Επί ποδός βρίσκεται η Ευρώπη για να ενισχύσει την ασφάλειά της, διοχετεύοντας δισεκατομμύρια δολάρια στην αμυντική βιομηχανία, εν μέσω ωστόσο πολλών ερωτηματικών για τις ικανότητές της να στηριχθεί μόνο σε ευρωπαϊκό αμυντικό εξοπλισμό.
Την περασμένη εβδομάδα, η κοινοβουλευτική ψηφοφορία για την ιστορική μεταρρύθμιση του φρένου χρέους άνοιξε το δρόμο για αύξηση των αμυντικών δαπανών στη Γερμανία. Ξεχωριστά, ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Kιρ Στάρμερ δεσμεύτηκε να αυξήσει τις εθνικές δαπάνες της Βρετανίας για την άμυνα και η ΕΕ να κινητοποιήσει έως και 800 δισ. ευρώ σε μια προσπάθεια να αυξήσει επειγόντως τις δαπάνες για την άμυνα και την ασφάλεια της ΕΕ.
Η ΕΕ θα ακολουθήσει το παράδειγμα της Γερμανίας και θα εξαιρέσει εν μέρει τις αμυντικές δαπάνες από τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι καμία επένδυση δεν θα απαλλάξει σύντομα την ΕΕ από την αμερικανική της εξάρτηση. Αναλυτές επισημαίνουν ότι είναι αναπόφευκτο οι αμερικανικές αμυντικές βιομηχανίες να επωφεληθούν από αυτή την τεράστια κινητοποίηση της ΕΕ, σύμφωνα με το CNBC.
Η ΕΕ έχει υπογραμμίσει ότι θα προτάξει τις ευρωπαϊκές αγορές μέσω ενός συστήματος κοινών προμηθειών. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δήλωσε μετά την τελευταία σύνοδο κορυφής του Μαρτίου ότι τα δάνεια μέσω του SAFE, ύψους 150 δισ. ευρώ, πρέπει να επενδύονται από κοινού στην ευρωπαϊκή αμυντική παραγωγή. Διευκρινίζεται ότι η Νορβηγία και η Ισλανδία μπορούν ήδη να συμμετάσχουν άμεσα, δεδομένου ότι είναι μέλη της ενιαίας αγοράς της ΕΕ. Άλλες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς ή η Τουρκία, μπορούν να παράσχουν άμεσα έως και το 35% ενός αμυντικού προϊόντος, ενώ για να αυξηθεί η συμμετοχή πέραν του 35%, είναι απαραίτητη μια εταιρική σχέση ασφάλειας και άμυνας και μια επακόλουθη συμφωνία.
Σε περίπτωση λοιπόν που η ΕΕ πάψει να αγοράζει αμυντικό εξοπλισμό από τις ΗΠΑ, στο κάδρο μπαίνει η Τουρκία και ταυτόχρονα και πολλά ερωτήματα για το πόσο εξαρτημένη μπορεί να καταστεί η Ευρώπη από τη γείτονα χώρα, που είναι προμηθευτής αμυντικού εξοπλισμού. Επιπλέον, θα χρειαστεί δεκαετίες για να μπορέσει να καλύψει το τεράστιο χάσμα στις αμυντικές τεχνολογίες από μία αποχώρηση των ΗΠΑ. Ποιες λοιπόν είναι οι επιλογές για τους Ευρωπαίους;
Προτεραιότητα στις ευρωπαϊκές εταιρείες
Κορυφαίοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και εταιρείες έχουν καταστήσει σαφές ότι θέλουν να κρατήσουν τα χρήματα εντός των ευρωπαϊκών συνόρων. Σε επίσημη ενημέρωση για τη στρατηγική της ΕΕ για την άμυνα την περασμένη εβδομάδα, η Κομισιόν κάλεσε τα κράτη μέλη να ξοδέψουν περισσότερα, να συνεργαστούν και να δώσουν προτεραιότητα στις ευρωπαϊκές εταιρείες.
Ο διευθύνων σύμβουλος της γαλλικής αμυντικής βιομηχανίας Thales, Πατρίς Κέιν, δήλωσε στο CNBC ότι η Ευρώπη θα πρέπει να πάρει τη μοίρα της στα χέρια της και να προσπαθήσει να συντηρήσει νέους αμυντικούς προϋπολογισμούς στην περιοχή. Η Γαλλία υπήρξε από τις ισχυρότερες φωνές υπέρ της αγοράς ευρωπαϊκού αμυντικού εξοπλισμού, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι διαθέτει ένα ισχυρό αμυντικό βιομηχανικό σύμπλεγμα και είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγός όπλων στον κόσμο, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης.
«Είναι απλώς μια πολιτική βούληση να αγοράσουμε όλο και περισσότερα από ευρωπαίους προμηθευτές παρά από προμηθευτές που εδρεύουν εκτός Ευρώπης. Οι ΗΠΑ προμηθεύουν τα συστήματα αμυντικού εξοπλισμού τους από προμηθευτές των ΗΠΑ… Η Αυστραλία κάνει το ίδιο, το Ηνωμένο Βασίλειο το ίδιο, οπότε γιατί η Ευρώπη να το κάνει διαφορετικά;», είπε χαρακτηριστικά. Ένα όμως ακόμη ερώτημα που προκύπτει στο σημείο αυτό είναι κατά πόσο η Γαλλία διαθέτει τη στρατιωτική ικανότητα να ηγηθεί μιας κοινής αμυντικής πρωτοβουλίας;
Εξαιρετικά δύσκολη η αμυντική αποσύνδεση
Αν και η ΕΕ φαίνεται δεσμευμένη να δαπανήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του νέου αμυντικού της κεφαλαίου στην Ευρώπη, η διατήρηση των προμηθειών αποκλειστικά εντός της περιοχής θα απαιτούσε μια σημαντική αλλαγή. Αρκετοί αμυντικοί γίγαντες των ΗΠΑ καταλαμβάνουν επί του παρόντος μεγάλο χώρο στην ευρωπαϊκή στρατιωτική αλυσίδα εφοδιασμού.
Για παράδειγμα, η Lockheed Martin, με έδρα το Μέριλαντ, είναι προμηθευτής στην Ευρώπη για περισσότερες από επτά δεκαετίες. Τα τελευταία χρόνια, η εταιρεία συνεργάστηκε με τη Rheinmetall για να παράσχει στη Γερμανία ένα προσαρμοσμένο σύστημα πυραυλικού πυροβολικού, ξεκίνησε την παραγωγή ενός συστήματος πυραύλων πολλαπλής εκτόξευσης HOMAR-A για την πολωνική κυβέρνηση και πώλησε κοινούς πυραύλους αέρος-εδάφους Standoff στην Ολλανδία.
Επίσης, ο αμερικανικός αμυντικός γίγαντας Northrop Grumman είναι ένας άλλος σημαντικός προμηθευτής των ευρωπαϊκών στρατευμάτων που τροφοδοτεί τα βασικά συστήματα διοίκησης και ελέγχου (C2) για το ΝΑΤΟ και το υπουργείο Άμυνας της Βρετανίας για 25 χρόνια.
Από τις αρχές του τρέχοντος έτους, η Raytheon της RTX - με έδρα το Άρλινγκτον της Βιρτζίνια - κέρδισε συμβόλαιο 529 εκατ. δολαρίων για την αναπλήρωση του ολλανδικού συστήματος αεράμυνας Patriot, καθώς και σύμβαση 946 εκατ. δολαρίων για την προμήθεια συστημάτων αεράμυνας στη Ρουμανία.
Ο Μάικλ Γουίτ, καθηγητής διεθνών επιχειρήσεων και στρατηγικής στο Business School του King's College London's, δήλωσε επίσης στο CNBC ότι η αμυντική αποσύνδεση μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ θα είναι εξαιρετικά δύσκολη βραχυπρόθεσμα.
«Έτσι, κάποια χρήματα σίγουρα θα πάνε στους προμηθευτές των ΗΠΑ. Όμως, μακροπρόθεσμα, η ευρωπαϊκή άμυνα πρέπει να σταθεί στα πόδια της, με όσο το δυνατόν λιγότερη συμβολή των ΗΠΑ, επειδή η συνεργασία για την ασφάλεια από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη».
«Ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα μπορούσαν να έχουν οι δαπάνες για πυρηνικά όπλα για την αντικατάσταση της ομπρέλας των ΗΠΑ πάνω από την Ευρώπη», πρόσθεσε ο Γουίτ.
«Το να συνεχίσουμε να βασιζόμαστε στις ΗΠΑ φαίνεται επικίνδυνη επιλογή», ανέφεραν ερευνητές του think tank Chatham House, σε δηλώσεις τους επίσης στο CNBC. «Η πρώτη κυβέρνηση Τραμπ μπορεί να έστειλε κάποια προειδοποιητικά σήματα, όμως η δεύτερη θητεία του μπορεί να αντανακλά βαθύτερες μακροπρόθεσμες αλλαγές στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ… η διερεύνηση επιλογών για την ανάπτυξη δυνατοτήτων με ευρωπαίους συμμάχους μπορεί να είναι η επόμενη λογική κίνηση».
Ο Τόμπιας Έλγουντ, πρώην πολιτικός του Ηνωμένου Βασιλείου που κατείχε ανώτερη θέση στο υπουργείο Άμυνας της Βρετανίας, είπε ότι ήρθε η ώρα και για το Ηνωμένο Βασίλειο να εξετάσει το ενδεχόμενο μείωσης της εξάρτησής του από αμερικανικές αμυντικές προμήθειες.
Προβλήματα παραγωγικής ικανότητας
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει ακόμη ένα εμπόδιο στους στόχους δαπανών της, σύμφωνα με τον Τιερί Γουίζμαν, στρατηγικό αναλυτή της Macquarie Group. Είπε στο CNBC ότι απλώς «δεν υπάρχει η αναγκαία παραγωγικότητα ικανότητα» για να εμποδίσουμε τους νέους προϋπολογισμούς ασφαλείας να φτάσουν σε αμερικανικές εταιρείες.
«Οι οικονομίες κλίμακας στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, η εξαιρετικά εξειδικευμένη φύση αυτού που κατασκευάζεται και η ανάγκη να εφαρμοστούν τα πρότυπα του ΝΑΤΟ και η συμβατότητα με τα συστήματα των ΗΠΑ, που θα εξακολουθούν να υπάρχουν στην Ευρώπη - όλα αυτά δείχνουν ότι ένα μεγάλο μέρος του αμυντικού προϋπολογισμού μπορεί να κατευθυνθεί προς τις ΗΠΑ», είπε.
«Επιθετική» σύναψη συμφωνιών
Ακόμη και αν επιλυθούν ζητήματα παραγωγικής ικανότητας και εφοδιαστικής αλυσίδας, οι αμερικανικές εταιρείες θα μπορούσαν να κάνουν στρατηγικές κινήσεις για να αποφύγουν τον αποκλεισμό από την αυξανόμενη πηγή κεφαλαίου στην Ευρώπη, δήλωσε στο CNBC ο Μπιλ Φάρμερ, διευθύνων σύμβουλος στην επενδυτική τράπεζα Brown Gibbons Lang & Company (BGL).
«Οι προϋπολογισμοί αλλάζουν και συνεπώς υπάρχει μια τεράστια ευκαιρία για αυξημένες επενδύσεις σε κεφάλαια εκεί. Επομένως, νομίζω ότι θα μπορούσατε ενδεχομένως να δείτε κάποιες εξαγορές αρκετά αξιοπρεπούς μεγέθους στην Ευρώπη», ανέφερε, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι αμερικανικές αμυντικές εταιρείες θα ήταν «αρκετά επιθετικές» στην επιδίωξη συμφωνιών με τους ευρωπαίους ομολόγους τους. «Leonardo, Rolls Royce, Airbus, Safran, Thales - όλα αυτές έχουν τεράστιες ευκαιρίες μπροστά τους. Και έτσι νομίζω ότι θα δείτε αμερικανικές εταιρείες να συζητούν για επενδυτικές ευκαιρίες για να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτήν την αγορά».