Είναι σαφώς νωρίς για να γίνει η αποτίμηση της επίσκεψης του Τούρκου Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα, μιας και εκκρεμεί ακόμα η άνοδός του στη Θράκη που με τη σειρά της μπορεί να επιφυλάσσει εκπλήξεις, πλην όμως από τις χθεσινές επαφές του δεν προκύπτει σε καμία περίπτωση εικόνα γεφύρωσης του ελληνοτουρκικού χάσματος για μια σειρά ζητημάτων.
Και μπορεί σε ορισμένα ζητήματα, όπως για παράδειγμα στη διαχείριση του προσφυγικού και στη διμερή οικονομική και πολιτική συνεργασία, οι κ.κ. Τσίπρας και Ερντογάν να βρήκαν πεδίο συνεννόησης-κάτι που φάνηκε από την αναφορά του κ. Τσίπρα περί διαχείρισης μεγάλου βάρους στο προσφυγικό και από τις δύο χώρες, αλλά και από την προαναγγελία της διενέργειας Ανώτατου Συμβουλίου Ελληνοτουρκικής Συνεργασίας στο εγγύς μέλλον-, αλλά σε μια σειρά άλλων θεμάτων, η απόσταση παραμένει και, ίσως να μεγάλωσε.
Βέβαια, άποψη του Μεγάρου Μαξίμου είναι ότι, πέρα από τις λεκτικές ακροβασίες, η επίσκεψη του Τούρκου παρήγαγε και ουσιαστικά αποτελέσματα. Το πρώτο και βασικότερο, σύμφωνα με το Μαξίμου, είναι ότι άνοιξε εκ νέου ένας δίαυλος επικοινωνίας με την Τουρκία. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσουν από την κυβέρνηση την επανεκκίνηση των συνομιλιών για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και Ασφάλειας που είχαν ατονήσει το τελευταίο διάστημα, αλλά και την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για την ατζέντα. Είναι, βέβαια, ιδιαίτερα ενδιαφέρον το ζήτημα της επανεκκίνησης των συνομιλιών για την υφαλοκρηπίδα, εφόσον η Τουρκία δεν έχει μεταβάλλει τη στάση της επί του ζητήματος, ενώ ο κ. Ερντογάν θέτει και ζήτημα επικαιροποίησης της Συνθήκης της Λωζάνης την ίδια ώρα.
Από εκεί και πέρα, δεν φαίνεται πως παράγεται κάποιο άλλο απτό αποτέλεσμα από τις μέχρι στιγμής συνομιλίες και επίσημες επαφές του κ. Ερντογάν. Βεβαίως και με δεδομένο ότι ο Τούρκος Πρόεδρος δεν ερχόταν στην Αθήνα εξ’ αρχής με κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο στην ατζέντα, είναι σαφές πως και η Αθήνα ήθελε να διερευνήσει ευρύτερα τις προθέσεις του για την κατάσταση στην περιοχή, ιδίως σε μια περίοδο που η Τουρκία έχει προβλήματα στο εσωτερικό της. Πλην όμως, με τη σειρά του ο κ. Ερντογάν, ο οποίος είναι εξαιρετικά έμπειρος στο πολιτικό παζάρι, ήρθε στην Αθήνα για να θέσει αυτός ζητήματα, ανοίγοντας μπροστά στον Προκόπη Παυλόπουλο και στον Αλέξη Τσίπρα όλο το θεματικό φάσμα της ατζέντας του. Συνοπτικά, ο κ. Ερντογάν έθεσε από το ζήτημα της επικαιροποίησης της Συνθήκης της Λωζάνης και την απευθείας εκλογής των μουφτήδων, ως την οικονομική κατάσταση των μουσουλμάνων της Θράκης. Δεν παρέλειψε, δε, να κάνει λόγο και για «τουρκική» μειονότητα στη Θράκη, επικαλούμενος νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σε αντίθεση πάντως με τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο κ. Ερντογάν επεδίωξε να κερδίσει αυτός το πολιτικό momentum και να ορίσει το πολιτικό πλαίσιο της συζήτησης, ήδη από την αντιφώνησή του προς τον Προκόπη Παυλόπουλο. Παρά ταύτα, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όσο και ο Πρωθυπουργός απάντησαν με σαφήνεια, επαναλαμβάνοντας ρητά και κατηγορηματικά τις ελληνικές θέσεις ενώπιον του κ. Ερντογάν. Πλην όμως, μπορεί η ελληνική πλευρά να έδωσε απαντήσεις, είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις θα ενισχυθούν το αμέσως επόμενο διάστημα και μάλιστα σε μια περιοχή υψηλών προκλήσεων στην ευρύτερη περιοχή μας.
Την ίδια ώρα, τόσο στο προσκήνιο όσο και στο παρασκήνιο, φούντωνε η συζήτηση περί ελλιπούς προετοιμασίας σε διπλωματικό επίπεδο για την επίσκεψη Ερντογάν. Πέραν της διαρροής κυβερνητικών πηγών πως ο ΠτΔ εξέφρασε τις πάγιες εθνικές θέσεις, αμέσως μετά τη συνάντηση Παυλόπουλου-Ερντογάν, έτερες πηγές προσέθεταν ότι η εν λόγω κριτική είναι ανυπόστατη, μιας και έχει προηγηθεί εκτεταμένη προετοιμασία, επί της ουσίας, μεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας, με τη συμμετοχή και των διπλωματικών γραφείων του Πρωθυπουργού και του Προέδρου της Δημοκρατίας. Μάλιστα, επί του θέματος, ανακοίνωση εξέδωσε το βράδυ και το υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο εξαπέλυσε επίθεση στην αντιπολίτευση για τη στάση της.