Με την κυβέρνηση να αμφιταλαντεύεται, όπως δείχνουν οι αντιφατικές δηλώσεις Τσίπρα, ως προς τη στρατηγική της για το θέμα του χρέους, ο χρόνος μετρά ήδη αντίστροφα έως το Eurogroup της 15ης Ιουνίου, όταν και θα πρέπει να λυθεί οριστικά ο γόρδιος δεσμός. Είτε με μία συμφωνία για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους είτε με την επ' αόριστον αναβολή της και την αποχώρηση του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα.
Επισήμως πάντως, η κυβέρνηση διαβεβαιώνει πως δεν έχει μετακινηθεί από τη θέση της για «καθαρή λύση» και έτσι ο Αλέξης Τσίπρας επανέλαβε χθες βράδυ, από το βήμα του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, τις εκκλήσεις του προς τους εταίρους να δώσουν στην Ελλάδα αυτό που της αναλογεί, ως προς τη ρύθμιση του χρέους. Λίγες ώρες νωρίτερα, όμως, ο ίδιος είχε αφήσει να εννοηθεί πως εξετάζει ακόμη και ένα συμβιβασμό και την αποδοχή της πρότασης Σόιμπλε, την οποία απέρριψε στη συνεδρίαση του Eurogroup την περασμένη Δευτέρα. «Αν θέλαμε να έχουμε αποδεχθεί την πρόταση, θα το είχαμε κάνει», διαβεβαίωναν πάντως κυβερνητικά στελέχη.
Υπάρχει λοιπόν ενδεχόμενο να την αποδεχθεί η κυβέρνηση έως τις 15 Ιουνίου; Ακόμη και αν η απάντηση είναι θετική, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος να χαθεί οριστικά η προοπτική της ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ. Ενδεχόμενο το οποίο υπάρχει, βέβαια, και στην περίπτωση ναυαγίου στο Eurogroup και αποχώρησης του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα.
Από την πλευρά της, η ΕΚΤ επιμένει ότι αυτό που χρειάζεται για την απόφαση ένταξης στο QE είναι η συγκεκριμενοποίηση των μέτρων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, προϋπόθεση που δεν ικανοποιείται με την πρόταση Σόιμπλε - ούτε, όμως, και με την αποχώρηση του ΔΝΤ από το πρόγραμμα, αφού αυτή θα έχει προκύψει από την επ' αόριστον αναβολή των αποφάσεων για το χρέος.
Επομένως, η κυβέρνηση δείχνει να βρίσκεται όχι απλώς ανάμεσα σε συμπληγάδες, αλλά εγκλωβισμένη στο δικό της αφήγημα: αυτό της ένταξης στο QE, ως ώθηση για την πορεία ανάταξης που πρέπει να ακολουθήσει η οικονομία. Και η προοπτική απεμπλοκής - άρα, και η ένταξη στο QE -προϋποθέτουν μια συμφωνία για το χρέος που θα ικανοποιεί όλες τις πλευρές. Τούτο φαντάζει ιδιαίτερα δύσκολο αυτή τη στιγμή, με δεδομένη τη στάση που τηρούν τόσο το Βερολίνο όσο και η Ουάσιγκτον. Γι' αυτό και χθες ο κ. Τσίπρας μίλησε για έξοδο στις αγορές όχι τον προσεχή Ιούλιο, αλλά μετά το τέλος του προγράμματος, το καλοκαίρι του 2018, και δανεισμό με λογικά επιτόκια, μετατοπίζοντας ουσιαστικά το βάρος του κυβερνητικού αφηγήματος από το χρέος στην έξοδο στις αγορές. Μια ανάγκη, η οποία θα καταστεί επιτακτική για την Ελλάδα την επόμενη χρονιά, δεδομένων των μεγάλων χρηματοδοτικών αναγκών που έχει το 2019, με τα σενάρια για «προληπτική γραμμή στήριξης» ή ακόμη και ένα νέο μνημόνιο να δίνουν και να παίρνουν.