Ολοκληρώθηκαν με επιτυχία οι εργασίες του διεθνούς συνεδρίου που οργάνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος την Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024, με θέμα «Δημόσιο Χρέος: Μαθήματα του παρελθόντος, Προκλήσεις του μέλλοντος», στο οποίο παρευρέθηκε πλήθος κόσμου από τον χώρο της οικονομίας και του τραπεζικού τομέα, καθώς και από πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα.
Τις εργασίες του συνεδρίου άνοιξε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος παρέθεσε μία σειρά από διδάγματα που προσέφερε η κρίση χρέους για την άσκηση οικονομικής πολιτικής, τόσο σε ελληνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ κατέληξε διαπιστώνοντας ότι «οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε σήμερα – από τα υψηλά επίπεδα χρέους έως την κλιματική κρίση, τους γεωπολιτικούς κινδύνους λόγω των πολεμικών συγκρούσεων, το γεωοικονομικό κατακερματισμό, τις δημογραφικές αλλαγές, τη χαμηλή παραγωγικότητα και τις τάσεις αντιστροφής της παγκοσμιοποίησης – απαιτούν συνεχή εγρήγορση και προσαρμοστικότητα. Σε περίπτωση που τα επίπεδα χρέους οδηγήσουν σε αυξανόμενες ευπάθειες, η ανάγκη για καινοτόμες και βιώσιμες δημοσιονομικές λύσεις θα είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Οι αποφάσεις που λαμβάνουμε σήμερα θα καθορίσουν όχι μόνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρώπης, αλλά και την ευημερία των μελλοντικών γενεών. Η επίτευξη της σωστής ισορροπίας ανάμεσα στην προώθηση της ανάπτυξης, τη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και την προστασία των μακροπρόθεσμων συμφερόντων των κοινωνιών μας δεν είναι εύκολο έργο, είναι ωστόσο ένα ζήτημα συλλογικής ευθύνης.»
Ο κεντρικός ομιλητής του συνεδρίου, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϋ, Barry Eichengreen, ανέτρεξε στην ιστορία του δημοσίου χρέους για να υπενθυμίσει ότι «σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, οι συνετές κυβερνήσεις φροντίζουν να δανείζονται· ωστόσο, μετά την πάροδο των έκτακτων συνθηκών, φροντίζουν επίσης να αποκαταστήσουν τα περιθώρια δανεισμού τους, μειώνοντας το δημόσιο χρέος». Η ιστορική εμπειρία φανερώνει επίσης «δύο κύριους παράγοντες που συσχετίζονται με τον ουσιαστικό περιορισμό του χρέους: ισχυρή οικονομική μεγέθυνση και μειωμένη πολιτική πόλωση». Η πρώτη μειώνει το βάρος του χρέους στην οικονομία, ενώ η δεύτερη επιτρέπει τη συγκρότηση της απαραίτητης συναίνεσης για δημοσιονομική πειθαρχία. Με δεδομένη την επιβράδυνση των ρυθμών μεγέθυνσης και την αύξηση της πολιτικής πόλωσης τα τελευταία χρόνια, ο ίδιος θεωρεί ότι πολλές χώρες θα δυσκολευτούν να μειώσουν το χρέος στο προσεχές μέλλον.
Τα διδάγματα από προηγούμενες μειώσεις χρέους βρέθηκαν στο επίκεντρο αρκετών ομιλητών. Ο Rui Esteves, καθηγητής στο Graduate Institute της Γενεύης, παρουσίασε συγκεντρωτικά δεδομένα από 183 χώρες για την περίοδο 1800-2019. Εντοπίζοντας εκατοντάδες περιπτώσεις μείωσης χρέους, επεσήμανε ότι οι μεγαλύτερες και συχνότερες μειώσεις χρέους προκύπτουν χωρίς την προσφυγή σε κάποια αναδιάρθρωση ή χρεοκοπία. Εστιάζοντας σε μία μεμονωμένη περίπτωση, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης, Tobias Straumann, αναφέρθηκε στην Συμφωνία του Λονδίνου, το 1953, με την οποία αναδιαρθρώθηκε το γερμανικό χρέος και αναβλήθηκε το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων. Μπορεί αυτή η γενναιοδωρία προς την ηττημένη Γερμανία να παρήγαγε μία δικαιολογημένη αίσθηση αδικίας, ωστόσο, συνέβαλε στην οικονομική ανασυγκρότηση και πολιτική επανένταξη της Δυτικής Γερμανίας, επιτρέποντάς της παράλληλα να προσφέρει σημαντικές ιδιωτικές αποζημιώσεις σε θύματα του Ολοκαυτώματος. Το παράδειγμα, κατά τον κ. Straumann, αναδεικνύει τα διλήμματα της διαχείρισης των μεταπολεμικών οφειλών, αλλά και τις ευεργετικές οικονομικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει μια γενναία αναδιάρθρωση χρέους.
Άλλοι ομιλητές επιχείρησαν να αμφισβητήσουν ορισμένα από τα «διδάγματα» του παρελθόντος. Ο καθηγητής του Université Libre de Bruxelles, Kim Oosterlinck, χρησιμοποίησε το παράδειγμα της Γαλλίας του 19ου αιώνα για να δείξει πώς «μια πολιτικά ισχυρή ομάδα εγχώριων ομολογιούχων μπορεί να εξαναγκάσει το κράτος να μην υιοθετήσει τις βέλτιστες πολιτικές», αμφισβητώντας έτσι την επάρκεια ενός θεσμικού πλαισίου που προστατεύει τα δικαιώματα των πιστωτών. «Τέτοιοι θεσμοί είναι ευεργετικοί για ένα κράτος μόνο στο βαθμό που τα συμφέροντα των ομολογιούχων ευθυγραμμίζονται με τα συμφέροντα του κράτος», επεσήμανε. Εστιάζοντας στην ελληνική εμπειρία μεταξύ 1824-1932, ο Επιστημονικός Υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας της Ελλάδος και Επίκουρος Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, Ανδρέας Κακριδής, επιχείρησε να ανασκευάσει την αντίληψη ότι η Ελλάδα υπήρξε διαχρονικά θύμα δυσβάστακτων δανείων και αρπακτικών δανειστών, που συνέβαλαν στην αποδυνάμωση του κράτους. Ίσα-ίσα, τον 19ο και πρώιμο 20ο αιώνα, ο δανεισμός επέτρεψε τη χρηματοδότηση των έκτακτων αναγκών που δημιουργούσε το Ανατολικό Ζήτημα.
Γενικότερα, «τα δάνεια βοήθησαν την κρατική εξουσία να χρηματοδοτήσει φιλόδοξα εγχειρήματα εκ των προτέρων, αλλά και να επιβάλει τα φορολογικά μέτρα που αυτά απαιτούσαν εκ των υστέρων». Επιπλέον, ο κ. Κακριδής τόνισε ότι η ελληνική οικονομία του 21ου αιώνα ήταν πολύ διαφορετική από αυτή του 19ου αιώνα και του Μεσοπολέμου, με αποτέλεσμα τα πτωχευτικά γεγονότα να έχουν ηπιότερες συνέπειες στο παρελθόν, απ’ ό,τι στο παρόν. «Οι διαφορές αυτές οφείλουν να μας καθιστούν πιο επιφυλακτικούς στις διαχρονικές συγκρίσεις», προσέθεσε.
Μεταβαίνοντας στην πιο πρόσφατη περίοδο της ελληνικής δημοσιονομικής ιστορίας, ο Σύμβουλος του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργος Χουλιαράκης παρουσίασε την Ανάλυση Βιωσιμότητας του Δημοσίου Χρέους που πραγματοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος. Βάσει αυτής, παρατήρησε πως, όσο θα υποχωρεί σταδιακά η θετική επίδραση που ασκεί στη μείωση του χρέους η διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια και τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, η περαιτέρω αποκλιμάκωση του χρέους θα εξαρτάται κυρίως από τη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του δύο τοις εκατό. Συμπλήρωσε μάλιστα ότι «προς αποφυγή δημοσιονομικής κόπωσης, είναι κρίσιμο να αυξηθεί, και να διατηρηθεί υψηλός, ο ρυθμός μεγέθυνσης του δυνητικού προϊόντος, ενώ εξίσου κρίσιμη είναι «η δίκαιη κατανομή του κόστους διατήρησης των πρωτογενών πλεονασμάτων στο επίπεδο του 2%, με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και προστασία των πιο ευάλωτων».
Ο καθηγητής στο European University Institute της Φλωρεντίας, και πρώην Γενικός Διευθυντής Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών Υποθέσεων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Marco Buti, αναφέρθηκε στους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, που υπερέχουν έναντι του παλαιού Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τόσο από πλευράς βιωσιμότητας χρέους και αντι-κυκλικής ευελιξίας, όσο και από πλευράς προώθησης επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων. Από την άλλη, «με δεδομένες τις τεράστιες επενδυτικές ανάγκες που αντιμετωπίζει η ΕΕ στο μέτωπο της ανταγωνιστικότητας, τη πράσινης μετάβασης, της οικοδόμησης κοινής άμυνας και της ενίσχυσης της στρατηγικής αυτονομίας, οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες πρέπει να συνοδευτούν από ένα μόνιμο, κεντρικό δημοσιονομικό εργαλείο, που θα μπορέσει να διαδεχθεί το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.» Το νέο εργαλείο, κατά τον κ. Buti, θα χρηματοδοτούσε την παροχή δημοσίων αγαθών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και έτσι «θα εξασφάλιζε κάθετο συντονισμό και θα συνέδραμε τον συμβιβασμό των εγχώριων προτεραιοτήτων με την παγκόσμια ατζέντα της ΕΕ».
Ο διευθυντής του Bruegel, στις Βρυξέλες, Jeromin Zettelmeyer, παρουσίασε εκτιμήσεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα χρειαστεί να εξασφαλίσουν ανεπτυγμένες χώρες με υψηλό χρέος, προκειμένου να σταθεροποιήσουν ή και να μειώσουν τον λόγο χρέους στο ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. Για να το πετύχουν αυτό, «αρκετές ανεπτυγμένες χώρες θα χρειαστεί να εφαρμόσουν μεγάλες δημοσιονομικές προσαρμογές (πάνω από 3,5% του ΑΕΠ)· τέτοιες προσαρμογές είναι ιστορικά αρκετά σπάνιες σε πολλές από αυτές τις χώρες». Επιπλέον, επεσήμανε τους κινδύνους που δημιουργεί το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης και η αυξανόμενη πολιτική πόλωση. Από την άλλη πλευρά, θεώρησε ενθαρρυντικό το γεγονός ότι τα περισσότερα Μεσοπρόθεσμα Δημοσιονομικά-Διαρθρωτικά Σχέδια (ΜΔΣ) που υποβλήθηκαν πρόσφατα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση.
Από την πλευρά του, το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Philip R. Lane χαιρέτισε την πρωτοβουλία της Τράπεζας της Ελλάδος να διοργανώσει το συνέδριο και προσέθεσε πως «είναι πολύ σημαντικό για τις κεντρικές τράπεζες να συμμετέχουν στη συζήτηση για το δημόσιο χρέος. Πέραν των άμεσων δημοσιονομικών ζητημάτων και των ζητημάτων που αφορούν τα δημόσια οικονομικά, το δημόσιο χρέος είναι πλήρως ενσωματωμένο στις συνολικές μακροοικονομικές προοπτικές, και μάλιστα αμφίδρομα. Μια ισχυρότερη μακροοικονομική προοπτική βοηθά τα δημόσια οικονομικά, αλλά και η σταθερότητα στα δημόσια οικονομικά είναι πραγματικά προϋπόθεση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τη σταθερότητα των τιμών».
Το συνέδριο έκλεισε με δύο συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης. Η πρώτη ήταν αφιερωμένη στην αλληλεπίδραση μεταξύ του χρέους και της νομισματικής πολιτικής. Σε αυτήν αντάλλαξαν απόψεις ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, Philip R. Lane, και ο πρώην Διοικητής της Τράπεζας της Ισπανίας, Pablo Hernández de Cos. Η δεύτερη συζήτηση ήταν αφιερωμένη στις γενικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία την προσεχή δεκαετία. Σε αυτήν συμμετείχαν ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας και ο Γενικός Διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), Νίκος Βέττας. Σχολιάζοντας την άνοδο της πολιτικής πόλωσης και του λαϊκισμού σε πολλές χώρες, στην κατακλείδα της συζήτησης, οι ομιλητές επεσήμαναν τη σημασία οι σύγχρονοι πολιτικοί να μη αρκούνται μόνο στην νηφάλια και τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία, αλλά να επιχειρούν να εμπνεύσουν τους πολίτες με ένα θετικό όραμα για το μέλλον, ικανό να υπερκεράσει τον φόβο που εκπέμπουν τα εκάστοτε πολιτικά άκρα.