Το Οικονογράφημα τις τελευταίες ημέρες έχει «ψαρέψει» στα γραφόμενα διεθνώς και στις οικονομικές αναλύσεις που κυκλοφορούν, μία επισήμανση η οποία αποκτά ολοένα και περισσότερους «οπαδούς» όσο αφορά τον πληθωρισμό και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Παρατίθεται μία από τις αναφορές αυτές – πολύ προσεκτική στη διατύπωσή της - μετά την ανακοίνωση των τελευταίων στοιχείων για την Μ. Βρετανία, αλλά και τη δημοσίευση (χθες) των πρακτικών της FOMC από τις ΗΠΑ: «Υπήρξαν ενδείξεις ότι οι παγκόσμιοι παράγοντες του πληθωρισμού αντικαθίστανται από εγχώριους…» (John Authers/Bloomberg).
Με διαφορετικές διατυπώσεις η ίδια προσέγγιση εντοπίζεται σε αρκετές αναλύσεις που διαπιστώνουν ότι καθώς ο χρόνος κυλάει τα χαρακτηριστικά των πληθωριστικών πιέσεων αποκτούν ολοένα και περισσότερο «εθνικά» χαρακτηριστικά. Ήτοι οι πληθωριστικές πιέσεις είτε αυξάνονται, είτε μειώνονται συνδέονται πλέον με διαφορετικά στοιχεία της οικονομίας, πέρα από το τι συμβαίνει στις ενεργειακές τιμές.
Σε άλλες χώρες οι τιμές των σπιτιών και τα ενοίκια είναι περισσότερο σημαντικές στα χαρακτηριστικά του πληθωρισμού, σε άλλες οι τιμές τροφίμων, αλλού στις υπηρεσίες, κ.λ.π. Και από κάθε άποψη η προσαρμογή αυτή είναι αναμενόμενη μεν αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αποκτά μεγαλύτερη σημασία.
Και αυτό για δύο λόγους.
Ο ένας είναι ότι δεν επηρεάζονται όλες οι οικονομίες από τις διεθνείς αιτίες του πληθωρισμού με τον ίδιο τρόπο, π.χ. ενέργεια, τρόφιμα, μεταφορές.
Ο δεύτερος όμως, ίσως είναι ακόμα σημαντικότερος, καθώς αφορά τις πολιτικές ανάσχεσης του πληθωρισμού, οι οποίες αντίθετα από τον «εγχώριο» χαρακτήρα της προσαρμογής έχουν υπερεθνική κατεύθυνση, ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη, όπου η κρίση αυτή βρίσκει διαφορετικές οικονομίες σε διαφορετική κατάσταση, αλλά τις υποχρεώνει όλες, οριζόντια, να αντιμετωπίσουν την ίδια νομισματική πολιτική, αυτή της αύξησης του κόστους του χρήματος και την μείωσης της διαθεσιμότητάς τους.
Ειδικά για οικονομίες όπως η ελληνική, περισσότερο από όσο η ιταλική ή η ισπανική, αυτή η «εθνικοποίηση» των χαρακτηριστικών του πληθωρισμού, εφόσον επιβεβαιωθεί - παρά το προφανές της αιτίας της – σημαίνει πως η αντιμετώπιση του πληθωρισμού δεν μπορεί να είναι η απλή ακολουθία των γενικών παρεμβάσεων στην Ευρωζώνη.
Είναι ήδη «εκκωφαντικό» το γεγονός, παρά την αποσιώπησή του, ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα ακριβώς λόγω της δομικής αδυναμίας του (μειούμενη εγχώρια παραγωγική διαδικασία, υπερχρέωση, εκτεταμένος τομέας υπηρεσιών, κ.λ.π.) ήταν και παραμένει ο ταχύτερα αυξανόμενος στην Ευρωζώνη μέσα στο τελευταίο δωδεκάμηνο!
Είναι επίσης σαφές και διαπιστωμένο ότι ο εισαγόμενος πληθωρισμός στις τιμές της ενέργειας δεν συμβαδίζει με τον πληθωρισμό που καταλήγει να επηρεάζει την οικονομική δραστηριότητα και τις μεταφορές.
Και πολλά – πολλά άλλα, για τα οποία τόσο η ΤτΕ όσο και ο ΙΟΒΕ ή το ΚΕΠΠΕ θα πρέπει να ασχοληθούν διεξοδικά προκειμένου να προσανατολισθεί η πολιτική αντιμετώπισης τουλάχιστον της υπερβάλλουσας πληθωριστικής πίεσης…
Και αυτό γιατί η γενικευμένη και οριζόντια εφαρμογή της πολιτικής «σύσφιξης» από την πλευρά της ΕΚΤ έχει – όπως και με το χρέος, αλλά τώρα ακόμα περισσότερο – εντελώς διαφορετικές συνέπειες σε διαφορετικών χαρακτηριστικών οικονομίες. Οδυνηρές συνέπειες.
Όπως επισημαίνεται, σε άλλο σημείωμα του Bloomberg, από μία εκτίμηση του Jeffrey Roach, επικεφαλής οικονομολόγου της LPL Financial, η FOMC περιέγραψε το τρέχον πληθωριστικό περιβάλλον ως γεμάτο ανισορροπίες προσφοράς και ζήτησης, χρησιμοποιώντας αυτή τη φράση οκτώ φορές σε όλο το έγγραφο.
Αυτό αποκάλυψε, όπως σημειώνει «μια επισφαλή θέση, καθώς η Επιτροπή γνωρίζει ότι τα νομισματικά της εργαλεία δεν λειτουργούν σε διαταραχές της προσφοράς» για να συμπληρώσει ότι «Οι αγορές θα μπορούσαν να το ερμηνεύσουν ως αδυναμία της Fed ενάντια σε ορισμένες από τις τρέχουσες πληθωριστικές μάχες...».
Αυτό καθιστά ακόμα πιο σημαντικό – αν το φαινόμενο της «εθνικοποίησης» των χαρακτηριστικών του πληθωρισμού επιβεβαιωθεί οριστικά – το να εντοπισθούν αυτά τα χαρακτηριστικά και να σχεδιασθεί με βάση αυτά η παρέμβαση στο επίπεδο της οικονομικής πολιτικής, προσαρμόζοντας ανάλογα, αν όχι αποφεύγοντας, τις οριζόντιες στην Ευρωζώνη γενικές κατευθύνσεις, που ήδη δρομολογούνται.
Βέβαια υπάρχει και μία άλλη πλευρά στο θέμα της πολιτικής απέναντι στον πληθωρισμό, που θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς και η οποία – όχι τυχαία – παραμένει στην σκιά.
Το πραγματικό επιτόκιο των κεντρικών τραπεζών (αφαιρώντας από το ονομαστικό επιτόκιο τον ονομαστικό ρυθμό πληθωρισμού των τιμών καταναλωτή) υπό τις παρούσες συνθήκες παραμένει στο μείον 6% - 8% (πολύ χαμηλότερο από ό, τι ήταν πριν από ένα χρόνο).
Και αυτό είναι κάτι ιδιαίτερα ευνοϊκό για τη διαχείριση του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους, προς το παρόν... Γιατί αν οι κεντρικές τράπεζες πρέπει πραγματικά να φτάσουν το ονομαστικό επιτόκιο στο 2% κάποια στιγμή στο ορατό μέλλον, οι αυξήσεις επιτοκίων που θα πρέπει να εφαρμοσθούν, θα πρέπει να... θυμίσουν νύχτες του του Αγίου Βαρθολομαίου το 1981, αντίστοιχες εκείνων του Πολ Βόλκερ και των αλλεπάλληλων κυμάτων ύφεσης και ανεργίας που ακολούθησαν.
Γιατί μόνο έτσι και με πολύ... πόνο, οικονομικό και πολιτικό τα πραγματικά επιτόκια θα καταφέρουν να ανέβουν πάνω από το 0% και η «πίστωση» στο σύστημα να λειτουργήσει και πάλι φυσιολογικά στην οικονομία.
Όλα αυτά βέβαια προϋποθέτουν και κάτι άλλο, ότι οι διεθνείς παράγοντες που τροφοδοτούν τις πληθωριστικές πιέσεις και οι γεωπολιτικές συγκρούσεις που τις έφεραν στο προσκήνιο, δεν θα πολλαπλασιαστούν ή τουλάχιστον δεν θα επιδεινωθούν...
Διαβάστε περισσότερα άρθρα της στήλης ΟΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.