Σε ανοδική τροχιά θα κινηθεί η αγορά διαχείρισης ραδιενεργών αποβλήτων την επόμενη εξαετία και ειδικότερα των πυρηνικών καθώς, στο πλαίσιο του εμπλουτισμού του ενεργειακού μείγματος και της μείωσης των εκπομπών άνθρακα, οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο επενδύουν στην κατασκευή πυρηνικών σταθμών παραγωγής ενέργειας.
Δεδομένης της αύξησης της ζήτησης για ενέργεια λόγω της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού, της αστικοποίησης και της εκβιομηχάνισης σε όλο τον κόσμο και ειδικότερα στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού και της παράλληλης αύξησης των εκπομπών άνθρακα οι οποίες αντιβαίνουν στην Πράσινη Συμφωνία, οι παγκόσμιοι ηγέτες έχουν ξεκινήσει διάφορες προσπάθειες για την ενσωμάτωση πολλαπλών πηγών καθαρής, οι οποίες, αν και συμβάλουν στην επίτευξη της μείωσης των ρύπων, λόγω γεωγραφικών και κλιματικών προκλήσεων δεν μπορούν να παράγουν ενέργεια σε σταθερή βάση. Κάποιες κυβερνήσεις θεωρούν ότι οι πυρηνικοί σταθμοί είναι μια αξιόπιστη και σταθερή πηγή παραγωγής ενέργειας καθώς μπορούν να αναπτυχθούν σε οποιοδήποτε γεωγραφικό έδαφος και μπορούν να παράγουν σημαντική ποσότητα ενέργειας καθ' όλη τη διάρκεια του έτους σε σύγκριση με την ηλιακή και την αιολική.
Η ενεργειακή κρίση αποτελεί έναν ακόμη μοχλό πίεσης για νέες επενδύσεις οι οποίες κατευθύνονται και στην πυρηνική ενέργεια. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση στο Οντάριο του Καναδά επενδύει πάνω από 25 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ στην ανακαίνιση πυρηνικών αντιδραστήρων στους πυρηνικούς σταθμούς παραγωγής Darlington και Bruce από το 2020-2033. Το 2019, η Νότια Αφρική ανακοίνωσε τη δέσμευσή της για την ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας καθώς περιέγραψε ένα σχέδιο για την ανάπτυξη νέας πυρηνικής δυναμικότητας 1 GW έως το 2030 σε συνδυασμό με την επέκταση του κύκλου ζωής του τρέχοντος σταθμού. Η Κίνα έχει επί του παρόντος έχει 19 υπό κατασκευή πυρηνικούς αντιδραστήρες και προγραμματίζει να θέσει σε λειτουργία άλλους 37 οι οποίοι θα είναι σε θέση να παράγουν 19,9 GWe και 41,7 GWe ενέργειας, αντίστοιχα. Η ιαπωνική κυβέρνηση από την πλευρά της έχει θέσει ως στόχο το 2030 η ενέργεια να προέρχεται κατά 20% από πυρηνικά, και ως εκ τούτου επανεκκίνησε 7 πυρηνικούς αντιδραστήρες αρχής γενομένης από το 2015. Η κυβέρνηση σχεδιάζει επίσης να θέσει εκ νέου σε λειτουργία 16 ακόμη πυρηνικούς αντιδραστήρες.
Σύμφωνα με αναφορές από φορείς εκμετάλλευσης και ρυθμιστικές αρχές που ελήφθησαν μέσω του Δικτύου Επιχειρησιακής Εμπειρίας COVID-19 (OPEX) του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (IAEA) και του Διεθνούς Συστήματος Αναφορών για Λειτουργική Εμπειρία, οι αντιδραστήρες πυρηνικής ενέργειας δεν τέθηκαν σε παύση λόγω των επιπτώσεων του COVID- 19 ενώ ελήφθησαν υπόψη οι επιπτώσεις στο εργατικό δυναμικό ή στις αλυσίδες εφοδιασμού. Αυτό οδήγησε σε αύξηση των πυρηνικών αποβλήτων ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αυξάνοντας έτσι την ανάγκη για συστήματα διαχείρισης πυρηνικών αποβλήτων, τα οποία είναι ένα είδος επικίνδυνων αποβλήτων που περιέχουν ραδιενεργό υλικό και είναι αποτέλεσμα πολλών δραστηριοτήτων, όπως η πυρηνική ιατρική, η πυρηνική έρευνα, η παραγωγή πυρηνικής ενέργειας, η εξόρυξη σπάνιων γαιών και η επανεπεξεργασία πυρηνικών όπλων. Η αποθήκευση και η διάθεση ραδιενεργών αποβλήτων ρυθμίζεται από κρατικούς φορείς με σκοπό την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος.
Στα 4 δισ. δολάρια το μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς διαχείρισης πυρηνικών αποβλήτων
Όπως υποστηρίζει πρόσφατη έρευνα της Absolute Reports, το παγκόσμιο μέγεθος της αγοράς του Συστήματος Διαχείρισης Πυρηνικών Αποβλήτων προβλέπεται να φτάσει τα 4 δις δολάρια ΗΠΑ έως το 2028, από 3,4 δισ. το 2021, με σύνθετο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 2,5% κατά την περίοδο 2022-2028.
Όσον αφορά τους τύπους των προϊόντων, μπορεί να χωριστεί σε απόβλητα χαμηλής στάθμης, απόβλητα μεσαίου επιπέδου και απόβλητα υψηλής ραδιενέργειας. Ο πιο κοινός τύπος είναι τα απόβλητα υψηλής ραδιενέργειας, με μερίδιο άνω του 50%. Όσον αφορά την εφαρμογή, χρησιμοποιείται ευρέως στη βιομηχανία πυρηνικής ενέργειας και στην άμυνα και την έρευνα. Η πιο κοινή εφαρμογή είναι η βιομηχανία πυρηνικής ενέργειας, η οποία αντιπροσωπεύει το 94% του συνόλου ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρώπη είναι η μεγαλύτερη αγορά, με μερίδιο άνω του 38%.