Νέες προϋποθέσεις στο καθεστώς των απολύσεων προβλέπει το νέο εργασιακό νομοσχέδιο που παρουσιάστηκε σήμερα από τον υπουργό Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη.
Πιο συγκεκριμένα, παραμένουν οι υφιστάμενες περιπτώσεις ακυρότητας (π.χ. απόλυση που οφείλεται σε δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, πεποιθήσεων, σεξουαλικού προσανατολισμού, αναπηρίας, συνδικαλιστικής δράσης, λόγω άρνησης πρότασης για διευθέτηση του χρόνου εργασίας, κ.ά.), ενώ διευρύνεται η λίστα των περιπτώσεων της άκυρης απόλυσης, που σημαίνει επιστροφή του εργαζόμενου στην εργασία του και καταβολή των μισθών για την περίοδο μέχρι την επαναπασχόληση.
Στο σχέδιο νόμου προβλέπεται η απαγόρευση της απόλυσης όταν αυτή γίνεται επειδή ο εργαζόμενος άσκησε οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμά του (μέχρι σήμερα η επαναπρόσληψη ήταν στην κρίση του Δικαστηρίου).
Άκυρες είναι οι απολύσεις:
- Για άσκηση των δικαιωμάτων σε περίπτωση βίας και παρενόχλησης
- Του πατέρα νεογεννηθέντος τέκνου
- Εργαζομένων που έλαβαν ή ζήτησαν οποιαδήποτε άδεια
- Εργαζομένων που αρνήθηκαν να συμφωνήσουν διευθέτηση του χρόνου εργασίας
- Τηλεργαζομένων που άσκησαν το δικαίωμα αποσύνδεσης
Επιπλέον, αν απολυθείς εργαζόμενος αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυσή του είναι άκυρη, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση είναι έγκυρη.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις το Δικαστήριο, αντί οποιασδήποτε άλλης συνέπειας, μετά από αίτημα είτε του εργαζομένου είτε του εργοδότη, επιδικάζει υπέρ του εργαζομένου ποσό πρόσθετης αποζημίωσης.
Η πρόσθετη αποζημίωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τις αποδοχές 3 μηνών, ούτε μεγαλύτερη από το διπλάσιο της νόμιμης αποζημίωσης.
Συνεπώς στις περιπτώσεις αυτές ο εργαζόμενος μπορεί να εισπράξει συνολικά έως και το τριπλάσιο της νόμιμης αποζημίωσης (κανονική αποζημίωση συν πρόσθετη).
Αν δεν υποβληθεί αίτημα από καμία πλευρά τότε το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει επαναπρόσληψη και σε αυτές τις περιπτώσεις.