Στις αρχές του 2020, πριν ακόμη ενσκήψει η πανδημία του κορονοϊού, οι συνολικές ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογουμένων προς την φορολογική διοίκηση διαμορφώνονταν σε 105 δισ. ευρώ, εκ των οποίων ρυθμισμένες ήταν μόνον οφειλές ύψους 6,5 δισ. ευρώ, ήτοι ποσοστό 6,1% του συνόλου.
Σήμερα οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογουμένων προς την εφορία έχουν ξεπεράσει τα 107 δισ. ευρώ και διαρκώς αυξάνονται, ενώ οι ρυθμίσεις χρεών δεν κινούνται με ίδια ταχύτητα.
Στη βάση αυτή η κυβέρνηση προχωρεί στη θέσπιση ρύθμισης 12 άτοκων δόσεων και 24 δόσεων με χαμηλό επιτόκιο για όλες τις φορολογικές οφειλές, φυσικών και νομικών προσώπων που δημιουργήθηκαν μεταξύ Μάρτιου - Σεπτέμβριου 2020 και οι οποίες τελούν σε αναστολή.
Στην ειδική ρύθμιση του υπουργείου Οικονομικών θα μπορούν να υπαχθούν επιχειρήσεις που έκλεισαν με κρατική εντολή, επιχειρήσεις που πλήττονται από την κρίση του κορωνοϊού και υπάγονται στη λίστα με τους πληττόμενους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας, εργαζόμενοι που βρέθηκαν σε προσωρινό καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας ή είναι δικαιούχοι της ειδικής αποζημίωσης, αλλά και οι ιδιοκτήτες ακινήτων που εισπράττουν ενοίκια επαγγελματικής στέγης, πρώτης κατοικίας ή φοιτητικής στέγης μειωμένα κατά 40%. Αυτό το σχέδιο ρύθμισης οφειλών θα τρέξει το φθινόπωρο μόλις λήξει (30 Σεπτεμβρίου) το καθεστώς αναστολής των φορολογικών υποχρεώσεων για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που πλήττονται λόγω κορωνοϊού.
Σε ειδική πλατφόρμα που αναμένεται να ανοίξει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων οι φορολογούμενοι των οποίων οι φορολογικές υποχρεώσεις έχουν ανασταλεί θα μπορούν να υποβάλουν αίτημα για να υπαχθούν στη νέα έκτακτη ρύθμιση και να εξοφλήσουν τις οφειλές που «πάγωσαν» λόγω του κορονοϊού είτε σε 12 άτοκες μηνιαίες δόσεις είτε σε 24 έντοκες μηνιαίες δόσεις με χαμηλό επιτόκιο.
Η ρύθμιση θα αφορά σε όλες τις οφειλές, τακτικές (ΦΠΑ, ΦΜΥ κ.ά.) και έκτακτες (φόρος κληρονομίας), καθώς και τις δόσεις ρυθμίσεων η πληρωμή των οποίων έχει ανασταλεί. Όσον αφορά στο ύψος του επιτοκίου για όσους επιλέξουν τη ρύθμιση των 24 δόσεων, αυτό θα κινείται κάτω από το ετήσιο επιτόκιο που επιβάλλεται σήμερα με την πάγια ρύθμιση και θα είναι κοντά στο 2,5%.