Τέσσερις θεμελιώδεις αλλαγές στην αγορά εργασίας έρχονται την Πρωτοχρονιά, προκειμένου να διορθώσουν στρεβλώσεις του παρελθόντος και να στηρίξουν τα εισοδήματα που φέτος πλήττονται διπλά - από την πανδημία αλλά και την ενεργειακή κρίση που καλπάζει.
Οι τέσσερις βασικές αλλαγές στην αγορά εργασίας είναι οι εξής:
- Νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης - ΤΕΚΑ
Το νέο Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης, το ΤΕΚΑ κάνει «πρεμιέρα» την 1η/1/2022 για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας οι οποίοι υπολογίζονται σε 40.000.
Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του Ταμείου, δηλαδή το 2022, οι εισφορές θα κατατεθούν στην ΤτΕ με επιτόκιο 1,5%. Η τοποθέτηση των εισφορών σε επενδυτικά προϊόντα θα ξεκινήσει από το 2023, ενώ η επενδυτική επιλογή για τα πρώτα χρόνια είναι το λεγόμενο προεπιλεγμένο επενδυτικό προιόν (default) που εμπεριέχει μίξεις επιλογών ανάλογα με την ηλικία του ασφαλισμένου. Για το νέο ασφαλισμένο το ίδιο το ταμείο θα συστήνει επένδυση με υψηλότερο ρίσκο ενώ για τον ηλικιωμένο που πλησιάζει στη σύνταξη και έχει χαμηλό ορίζοντα στις επενδύσει το ταμείο θα συστήνει επενδυτική επιλογή χαμηλού ρίσκου.
Το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα είναι υποχρεωτικό για το σύνολο των μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων που εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας από 1η Ιανουαρίου 2022 και είναι υπόχρεοι επικουρικής ασφάλισης. Πρόκειται για τους μισθωτούς του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, τους δικηγόρους και τους μηχανικούς.
Από την 1/1/ 2023 μπορούν να ενταχθούν προαιρετικά στο νέο ταμείο οι ασφαλισμένοι κάτω των 35 ετών οι οποίοι είτε δεν έχουν υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση (π.χ. ένας λογιστής), είτε είναι ήδη ασφαλισμένοι στο υφιστάμενο σύστημα. Θα έχουν δηλαδή στη διάθεσή τους σχεδόν δύο χρόνια για να αποφασίσουν ποια επιλογή είναι η πιο συμφέρουσα.
Το ύψος των εισφορών για το νέο επικουρικό σύστημα παραμένει ως έχει. Δηλαδή 6,5% μέχρι τα μέσα του 2022 και 6% από εκεί και πέρα. Τα έσοδα από τις εισφορές έχουν προϋπολογιστεί 36 εκ. ευρώ για το 2022, 165 εκ. για το 2023, 207 εκ. για το 2024 και 240 εκ. ευρώ για το 2025.
Βασικό χαρακτηριστικό του νέου συστήματος είναι ότι δημιουργούνται ατομικοί λογαριασμοί («κουμπαράδες») στους οποίους θα κατευθύνονται οι εργοδοτικές και εργατικές εισφορές για επικουρική ασφάλιση που έχουν καταβληθεί από τον εργοδότη για τον μισθωτό ή από τον ίδιο τον εργαζόμενο -εφόσον πρόκειται για αυτοαπασχολούμενο- καθώς και οι αποδόσεις των επενδύσεων που αντιστοιχούν στις εισφορές του.
- Πιλοτική εφαρμογή της Ψηφιακής κάρτας
Μια νέα πραγματικότητα περιμένει 2 εκατομμύρια εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα από το 2022, καθώς μπαίνει στη ζωή τους και στην καθημερινότητά τους η ψηφιακή κάρτα εργασίας.
Η κάρτα θα ελέγχει σε «πραγματικό χρόνο» το ωράριο απασχόλησης του κάθε εργαζόμενου και θα μπορεί να λειτουργεί μέσω μιας εφαρμογής στον υπολογιστή ή στο κινητό τηλέφωνο του κάθε μισθωτού.
Η πιλοτική εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας θα ξεκινήσει σταδιακά από τον Ιούνιο, αρχής γενομένης από τα σούπερ μάρκετ, τις ασφαλιστικές εταιρείες, τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις με πάνω από 50 άτομα.
Τον Μάρτιο θα είναι έτοιμος ο ηλεκτρονικός εγκέφαλος πάνω στον οποίο θα «δομηθεί» η ψηφιακή κάρτα. Στόχος του υπουργείου Εργασίας είναι η κάρτα να εφαρμοστεί και στις μικρές επιχειρήσεις, καθώς εκεί εντοπίζεται κυρίως η μαύρη και υποδηλωμένη εργασία.
Σταδιακά η ψηφιακή κάρτα θα επεκταθεί στο λιανεμπόριο και στη βιομηχανία, ενώ θα καλύψει και τους εργαζόμενους χωρίς σταθερό τόπο εργασίας, όπως είναι οι τηλεργαζόμενοι.
Η κάρτα θα συνδέεται απευθείας με online σύστημα του ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ και, με τον τρόπο αυτό, θα καταγράφεται αμέσως και σε πραγματικό χρόνο η απασχόληση του εργαζομένου, η υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, οι υπερεργασίες και οι υπερωρίες του, κι έτσι θα επέρχονται άμεσα οι σχετικές συνέπειες (αξιώσεις για επιπλέον αμοιβή από τον εργαζόμενο και κυρώσεις στον εργοδότη, εάν η υπέρβαση του ωραρίου είναι παράνομη).
Μάλιστα η εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας θα είναι διαθέσιμη και μέσω του κινητού τηλεφώνου ώστε να μπορεί να ελέγχει και ο εργαζόμενος την καταγραφή των υπερωριών του και τον τρόπο που τον έχει καταχωρίσει ο εργοδότης του (π.χ. πλήρως ή μερικώς απασχολούμενο).
- Το «Πρώτο Ένσημο»
Το πρόγραμμα επιδότησης που θα ενεργοποιηθεί το 2022 αφορά 40.000 νέους από 18 έως 29 ετών οι οποίοι, όπως δείχνουν τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, δεν έχουν στο ασφαλιστικό τους ιστορικό ούτε ένα ένσημο. Η ενίσχυση ανέρχεται σε 1.200 ευρώ για τους πρώτους 6 μήνες πλήρους απασχόλησης.
Στους νέους χωρίς ένσημα που θα προσληφθούν για πρώτη φορά εντός του 2022 θα καταβληθεί επίδομα 600 ευρώ για έξι μήνες, σε έξι ισόποσες μηνιαίες δόσεις.
Το «Πρώτο Ένσημο» αφορά και σε θέσεις εργασίας μερικής απασχόλησης, καθώς απευθύνεται και σε φοιτητές που επιδιώκουν να αποκτήσουν επαγγελματική εμπειρία ενώ σπουδάζουν. Στην περίπτωση αυτή, η επιδότηση μειώνεται στο ήμισυ.
Εάν η σύμβαση έχει διάρκεια μικρότερη των έξι μηνών, η νέα θέση εργασίας επιδοτείται αναλογικά με το χρόνο απασχόλησης και το είδος της σύμβασης (πλήρους ή μερικής απασχόλησης). Για την ένταξή τους στο πρόγραμμα, οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα υποβάλλουν δήλωση στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ.
Σημειώνεται ότι το πρόγραμμα συνοδεύεται από ρήτρα διατήρησης των θέσεων εργασίας και μπορεί να συνδυαστεί με το ανοιχτό πρόγραμμα των 100.000 νέων θέσεων εργασίας, καθώς μια επιχείρηση –εφόσον το επιθυμεί- μπορεί να εντάξει ταυτόχρονα τον ωφελούμενο με τους όρους και προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτό
- Διπλή αύξηση του κατώτατου μισθού
Από 1ης/1/2022 αυξάνεται ο κατώτατος μισθός κατά 2%, με προοπτική να υπάρξει και νέα αύξηση το β' εξάμηνο του 2022.
Έτσι ο κατώτατος μισθός από τα 650 ευρώ που είναι σήμερα θα ανέλθει στα 663 ευρώ τον Ιανουάριο, ενώ το κέρδος θα φτάσει έως 195 ευρώ τον μήνα αν συνυπολογισθούν και οι τριετίες στους έμπειρους υπαλλήλους.
Με την αύξηση του ΑΕΠ να «κινείται» γύρω στο 8% η τελική αύξηση του κατώτατου μισθού, πιθανότατατα να ξεκινήσει με το 2% την 1η Ιανουαρίου και να ολοκληρωθεί με επιπλέον 6% το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Στο σενάριο αυτό, ο κατώτατος μισθός θα διαμορφωθεί τον Ιανουάριο στα 663 ευρώ και τον Ιούλιο στα 703 ευρώ.
Η επιλογή του τελικού ποσοστού θα γίνει από την κυβέρνηση, αφού δεχτεί τις εισηγήσεις των κοινωνικών και επιστημονικών φορέων, ενώ το ποσό της αύξησης θα πρέπει να είναι ισορροπημένο, προκειμένου να μην «σκοντάψει» στην αντίδραση των εργοδοτών για το εργατικό κόστος.