Με δεδομένο ότι πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, οφείλω να ομολογήσω ότι συμφωνώ απόλυτα με την παρατήρηση που εύστοχα μου μετέφερε πρόσφατα Έλληνας τεχνοκράτης με σημαντικό ρόλο στις Βρυξέλλες.
Κάθε υπουργός, σε οποιοδήποτε χαρτοφυλάκιο, ζητά κονδύλια προκειμένου να πετύχει τον δικό του εγχώριο σχεδιασμό στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Και τα κονδύλια καλούνται να τα βρούνε οι υπουργοί Οικονομικών. Αντίθετα, όσοι έχουν τα κλειδιά του ταμείου κάθε χώρας σκέφτονται αντιστρόφως. Γνωρίζουν το προς διάθεση budget και αναζητούν ποιο το μέγιστο όφελος που μπορούν να πετύχουν με αυτό.
Για λόγους οικονομίας χώρου, καταγράφω ότι ο δεύτερος τρόπος είναι ο πλέον εποικοδομητικός αν μία χώρα θέλει να πετύχει σε εύλογο χρόνο τους βασικούς της στόχους. Και επειδή ούτε η Ελλάδα αλλά ούτε και η ΕΕ διαθέτουν ανεξάντλητους πόρους, επανέρχομαι σε ένα ζήτημα που είχαμε καταγράψει μετά από πρόσφατη επίσκεψή μας στις Βρυξέλλες και κατέστη εκ νέου επίκαιρο με την είδηση της εξαγοράς της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή από τη Masdar.
Η πρόταση για ενεργειακή διασύνδεση της Ευρώπης
Το ACER, η αρμόδια Αρχή της ΕΕ για την Ενέργεια (Agency for the Cooperation of Energy Regulators) έχει ήδη καταγράψει την ανάγκη χρήσης κοινού ηλεκτρικού δικτύου από τις χώρες της Ένωσης. Η πρόταση αυτή έχει -σύμφωνα με τους ειδικούς- τουλάχιστον δύο βασικά χαρακτηριστικά. Περιορισμένο κατά το δυνατό ρίσκο σε θέματα ενεργειακής επάρκειας μέσω ΑΠΕ και σημαντική εξοικονόμηση πόρων.
Ίσως ακόμα σημαντικότερο είναι ότι ένας τέτοιος σχεδιασμός μπορεί να βρει ευρεία αποδοχή ανάμεσα στα 27 κράτη-μέλη. Σημείωση: κράτη – μέλη, όχι απαραίτητα τους υπουργούς ενέργειας που τα εκπροσωπούν. Άνθρωποι με καλή γνώση του θέματος από τις Βρυξέλλες επεσήμαιναν ότι ορισμένοι από τους net contributors θα έβλεπαν με καλό μάτι τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού δικτύου που θα κατανάλωνε σχεδόν σε real time την παραγωγή ηλεκτρισμού από ΑΠΕ είτε αυτές βρίσκονται στις θάλασσες του ευρωπαϊκού νότου είτε σε θάλασσες και στεριά του ευρωπαϊκού βορρά. Μία τέτοια επένδυση θα περιόριζε σημαντικά το ρίσκο της ενεργειακής ασφάλειας και θα μείωνε δραστικά τις δαπανηρές απαιτήσεις για αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας.
Με μία πρώτη ματιά, η Ελλάδα όχι μόνο ευνοείται από μία τέτοια εξέλιξη αλλά πρακτικά γίνεται μέρος μίας λύσης που αναβαθμίζει το ρόλο της από κάθε άποψη: ενεργειακή, οικονομική γεωπολιτική. Και οι πρώτες ενδείξεις θέλουν τη χώρα να υποστηρίζει μία τέτοια μετάβαση.
Ωστόσο, όπως κάθε διαπραγμάτευση εντός των 27, η επιτυχής κατάληξη ενός τέτοιου εγχειρήματος εξαρτάται αφενός μεν από τα εγχώρια συμφέροντα (π.χ. από τη μεταβατική υποστήριξη έργων φυσικού αερίου έως την υποστήριξη λύσεων «καθαρής» πυρηνικής ενέργειας) καθώς και από την άρνηση αρκετών εκ των υπουργών ενέργειας να «παραχωρήσουν» μέρος του χαρτοφυλακίου τους στους υπουργούς οικονομικών (με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την ενεργειακή αγορά κάθε κράτους μέλους). Εκ των πραγμάτων, οποιαδήποτε συμφωνία προϋποθέτει συναντίληψη και συμπόρευση των δύο υπουργείων. Κάποιες χώρες φαίνεται να το έχουν ήδη πετύχει.
Συνοψίζοντας, επανερχόμαστε στην αρχική μας διαπίστωση, η οποία και εν πολλοίς θα δώσει τον τόνο σε σειρά ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών την επόμενη πενταετία. Είναι θεμιτό να αναζητάς πόρους για να πετύχεις το μέγιστο δυνατό των στόχων σου. Είναι ρεαλιστικό να γνωρίζεις τους πόρους που διαθέτεις προκειμένου να πετύχεις αυτούς που έχουν προτεραιότητα.
Διαβάστε περισσότερα άρθρα της στήλης ΑΘΗΝΑ-ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.