Επίλυση, με διαδικασίες fast track, όσο το δυνατόν περισσότερων φορολογικών υποθέσεων οι οποίες λιμνάζουν για χρόνια στα διοικητικά δικαστήρια επιδιώκει το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών παρατείνοντας εκ νέου τη λειτουργία της Επιτροπής εξώδικης επίλυσης φορολογικών διαφορών.
Με τη νέα παράταση, η Επιτροπή θα έχει στη διάθεσή της περισσότερο χρόνο και συγκεκριμένα μέχρι το τέλος του έτους προκειμένου να εξετάσει τις αιτήσεις έχουν υποβληθεί από τους φορολογούμενους οι οποίοι θέλουν να λύσουν τις διαφορές τους με τις φορολογικές αρχές, μακριά από τις αίθουσες των δικαστηρίων και να κερδίσουν «κούρεμα» προστίμων έως 75% και καταβολή οφειλών σε 24 δόσεις.
Ειδικότερα, με την απόφαση που υπογράφουν οι Χάρης Θεοχάρης και Θάνος Πετραλιάς παρατείνονται εκ νέου:
-Η προθεσμία ολοκλήρωσης της εξέτασης των αιτήσεων εξώδικης επίλυσης από τις 29 Σεπτεμβρίου 2023 έως και τις 31 Δεκεμβρίου 2023
-Η προθεσμία έκδοσης των πρακτικών εξώδικης επίλυσης από τις 29 Δεκεμβρίου 2023 έως και τις 31 Μαρτίου 2024, ημερομηνία κατά την οποία λήγει η θητεία του Γενικού Προϊσταμένου, των μελών των Επιτροπών και των Γραμματέων.
Αιτήσεις που δεν θα εξεταστούν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2023 θεωρείται ότι απορρίφθηκαν σιωπηρά και επανεισάγονται με επιμέλεια της Γραμματείας της Επιτροπής στο αρμόδιο Δικαστήριο, χωρίς τη σύνταξη πρακτικού.
Στις αιτήσεις που έχουν υποβάλει οι φορολογούμενοι για εξώδικη επίλυση των διαφορών τους με τη φορολογική διοίκηση γίνεται συνοπτική αναφορά στους λόγους, που κατά την κρίση τους, θεμελιώνουν το αίτημα για:
α) Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει τον επίδικο φόρο ή πρόστιμο λόγω παρόδου του χρόνου, εντός του οποίου η Φορολογική Διοίκηση είχε δικαίωμα προς καταλογισμό αυτών.
β) Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει τον επίδικο φόρο ή πρόστιμο λόγω λήψης φορολογικού πιστοποιητικού χωρίς επιφύλαξη.
γ) Εσφαλμένο καταλογισμό του φόρου ή προστίμου λόγω πρόδηλης έλλειψης φορολογικής υποχρέωσης ή αριθμητικού σφάλματος.
δ) Αναδρομική εφαρμογή της ευμενέστερης φορολογικής κύρωσης σύμφωνα με όσα έχουν γίνει δεκτά από τη νομολογία του ΣτΕ.
ε) Μείωση του πρόσθετου φόρου, του τόκου, των προσαυξήσεων και των προστίμων.
Η Επιτροπή αποφαίνεται κατά πλειοψηφία και η συνεδρίαση δύναται να πραγματοποιείται και ηλεκτρονικά. Στην περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει απαράδεκτη την αίτηση, κοινοποιεί στον αιτούντα πρακτικό ματαίωσης της εξώδικης επίλυσης. Εφόσον η αίτηση κριθεί παραδεκτή οι ισχυρισμοί εξετάζονται με βάση τη νομολογία και την πάγια πρακτική της Φορολογικής Διοίκησης. Στις περιπτώσεις αυτές, η αίτηση μπορεί να γίνει μερικά ή ολικά δεκτή.
Ο αιτών δύναται να αποδεχθεί την πρόταση της Επιτροπής, εντός 5 εργάσιμων ημερών από την κοινοποίησή της, υπογράφοντας ο ίδιος στην περίπτωση φυσικού προσώπου ή ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού στην περίπτωση νομικού προσώπου και αναρτώντας στον ιστότοπο www.eefdd.gr σαρωμένο αντίγραφο της πρότασης της Επιτροπής, στο οποίο έχει θέσει την υπογραφή του, με θεώρηση του γνησίου αυτής, έως την εκπνοή της 5ης εργάσιμης ημέρας από την ηλεκτρονική κοινοποίηση σε αυτόν της ως άνω πρότασης. Μερική αποδοχή της πρότασης της Επιτροπής δεν επιτρέπεται.
Επίλυση διαφοράς με «κούρεμα» προστίμων
Με την επίλυση της διαφοράς και εφόσον καταβληθεί από το φορολογούμενο ποσοστό τουλάχιστον 30% του κύριου φόρου που οφείλεται, εντός 10 εργάσιμων ημερών από την υπογραφή του συμβιβασμού το ποσό της οφειλής καταβάλλεται σε έως 24 δόσεις και παρέχεται έκπτωση στους πρόσθετους φόρους, τόκους, προσαυξήσεις και πρόστιμα η οποία ανέρχεται σε 75% εάν καταβληθεί σε 1 δόση, σε 65% για 2-4 δόσεις, σε 55% για 5 -8 δόσεις, σε 50% για 9-12 δόσεις, σε 45% για 13-16 δόσεις, σε 40% για 17 – 20 δόσεις και σε 35% για 21 -24 δόσεις.
Εάν δεν καταβληθεί ποσοστό τουλάχιστον 30% του κύριου φόρου που οφείλεται, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας από την αποδοχή της πρότασης της Επιτροπής, και δεν χωρήσει νομίμως η εξόφληση του συνόλου αυτού καθώς και εάν δεν καταβληθούν 2 συνεχόμενες μηνιαίες δόσεις ή καθυστερήσει η καταβολή των 2 τελευταίων δόσεων για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, ο συμβιβασμός ανατρέπεται αναδρομικά, θεωρείται ότι δεν επήλθε ποτέ και τυχόν καταβληθέντα ποσά θεωρούνται ότι καταβλήθηκαν έναντι της αρχικής οφειλής.