τον μακροχρόνιο προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2027 -2034. Ο μακροχρόνιος προϋπολογισμός, γνωστός και ως “πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο” διασφαλίζει τη χρηματοδότηση προγραμμάτων και πρωτοβουλιών σε όλους τους τομείς πολιτικής της Ένωσης. Από τη γεωργία και την περιφερειακή ανάπτυξη έως τη μετανάστευση. Οι δαπάνες οφείλουν να ευθυγραμμίζονται με τις πολιτικές προτεραιότητες της Ε.Ε. Η συζήτηση για το επόμενο επταετές σχέδιο δαπανών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο έχει ήδη αρχίσει. Χρειάζεται να μιλήσουμε και εμείς ως χώρα πιο ξεκάθαρα γι αυτό. Πρώτη φορά, μπαίνει σοβαρά στο τραπέζι η ενιαία ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική. Ένα εγχείρημα το οποίο θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από ένα νέο αμυντικό ταμείο, απαλλάσσοντας τα κράτη μέλη από μέρος των αμυντικών τους δαπανών. Τα στοιχήματα της νέας ευρωπαϊκής πενταετίας συνδέονται άρρηκτα και με τις δικές μας εθνικές προτεραιότητες. Χρειάζονται, συνεπώς, Ευρωομάδες, όπως η ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος που ανήκει και η Νέα Δημοκρατία, που αναγνωρίζουν και μπορούν να στηρίξουν όλα αυτά τα ζητήματα και να φέρουν λύσεις.
Περίπου το 80% των δημοσίων επενδύσεων της χώρας προέρχονται από την πολιτική συνοχής. Ήδη έχει ξεκινήσει ο διάλογος αναμόρφωσής της για την περίοδο 2028-2034. Ποιες βασικές αλλαγές θα επιδιώκατε και σε συνεργασία με ποιους; Θεωρείτε ότι η παρακαταθήκη της λειτουργίας Ταμείου Ανάκαμψης που ολοκληρώνεται το 2026 μπορεί να φανεί χρήσιμη στη συζήτηση αυτή; Και πώς βλέπετε την εξέλιξή του μετά το 2026;
Η Πολιτική Συνοχής ωφελεί περιφέρειες και πόλεις σε ολόκληρη την Ε.Ε. και συμβάλλει στην υποστήριξη της οικονομικής ανάπτυξης, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Σύμφωνα με στοιχεία της Έκθεσης για τα αποτελέσματα του προγραμματισμού της Πολιτικής Συνοχής, τα Προγράμματα της περιόδου 2021-2027 αναμένεται να δημιουργήσουν 1,3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας και να αυξήσουν το ΑΕΠ της Ένωσης κατά 0,5% κατά μέσο όρο έως το τέλος της δεκαετίας και έως 4% σε ορισμένα κράτη μέλη. Χρειάζεται να δούμε την Πολιτική της Συνοχής και υπό το πρίσμα του δημογραφικού. Όταν οι άλλοι γεννάνε, στην Ευρώπη γερνάμε και αυτό λέει πολλά για το μέλλον μας. Η άσκηση περιφερειακής πολιτικής έχει δύο κύριες γενεσιουργούς αιτίες: αφενός μεν αποτελεί το αντιστάθμισμα της πολιτικής για την ενδυνάμωση της ενιαίας αγοράς, αφετέρου συνιστά απτή εκδήλωση αλληλεγγύης. Η διαχρονική συνύπαρξη όλων αυτών των γενεσιουργών αιτιών και ετερογενών στόχων επέτρεψε στην Πολιτική Συνοχής να εξελιχθεί σε μια εμβληματική ευρωπαϊκή πολιτική που επί πολλά έτη καταλαμβάνει περί το ένα τρίτο του προϋπολογισμού της Ε.Ε. Σήμερα, καλούμαστε να αξιολογήσουμε τη λειτουργία και τα αποτελέσματα της και με τους κατάλληλους μετασχηματισμούς να προχωρήσουμε. Εύλογα, προκύπτει το ερώτημα για το εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις το Ταμείο Ανάκαμψης μπορεί να συμβάλει στην αναζήτηση, και εν τέλει στη διαμόρφωση, μιας αναθεωρημένης Πολιτικής Συνοχής. Κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί ήδη μέλος της Πολιτικής Συνοχής καθώς είναι ενταγμένο στο ΠΔΠ 2021-2027. Ωστόσο, το Ταμείο Ανάκαμψης δεν αποτελεί μέρος της στο μέτρο που η Πολιτική Συνοχής ταυτίζεται με την άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων. Διότι το Ταμείο Ανάκαμψης πρωταρχικά αποσκοπεί στην ενδυνάμωση της συναντίληψης για την αναγκαιότητα κοινής αντιμετώπισης των κοινών προβλημάτων, όπως η πανδημική κρίση. Το Ταμείο Ανάκαμψης, ανεξαρτήτως του εάν "ήρθε για να μείνει" ή αποτελεί μία ad hoc πολιτική, με την προσέγγιση την οποία εισάγει είναι σε θέση να επηρεάσει καθοριστικά την Πολιτική Συνοχής. Παράλληλα, μία ακόμη αλλαγή η οποία θα πρέπει να εξεταστεί προκύπτει από τον συνδυασμό της μέχρι σήμερα θετικής εμπειρίας από τη λειτουργία του Ταμείου Ανάκαμψης με την αντίστοιχη μάλλον δυσλειτουργική εμπειρία των Διαρθρωτικών Ταμείων.
Η Ελλάδα έχει θέσει ως στόχο τα επόμενα χρόνια τη σύγκλιση με τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών δεικτών σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας της. Το ίδιο και σε ό,τι αφορά τους δείκτες κοινωνικών ανισοτήτων. Με δεδομένα τα χαρακτηριστικά της οικονομίας αλλά και τη γεωγραφική της θέση της χώρας, υπάρχουν ρεαλιστικές πρωτοβουλίες που θα προτείνατε να αναληφθούν εντός των ευρωπαϊκών θεσμών οι οποίες θα ενίσχυαν τη θωράκιση της;
Γίνονται μεγάλα βήματα προς τη σύγκλιση και τα αποτελέσματα είναι εμφανή. Παρά τις εξωγενείς κρίσεις, η Ελλάδα μένει σταθερή στο στόχο της χάρη στις προσπάθειες της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Οι όποιες προτάσεις, αρχικά θα πρέπει να είναι υλοποιήσιμες και όχι ιδεατές και επιπλέον θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνική οικονομία και τις κοινωνικές ανισότητες. Βασικός σκοπός να ενδυναμωθεί η ανθεκτικότητα της χώρας μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών. Μία βασική κατεύθυνση των πρωτοβουλιών θα μπορούσε να είναι η άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων μέσω της αξιοποίησης κονδυλίων από αντίστοιχα προγραμμάτων μέσω της Πολιτικής της Συνοχής και των Κοινοτικών Ταμείων, που εστιάζουν στην ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη των απομακρυσμένων περιοχών.
Μία από τις σημαντικότερες συζητήσεις που έχει ξεκινήσει εντός ΕΕ είναι η ανάγκη εμβάθυνσής της. Αυτό ενέχει και την παράμετρο παραχώρησης δικαιωμάτων από τα κράτη-μέλη στον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις. Πώς αντιλαμβάνεστε τη συζήτηση αυτή; Θα μπορούσε η Ελλάδα να στηρίξει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις την άρση την αναγκαιότητας ομοφωνίας και υπό ποιες προϋποθέσεις;
H ευρωπαϊκή ολοκλήρωση παραμένει ζητούμενο. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε αρκετό δρόμο να διανύσουμε ακόμα. Υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα μεταξύ των 27 εταίρων, που συχνά λειτουργούν ως τροχοπέδη. Και ναι, σε πολλές περιπτώσεις η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας δυσκίνητος γραφειοκρατικός μηχανισμός. Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη πλευρά και εκεί πρέπει να επικεντρωθούμε. Ο Ζαν Μονέ γράφει: «Η Ευρώπη θα οικοδομηθεί μέσα από κρίσεις και θα είναι το άθροισμα των λύσεων που θα έχουν δοθεί στις κρίσεις αυτές». Η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι προϊόν μιας μεγάλης κρίσης, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αν κάτι μάθαμε από τις κρίσεις των τελευταίων ετών, είναι ότι χρειάζεται μια ενιαία ευρωπαϊκή φωνή και μια ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική σε όλους τους τομείς που επηρεάζουν τη ζωή και την καθημερινότητα του ευρωπαίου πολίτη. Η μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια, με τις αποκλίσεις και διαφορές της - όπως κάθε οικογένεια - είναι σήμερα επιτακτικά απαραίτητη. Είναι το δίχτυ ασφαλείας των ευρωπαίων πολιτών και ταυτόχρονα ένας
μεγάλος κοινός δρόμος προόδου και ανάπτυξης.
Η Ελλάδα σε απόλυτους αριθμούς διαθέτει περιορισμένη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, εκλέγει 21 από τους 720 ευρωβουλευτές. Η χώρα δεν έχει συνεπώς την πολυτέλεια να εκλεγούν και βρεθούν στις Βρυξέλλες ευρωβουλευτές με περιορισμένη γνώση των λειτουργιών των ευρωπαϊκών θεσμών. Κατά την άποψή σας, οι 21 αποτελούν περισσότερο «Εθνική Ομάδα» ή μέλη των ευρωομάδων τους; Αν εκλεγείτε πώς βλέπετε το ρόλο σας στο πλαίσιο αυτό;
Οι Έλληνες Ευρωβουλευτές πρωτίστως πρέπει να μεταφέρουν τη φωνή της Ελλάδας στην Ευρώπη και όχι το αντίθετο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργεί με μηχανισμούς και συσχετισμούς δυνάμεων. Χρειαζόμαστε συμμάχους για να ισχυροποιήσουμε τη θέση μας. Αυτή είναι η λογική. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ασφαλώς απαιτεί συναινέσεις και συγκλίσεις από τις πολιτικές ομάδες, καθώς καμία δεν διαθέτει πλειοψηφία. Οι Έλληνες Ευρωβουλευτές φορούν την εθνική φανέλα και οφείλουν να λειτουργούν ως εθνική ομάδα. Ωστόσο, καθοριστικό ρόλο σχηματίζουν και οι Ευρωομάδες, ειδικά τώρα που παρατηρούνται αναδυόμενες τάσεις ευρωσκεπτικισμού. Για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του μέλλοντος με αυτοπεποίθηση και αποτελεσματικότητα χρειάζονται Ευρωομάδες, όπως η συγκροτημένη και με προτάσεις ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, στην οικογένεια του οποίου ανήκει η Νέα Δημοκρατία.
Τέλος, μπορείτε να μου ιεραρχήσετε τις τρεις βασικές ελληνικές προτεραιότητες για την επόμενη θητεία των ευρωπαϊκών θεσμών; Σε ποια από αυτές θεωρείτε ότι μπορείτε να προσφέρετε περισσότερο και πώς;
Η επόμενη πενταετία είναι πενταετία προκλήσεων και αλλαγών. Η ταχύτητα που ο κόσμος μετασχηματίζεται είναι ιλιγγιώδης. Η Ευρώπη δεν μπορεί να κινείται με αργούς ρυθμούς. Πρέπει να αντιμετωπίσει με συντεταγμένο σχέδιο, όρους του μέλλοντος και κυρίως αποφασιστικότητα τις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής. Υπάρχουν τεράστια ζητήματα, λοιπόν, όπως το ζήτημα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και της πράσινης μετάβασης με δίκαιους όρους. Από την εξίσωση δεν μπορεί να λείπουν θέματα, όπως το μεταναστευτικό. Το ζήτημα της κοινής Άμυνας είναι πιο επιτακτικό από ποτέ. Αν θέλουμε να συγκεκριμενοποιήσουμε και να κατηγοριοποιήσουμε τις κρίσιμες στρατηγικές προτεραιότητες της επόμενης μέρας, τότε κατά τη γνώμη μου είναι τρεις: αυτονομία, αυτάρκεια, ανταγωνιστικότητα. Κάτω απ’ αυτή την τριπλή “ομπρέλα” μπαίνουν όλες οι ευκαιρίες και οι προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας.