Η Ελίζα Μάρσαλ και ο Μπέντζαμιν Σορμοντέ δεν ήθελαν να είναι υπερβολικά φιλόδοξοι όταν ξεκίνησαν μια επιχείρηση στη Νέα Υόρκη το 2014. «Ήταν ένα μικρό όνειρο: θέλαμε να ανοίξουμε ένα χαριτωμένο, γραφικό, άνετο coffee shop», αναφέρει η Μάρσαλ. Το μικρό κατάστημά της, στη μοντέρνα γειτονιά SoHo του Μανχάταν, ονομάζεται Maman.
Τώρα, είναι μια ταχέως αναπτυσσόμενη αλυσίδα καφέ-αρτοποιείων με 34 καταστήματα και τζίρο 47,2 εκατ. δολαρίων ή 44 εκατ. ευρώ πέρυσι, σύμφωνα με έγγραφα που εξετάστηκαν από το CNBC Make It. Μάλιστα, η επιχείρηση του ζεύγους έλαβε και την πιο επίσημη «βούλα» στα μάτια των καταναλωτών όταν η δισεκατομμυριούχος και διάσημη τηλεπερσόνα Όπρα Γουίνφρεϊ, ενέταξε τα μπισκότα σοκολάτας με ξηρούς καρπούς της Maman στη λίστα της με τα «Αγαπημένα Πράγματα» του 2017.
Πάντως, οι σύντροφοι στον κόσμο του επιχειρείν και γονείς 2 παιδιών είναι ανένδοτοι σχετικά με το τι ξεχωρίζει τη Maman από τους μυριάδες ανταγωνιστές της: είναι η οικογενειακή και σπιτική ατμόσφαιρα που «υπερνικά» τον καφέ και τα γλυκά. Το Maman σημαίνει «μητέρα» στα γαλλικά, σαν φόρος τιμής στα μαμαδίστικα φαγητά που έτρωγαν μεγαλώνοντας. Η ονομασία του brand εγείρει «την αίσθηση της ζεστασιάς και του σπιτιού, που είναι πραγματικά η ατμόσφαιρα που αναζητούσαμε», τονίζει το ζεύγος.
«Έρχεσαι εδώ για την ατμόσφαιρα, για την ομορφιά του χώρου. Το καλό φαγητό και ο καφές είναι εύκολο να βρεθούν σε πολλά μέρη. Άρα, χρειάζεσαι κάτι που προσφέρει πολλά περισσότερα» διαμηνύουν. Όταν το ζευγάρι γνωρίστηκε στο Μόντρεαλ το 2011, ο Σορμοντέ εργαζόταν σαν δικηγόρος για συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεις σε μια επενδυτική εταιρεία, ενώ η Μάρσαλ ασχολούνταν με το μάρκετινγκ και διοργάνωνε συναυλίες, εκδηλώσεις και διακόσμηση εσωτερικών χώρων.
Μετά από μια σύντομη περίοδο βοηθώντας φίλους να διευθύνουν ένα beach club στην Ίμπιζα της Ισπανίας, το 2012, το ζευγάρι μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να ανοίξει ένα δικό του εστιατόριο. «Όταν ρωτήσαμε τους εαυτούς μας "ποιος είναι ο αγαπημένος μας σεφ;" είπαμε και οι δύο πως είναι οι μητέρες μας, με την έννοια ότι αμφότεροι μεγαλώσαμε σε μια κουζίνα με τη μαμά μας», υπογραμμίζουν.
Παράλληλα, συνεργάστηκαν με τον βραβευμένο με αστέρι Michelin σεφ Αρμάντ Αρνάλ για να δημιουργήσουν ένα μενού με κλασικά γαλλικά πιάτα που, όπως κις και ταρτίν, μαζί με οικογενειακές συνταγές σαν τα μπισκότα σοκολάτας, που ξυπνούν τις παιδικές αναμνήσεις. Ορισμένα προϊόντας τους έχουν «μια ευχάριστη αναπροσαρμογή», όπως τα μπισκότα με ganache λευκή σοκολάτα, που θυμίζουν μια εντυπωσιακή και αναβαθμισμένη γαλλική εκδοχή των Oreo.
Η επιχειρηματική τους απειρία φάνηκε από νωρίς, καθώς δεν ήξεραν πόσο θα κόστιζε η δημιουργία ενός καφέ στη Νέα Υόρκη και κατέληξαν να ξοδέψουν 250.000 δολάρια, με αποτέλεσμα να εξαντλήσουν τις οικονομίες τους και να αναγκάζονται να δανειστούν χρήματα από την οικογένεια και τους φίλους τους για να καλύψουν τα υπόλοιπα έξοδα.
«Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους οικονομικούς κινδύνους που μπορούσαμε να αναλάβουμε. Πραγματικά πήραμε ένα τεράστιο ρίσκο να ρίξουμε όχι μόνο όλα τα χρήματά μας σε αυτό, αλλά μαζί τον χρόνο και την ενέργειά μας. Χύσαμε πολύ ιδρώτα και δάκρυα, αλλά όλα τα κάναμε με αγάπη. Εκεί κρύβεται το μυστικό της επιτυχίας μας» επισημαίνουν.
Όταν το καφέ άνοιξε το 2014, το ζευγάρι επικεντρώθηκε αποκλειστικά στη λειτουργία της επιχείρησης, δουλεύοντας από τις 06:00 το πρωί ώστε να ψήσουν τα αρτοσκευάσματα και άλλα είδη και έκλεισαν στις 20:00 το βράδυ, καθώς προετοίμαζαν τη ζύμη για το επόμενο πρωί. Η έναρξη της επιχείρησης απαιτούσε «πολλές θυσίες», με 80 ώρες εργασίας εβδομαδιαίως, χωρίς ρεπό, «όμως είμασταν πολύ τυχεροί που βρήκαμε στήριγμα τους ανθρώπους μας» ξεκαθαρίζουν.
Μάλιστα, ένα άρθρο στο food blog γνωστό ως Grub Street στο New York Magazine, διαφήμισε τη Maman, αναφέροντας ότι πουλά «το πιο εντυπωσιακό, νέο και λαχταριστό μπισκότο σοκολάτας της Νέας Υόρκης». Το 2015, αφού είχαν διαλυθεί από την πολύωρη εργασία, το ζευγάρι προσέλαβε επιπλέον προσωπικό και έφερε εξωτερικούς συνεργάτες.
Το ζευγάρι σχεδιάζει να συνεχίσει να ανοίγει νέα καταστήματα και να επεκτείνει τόσο το δίκτυό του όσο και το εύρος των προϊόντων και των υπηρεσιών του. «Το όραμά μας για το Maman είναι να γίνει κάτι πολύ παραπάνω από ένα απλό εστιατόριο με τέσσερις τοίχους. Μας βλέπω πραγματικά να μετατρεπόμαστε σε μια πολύπλευρη μάρκα lifestyle» καταλήγουν.