Η αγορά εργασίας σημείωσε αξιόλογη βελτίωση το 2022, καθώς η συνολική απασχόληση αυξήθηκε κατά 5,4% και η μισθωτή απασχόληση κατά 7,7%. Αντίστοιχα, το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 12,4% από 14,7% το 2021, σύμφωνα με την Έκθεση του Διοικητή της τράπεζας της Ελλάδος.
Η σημαντική οικονομική ανάπτυξη του 2022 συνοδεύθηκε από βελτίωση της αγοράς εργασίας. Ωστόσο, η αγορά εργασίας εμφανίζει ενδείξεις μεγαλύτερης στενότητας, καθώς οι κενές θέσεις εργασίας στην οικονομία αυξήθηκαν κατά 82,9% σε σχέση με το 2021, ενώ παράλληλα περιορίστηκε η χαλαρότητα της αγοράς εργασίας από 22,2% το 2021 σε 18,5% το 2022.
Η στενότητα στην αγορά εργασίας (labour market tightness), η οποία αντανακλά την υπέρβαση των κενών θέσεων εργασίας σε σχέση με τους διαθέσιμους εργαζομένους και εκφράζεται από το ποσοστό κενών θέσεων εργασίας, αυξήθηκε μετά την πανδημία.
Ειδικότερα, το ποσοστό κενών θέσεων εργασίας το 2022 ανήλθε σε 1%, παρουσιάζοντας αύξηση από 0,6% το 2021, αν και η Ελλάδα μαζί με την Ισπανία έχουν τα χαμηλότερα ποσοστά κενών θέσεων εργασίας στην ευρωζώνη. Παράλληλα, αναλύοντας το ποσοστό κενών θέσεων εργασίας ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, υπάρχουν κλάδοι που παρουσίασαν υψηλά ποσοστά κενών θέσεων, όπως οι κατασκευές και το εμπόριο, οι μεταφορές και τα καταλύματα (6,7% και 1,2% αντίστοιχα το 2022).
Ωστόσο, κλάδοι όπως η μεταποίηση και η βιομηχανία, παρότι ξεκίνησαν από χαμηλά ποσοστά κενών θέσεων εργασίας, κατέγραψαν ήπιες αυξήσεις. Συνολικά, η αγορά εργασίας φαίνεται να χαρακτηρίζεται από αυξημένη στενότητα σε σχέση με την προ πανδημίας περίοδο, με τον τουρισμό και τις κατασκευές να παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη στενότητα.
Μισθολογικές αυξήσεις
Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να συνεχιστεί, διατηρώντας συγκρατημένες τις μισθολογικές αυξήσεις, επισημαίνεται στην Έκθεση της ΤτΕ.
«Γενικά, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να διαφυλάσσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τη σταθερότητα των τιμών, αλλά και να διασφαλίζει το επίπεδο της απασχόλησης. Θα πρέπει επίσης να είναι συνετή και ισορροπημένη ως προς τη διαχείριση των προσδοκιών, ώστε να αποφευχθούν δυσμενείς δευτερογενείς επιπτώσεις στον πληθωρισμό.
Οι αποφάσεις για μισθολογικές αυξήσεις θα πρέπει επιπλέον να σταθμίζουν τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα μεσοπρόθεσμα, καθώς και την τρέχουσα συγκυρία υψηλής αβεβαιότητας.
Με αυτόν τον τρόπο, η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν θα αποτελεί παράγοντα ενίσχυσης των επίμονων πληθωριστικών πιέσεων, επιδεινώνοντας την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και τελικά μειώνοντας τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων».
Τα «αγκάθια» της αγοράς
Η αγορά εργασίας φαίνεται πως έχει ανακάμψει μετά την πανδημία και αναμένεται να συνεχίσει να βελτιώνεται μεσοπρόθεσμα, παρά τον υψηλό πληθωρισμό, την άνοδο των επιτοκίων και την αύξηση της αβεβαιότητας που έχει προκαλέσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Εντούτοις, στρεβλώσεις συνεχίζουν να υφίστανται.
Το ποσοστό ανεργίας, αν και υποχωρεί σταθερά και σημαντικά τα τελευταία έτη, παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με το μέσο όρο της ευρωζώνης, ενώ το ποσοστό ανεργίας στις ευάλωτες ομάδες (νέοι, γυναίκες) διατηρείται υψηλό.
Το πρόβλημα της αναντιστοιχίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας παραμένει σημαντικό, καθώς οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν κατάλληλους εργαζομένους, διότι αυτοί είτε δεν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα είτε έχουν στραφεί σε άλλους κλάδους με καλύτερες προοπτικές απασχόλησης.
Ο βαθμός χαλαρότητας στην αγορά εργασίας (labour market slack), αν και μειούμενος, παραμένει ακόμη σημαντικά υψηλός.
Είναι απαραίτητο να ληφθούν μέτρα για να αντιμετωπιστούν τα ανωτέρω προβλήματα, καθώς η προβλεπόμενη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας μεσοπρόθεσμα αναμένεται να δημιουργήσει επιπρόσθετη επιβράδυνση στην αγορά εργασίας. Ιδιαίτερα χρήσιμες δράσεις προς αυτή την κατεύθυνση είναι η αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης και η κατάρτιση και επιμόρφωση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, καθώς θα τους εξοπλίσουν με τις κατάλληλες δεξιότητες και θα ενισχύσουν τις προοπτικές απασχόλησής τους.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, θεσμικές παρεμβάσεις για την περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ή επιδότησή τους θα μειώσουν το μη μισθολογικό κόστος και θα συμβάλουν στον περιορισμό της αδήλωτης ή υποδηλωμένης εργασίας.