Οι στρατηγικές ΕΚΕ των ελληνικών επιχειρήσεων και οι ιδιαίτερες συνθήκες που επέβαλε η υγειονομική κρίση στην υλοποίησή τους αντικατοπτρίστηκαν στη φετινή έρευνα της ICAP για την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη, η οποία διεξήχθη για 10η συνεχή χρονιά.
Όπως κατέδειξε η έρευνα:
- Το 63% των επιχειρήσεων θεωρεί ότι ο βαθµός εφαρµογής των πρακτικών ΕΚΕ από το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων εξακολουθεί να κυµαίνεται σε µέτρια επίπεδα.
- Το 67% των επιχειρήσεων του δείγµατος θεωρεί ότι οι δράσεις ΕΚΕ συντελούν θετικά σε µεγάλο βαθµό στην αντιµετώπιση των επιπτώσεων της υγειονοµικής κρίσης του COVID-19.
- Οι ενέργειες των εταιρειών που αφορούν την Κοινωνία και το Ανθρώπινο Δυναµικό καλύπτουν το µεγαλύτερο µερίδιο (31% και 30% αντίστοιχα το 2021) στον συνολικό τους προϋπολογισµό για δράσεις ΕΚΕ.
- Η πλειοψηφία του δείγµατος (34%) δήλωσε ότι η ίδια η Διοίκηση της Εταιρείας έχει αναλάβει την διαχείριση των σχετικών δράσεων ΕΚΕ. Ακολουθεί µε 31% η Ξεχωριστή Διεύθυνση / Τµήµα της εταιρείας.
- Το 64% των επιχειρήσεων δαπανά έως €200 χιλ. για δράσεις ΕΚΕ σε ετήσια βάση, ενώ το 66% αυτών αύξησε τα έξοδα για ενέργειες ΕΚΕ το 2020
- Το 34% επιχειρήσεων αξιολογεί ως µέτριο το βαθµό επηρεασµού των δράσεων ΕΚΕ από την πανδηµία. Επίσης, 2 στις 3 επιχειρήσεις δεν µαταίωσαν τις δράσεις αυτές παρά την πανδηµία.
- Ορισµένες από τις κυριότερες πρακτικές ΕΚΕ ως προς το ανθρώπινο δυναµικό που εφαρµόζονται σε «πολύ» ή «πάρα πολύ» σηµαντικό βαθµό από τις εταιρείες του δείγµατος είναι οι εξής: α) Παροχή ίσων ευκαιριών προς όλους τους εργαζοµένους (92%), β) η παροχή δυνατοτήτων εκπαίδευσης ή βελτίωσης των δεξιοτήτων του προσωπικού (83%) και γ) πρόσθετες παροχές και ιατροφαρµακευτική περίθαλψη (81%).
- Σχετικά µε τη συνεισφορά στο κοινωνικό σύνολο, η µεγάλη πλειοψηφία των εταιρειών του δείγµατος (85%) πραγµατοποιεί δωρεές και χορηγίες σε χρήµα ή/και είδος σε «πολύ» ή «πάρα πολύ» σηµαντικό βαθµό, ενώ για άλλες δωρεές και χορηγίες σε χρήµα ή/και είδος το αντίστοιχο ποσοστό ανήλθε στο 71%.
- Το µέγεθος της επιχείρησης πρωτίστως αλλά και η γραφειοκρατία και η δυσµενής τρέχουσα οικονοµική συγκυρία, αξιολογούνται οι κυριότεροι ανασταλτικοί παράγοντες υλοποίησης ΕΚΕ από τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Νικήτας Κωνσταντέλλος, CEO της ICAP: Οι δράσεις ΕΚΕ μπορούν να επιφέρουν ευνοϊκά αποτελέσματα στην ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητά των επιχειρήσεων
Αναφορικά με τα αποτελέσματα της έρευνας, ο κ. Νικήτας Κωνσταντέλλος, CEO της ICAP δήλωσε ότι:
«Η πανδημία του COVID-19 και οι απρόσμενες συνθήκες που διαμορφώθηκαν, ώθησαν τις επιχειρήσεις στην προσαρμογή της λειτουργίας τους στα νέα πρωτόγνωρα δεδομένα, αναλαμβάνοντας το δικό τους μερίδιο ευθύνης για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού, ενώ παράλληλα συνδέθηκαν με πλήθος καλών πρακτικών Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ). Οι επιχειρήσεις, εκτός από την στήριξη των δικών τους ανθρώπων κινητοποιήθηκαν άμεσα προσφέροντας σημαντικές υλικές και χρηματικές δωρεές τόσο για το Εθνικό Σύστημα Υγείας όσο και σε άλλες δράσεις που προωθούν την ευημερία των πολιτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 95% των επιχειρήσεων (του δείγματος) αναγνωρίζουν την σημαντικότητα της ΕΚΕ, ενώ 2 στις 3 επιχειρήσεις θεωρούν ότι οι δράσεις ΕΚΕ συντελούν θετικά σε «πολύ» ή «πάρα πολύ» μεγάλο βαθμό στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης του COVID-19.
Ωστόσο, οι εταιρείες θεωρούν ότι υπάρχουν ακόμα περιθώρια ανάπτυξης της ΕΚΕ από τις ελληνικές επιχειρήσεις αφού το 63% θεωρεί ότι ο βαθμός διείσδυσης / εφαρμογής των πρακτικών της εξακολουθεί να κυμαίνεται σε μέτρια επίπεδα. Επίσης, 9 στις 10 επιχειρήσεις θεωρούν τη συνεισφορά στο κοινωνικό σύνολο ως το κυριότερο όφελος από τις πρακτικές της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης.Τα μεγαλύτερα κονδύλια δαπανήθηκαν σχεδόν ισόποσα για τις δράσεις που σχετίζονται με την Κοινωνία και το Ανθρώπινο δυναμικό καταλαμβάνοντας μερίδιο 31% και 30% αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι λαμβάνοντας υπόψη τις ισχύουσες συνθήκες, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων σε ποσοστό 34% αξιολόγησε ως «μέτριο» τον βαθμό επηρεασμού των δράσεων ΕΚΕ από την πανδημία, ενώ το 28% τον αξιολόγησε ως «πολύ». Το μέγεθος της επιχείρησης, η γραφειοκρατία αλλά και η δυσμενής τρέχουσα οικονομική συγκυρία, θεωρούνται οι κυριότεροι ανασταλτικοί παράγοντες υλοποίησης ΕΚΕ από τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Αναμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι οι δράσεις ΕΚΕ μπορούν να αποτελέσουν ένα αποτελεσματικό εργαλείο διαχείρισης της κρίσης για τις επιχειρήσεις και πέρα από τα πολλαπλά οφέλη για το κοινωνικό σύνολο, να επιφέρουν ευνοϊκά αποτελέσματα στην ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητά τους. Προς αυτήν την κατεύθυνση η ενημέρωση της κοινωνίας και των καταναλωτών, η εκπαίδευση των στελεχών των επιχειρήσεων και η παροχή κινήτρων από την πλευρά της πολιτείας είναι ενέργειες που μπορούν να ενθαρρύνουν περισσότερες επιχειρήσεις στην υιοθέτηση πρακτικών ΕΚΕ».