«Οι νεαροί ψηφοφόροι των βασικών εκλογικών “μαχών“, τροφοδοτούνται με ψεύτικα και παραπλανητικά βίντεο που έχουν δημιουργηθεί με την βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης και αναπαράγονται στο δημοφιλές κοινωνικό δίκτυο, Tik Tok» έγραφε προ ημερών, το BBC, σε μια προσπάθεια να επιστήσει την προσοχή των απανταχού ψηφοφόρων λίγο πριν την κάλπη. To δημοσίευμα αυτό, ήταν ένα ακόμα, από τα πολλά που έχουν γραφτεί για την παραπληροφόρηση από το 2017 κι έπειτα, όπου η λέξη fake news, «χρίστηκε» λέξη της χρονιάς» στο λεξικό Collins, κι έκτοτε παραμένει στην διαδικτυακή και έντυπη επικαιρότητα.
Παρόλο που η φράση είναι σχετικά «φρέσκια» βέβαια, τα παραδείγματα ψευδών ειδήσεων πηγαίνουν πολύ πίσω στην ανθρώπινη ιστορία. Το μόνο που έχει αλλάξει πλέον είναι το μέσο διάδοσής τους, το οποίο τα κάνει προσβάσιμα, οποιαδήποτε στιγμή, από οποιαδήποτε ηλικιακή ομάδα, οπουδήποτε στο πλανήτη. Και ενδεχομένως και οι συνθήκες, που τα κάνουν πιο πιστευτά.
Fake news: Μια παλιά ιστορία
Για του λόγου το αληθές θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την σειρά άρθρων της New York Sun, η οποία κυκλοφόρησε το 1835 περιγράφοντας τη ζωή... στη Σελήνη. Σε αυτή ο αρθρογράφος περιέγραφε ότι υπήρχαν στη Σελήνη φανταστικά ζώα όπως μονόκεροι, δίποδοι κάστορες, ακόμη και ιπτάμενοι νυχτεριδ-άνθρωποι, επισημαίνοντας μάλιστα κι έναν γνωστό αστρονόμο της εποχής, ως τον ιθύνοντα νου πίσω από τις σεληνιακές αυτές αποκαλύψεις. Η αναφορά σε υπαρκτό πρόσωπο ώθησε το κοινό να πιστέψει τις συγκεκριμένες θεωρίες και την Sun να πουλήσει εκείνο το εξαήμερο χιλιάδες φύλλα σε όλους όσοι ήθελαν να μάθουν περισσότερα γι' αυτή την εκπληκτική «ανακάλυψη». Παρότι δε ο συγγραφέας δεν είχε στόχο να παραπληροφορήσει το κοινό, αλλά να κάνει σάτιρα, φάνηκε να μην πετυχαίνει το στόχο.
Έκτοτε τα περιστατικά είναι πολλά. Τα τελευταία χρόνια όμως έχουν ενταθεί, αφενός χάρη στα μέσα διάδοσής τους κι αφετέρου χάρη στην ανάπτυξη και χρήση της τεχνολογίας και δη της τεχνητής νοημοσύνης. Στοχεύουν δε, όχι τόσο στην αύξηση των πωλήσεων μιας tabloid, όσο στην χειραγώγηση της κοινή γνώμης, για καίρια ζητήματα εθνικής ή και παγκόσμιας σημασίας, μεταξύ των οποίων και οι εκλογές.
Τα fake news «ψηφίζουν»
Το πρώτο τρανταχτό παράδειγμα σε μια σειρά από καταγεγραμμένα τέτοια περιστατικά ήταν στις προεδρικές εκλογές του 2016, όπου η κοινή γνώμη ήρθε αντιμέτωπη με οργανωμένες εκστρατείες παραπληροφόρησης και προπαγάνδας μέσω του δημοφιλούς κοινωνικού δικτύου, Facebook. H είδηση για την ρωσική ομάδα στον κυβερνοχώρο που ενεπλάκη στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 είχε αναστατώσει Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη. Παρότι όμως το περιστατικό έγινε γνωστό, τέσσερα χρόνια αργότερα (το 2020) παρατηρήθηκε ότι ο αριθμός των αλληλεπιδράσεων των χρηστών με άρθρα που θεωρούνται «παραπλανητικά» αυξήθηκε κατά 242% σε σχέση με το 2016, σύμφωνα με μελέτη του German Marshall Fund Digital.
Την ίδια χρονιά μάλιστα, Facebook και Twitter επεσήμαναν ότι η συγκεκριμένη ρωσική ομάδα, έχει επιστρέψει στις επάλξεις, χρησιμοποιώντας δίκτυο εικονικών λογαριασμών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μια ιστοσελίδα που έχει στηθεί για να μοιάζει με ειδησεογραφικό μέσο αριστερών πεποιθήσεων, διασπείροντας και πάλι την προπαγάνδα. Και φυσικά δεν ήταν η μόνη.
Όταν σε καλεί ο… πλανητάρχης και η μάστιγα των deep fake
Πέρυσι, με την βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, οι εκλογές στη Σλοβακία πήραν απρόσμενη τροπή. Δύο 24ωρα πριν ανοίξουν οι κάλπες για τις εθνικές εκλογές, όπου τα ΜΜΕ ήταν υποχρεωμένα να σιωπούν σχετικά με πολιτικά θέματα, το ενδιαφέρον των εκλογέων επικεντρώθηκε σε ένα ηχητικό απόσπασμα που κυκλοφόρησε μέσω διαδικτύου. Σε αυτό, ο επικεφαλής της φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης Μίκαλ Σιμέτσκα ακουγόταν να συνομιλεί με τη δημοσιογράφο Μόνικα Τόντοβα σχετικά με το πώς μπορούν να επηρεάσουν την εκλογική διαδικασία, δωροδοκώντας μέλη της κοινότητας των Ρομά.
Το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων δημοσίευσε τάχιστα ότι το αρχείο δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ηχητικό deepfake, κανείς όμως δεν μπόρεσε να σταματήσει τη διάδοσή του και κανείς δεν έχει εκτιμήσει έκτοτε, με ασφάλεια, πόσο μπορεί να επηρέασε το εκλογικό σώμα. Το κόμμα του Ρόμπερτ Φίτσο, πάντως, ο οποίος τασσόταν κατά της στήριξης της Ουκρανίας στον πόλεμο με τη Ρωσία, κέρδισε τις εκλογές με 23,37% ενώ το κόμμα του Σιμέτσκα, του υποψηφίου που υποτίθεται ότι συμμετείχε στον κατασκευασμένο διάλογο, συγκέντρωσε το 18%.
Αντίστοιχα τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, κάτοικοι της Πολιτείας του Νιου Χαμσάιρ έμειναν έκπληκτοι όταν στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής τους γραμμής η φωνή του αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάιντεν, τους προέτρεπε να μην συμμετάσχουν στις προκριματικές εκλογές, ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου, καθώς η συμμετοχή τους δεν θα έκανε καμία διαφορά. H αυτοματοποιημένη κλήση, η οποία γρήγορα αποκαλύφθηκε πως ήταν deepfake, κυριάρχησε στα έκτακτα δελτία ειδήσεων και ξεκίνησε σειρά ερευνών για το ποιοι κρύβονταν πίσω από αυτή.
Την ίδια στιγμή βέβαια, επιβεβαίωσε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο το πόσο ευάλωτες μπορούν να γίνουν οι εκλογές στους σύγχρονους μηχανισμούς χειραγώγησης. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αντιμετωπίσει και στο παρελθόν κακοήθεις ενέργειες που προέρχονται από το εξωτερικό, όμως σε αυτόν τον εκλογικό κύκλο θα αντιμετωπίσουν περισσότερους αντιπάλους που κινούνται με ταχύτητα χάρη και στις νέες τεχνολογίες», σχολίαζε έπειτα από το περιστατικό ο διοικητής του FBI Κρίστοφερ Ρέι.
Deep fake βίντεο με 2 δολάρια
Να σημειωθεί εδώ ότι οι τεχνολογίες deepfake χρησιμοποιούν μηχανική μάθηση και τεχνητή νοημοσύνη για τη δημιουργία ή την επεξεργασία βίντεο και ηχογραφήσεων ώστε αυτά να φαίνονται και να ακούγονται αυθεντικά. Οι άνθρωποι που απεικονίζονται μπορούν στη συνέχεια να κάνουν και να πουν πράγματα που ποτέ δεν έκαναν ή δεν είπαν. Αποτελούν δηλαδή έναν πολύ εύκολο τρόπο διάδοσης, αληθοφανών, ψευδών ειδήσεων.
Σύμφωνα με την Checkpoint μάλιστα υπάρχουν εκατοντάδες κανάλια (περίπου 400-500) και ομάδες στο Telegram που προσφέρουν ποικίλες υπηρεσίες deepfake, από αυτοματοποιημένα bots που καθοδηγούν τους χρήστες σε ολόκληρη τη διαδικασία έως εξατομικευμένες υπηρεσίες που παρέχονται απευθείας από μεμονωμένους εγκληματίες στον κυβερνοχώρο. Η δημιουργία δόλιου περιεχομένου μάλιστα εμφανίζεται και ανησυχητικά προσιτή από άποψη τιμής. Οι τιμές ξεκινούν από 2 ανά βίντεο ενώ με 100 δολάρια μπορεί κανείς να διασφαλίσει περισσότερα βίντεο και προσπάθειες.
Όσο για το πόσο προετοιμασμένοι μπορούν να είναι οι ψηφοφόροι ώστε να αναγνωρίζουν τις ψευδείς ειδήσεις, αρκεί να αναφέρουμε ότι λίγες εβδομάδες νωρίτερα από το περιστατικό με τον Τζο Μπάιντεν, οι πλαστές φωτογραφίες του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, παρέα με έφηβες στο αεροπλάνο του Τζέφρεϊ Επστάιν - αναδημοσιεύτηκαν μέχρι κι από δημόσια πρόσωπα, όπως ο Μαρκ Ράφαλο, με αποτέλεσμα να αναγκαστούν στη συνέχεια να απολογηθούν δημοσίως.
Στη μάχη κατά της παραπληροφόρησης
Τα παραδείγματα δεν τελειώνουν. Παρότι μάλιστα κυβερνήσεις, οργανισμοί και οργανώσεις συσπειρώνονται στον αγώνα κατά της παραπληροφόρησης και αναλαμβάνουν δράση κατά της προπαγάνδας, τα αποτελέσματα δεν είναι τα επιθυμητά, τουλάχιστον μέχρι σήμερα.
Να θυμίσουμε ότι οι big tech στην ετήσια Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια έχουν ήδη δηλώσει ότι βρίσκονται σε εγρήγορση ενόψει των επικείμενων ευρωεκλογών και των προεδρικών εκλογών των ΗΠΑ τον Νοέμβριο, υποσχόμενες να αναπτύξουν τεχνολογίες που θα αντιμετωπίζουν επιβλαβές περιεχόμενο που έχει δημιουργηθεί με τη χρήση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης και αποσκοπεί στην εξαπάτηση των ψηφοφόρων. Μεταξύ τους και οι Google, Microsoft, Meta, OpenAI, Adobe, TikTok και ElevenLabs. Ωστόσο δεν είναι οι μόνες που αναπτύσσουν τέτοιου τύπου εργαλεία.
Αντίστοιχα και η Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεπερνώντας τον εαυτό της, κατόρθωσε μέσα σε δύο χρόνια να εκδώσει την πράξη για την τεχνητή νοημοσύνη, ευρύτερα γνωστή κι ως AI Act. Σε αυτή κατηγοριοποιεί τα συστήματα που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για να επηρεάσουν το αποτέλεσμα εκλογών ή δημοψηφισμάτων ή τη συμπεριφορά των φυσικών προσώπων κατά την άσκηση της ψήφου τους, ως συστήματα ΤΝ υψηλού κινδύνου. Ορίζει μάλιστα πρόστιμα που φτάνουν τα 15 και 30 εκατ. ευρώ για τους παραβάτες. Είναι όμως αυτό αρκετό όταν στόχος είναι να ελέγξεις ένα εκλογικό αποτέλεσμα;
Αυτός είναι και ο λόγος που ειδήμονες του χώρου σημειώνουν πως θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας και στα αίτια προτού να βρούμε τις λύσεις.
Γιατί «τσιμπάμε» με τα fake news
Πράγματι, μετά τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 και το βρετανικό δημοψήφισμα «Brexit» - και στη συνέχεια τον COVID-19 - γεγονότα που άνοιξαν το ασκό του Αιόλου σχετικά με τις ψευδείς ειδήσεις, η ακαδημαϊκή έρευνα έχει εμβαθύνει στην ψυχολογία πίσω από τη διαδικτυακή παραπληροφόρηση.
Σύμφωνα με την έρευνα «Understanding and Combating Misinformation Across 16 Countries on Six Continents» για την ανθρώπινη συμπεριφορά που πραγματοποίησε το MIT Sloan School of Management τα χαρακτηριστικά των διακινητών παραπληροφόρησης αλλά και οι στρατηγικές τους, εμφανίζουν ομοιότητες. Οι χρήστες ωστόσο εμφανίζουν διαφορές ως προς την αποδοχή και διασπορά των ψευδών ειδήσεων, οι οποίες καλό είναι να ληφθούν υπόψιν.
Για παράδειγμα, στις χώρες με δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, το να διακρίνει κανείς την αλήθεια από το ψέμα σε μια είδηση ήταν πιθανότερο σενάριο. Βάσει της μελέτης οι συμμετέχοντες που ζούσαν στην Ινδία ήταν δυο φορές πιο πιθανό να πιστέψουν τους ψευδείς ισχυρισμούς απ' ότι οι κάτοικοι του Ηνωμένου Βασιλείου. Σε όλες τις χώρες δε, οι «αναλυτικά σκεπτόμενοι» πολίτες ήταν λιγότεροι επιρρεπείς σε σχέση με όσους λειτουργούν ενστικτωδώς.
Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι όσοι διαβιούν σε κοινωνίες που πρωτοστατεί η ατομική ευθύνη έναντι της κυβερνητικής αρωγής, αλλά και σε θεοκρατικές κοινωνίες ή σε κοινωνίες με υψηλό θρησκευτικό αίσθημα δυσκολεύονται περισσότερο να διακρίνουν αληθείς από ψευδείς ειδήσεις. Κι όλα αυτά ενώ η πλειονότητα των συμμετεχόντων - το 79% βάσει της έρευνας - δεν παραγνωρίζει την επικινδυνότητα του να διακινούνται ψευδείς ειδήσεις καθώς δεν γίνονται αντιληπτές ως τέτοιες.
Η εν λόγω αντίθεση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε ένα βασικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας των πολιτών σήμερα: στο ότι «δεν δίνουν μεγάλη προσοχή στην ακρίβεια», σύμφωνα με τον καθηγητή της έρευνας, κ. Rand. Κι αυτό με τη σειρά του αποδίδεται εν μέρει στο αποτύπωμα που έχει αφήσει ο σύγχρονος τρόπος ζωής αλλά και η χρήση της τεχνολογίας, δημιουργώντας στο τέλος της ημέρας έναν φαύλο κύκλο. «Σε ένα περιβάλλον που προβλέπει καθημερινή ενασχόληση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υπάρχουν τόσα πολλά που ένα άτομο καλείται να επικεντρωθεί. Το πόσα likes θα πάρω και το ποιος άλλος το κοινοποίησε παίζουν ρόλο στις αποφάσεις των ανθρώπων, οι οποίοι εκ των πραγμάτων έχουν συγκεκριμένο γνωστικό εύρος».
Την έλλειψη περίσκεψης διαπιστώνει και άλλη μελέτη, των Bago, Rand και Pennycook (2020). Σε αυτή αναφέρεται ότι οι συμμετέχοντες είχαν λιγότερες πιθανότητες να πιστέψουν τις ψευδείς ειδήσεις όταν τους δόθηκε ο χρόνος αλλά και ο διανοητικός χώρος για να σκεφτούν την ακρίβεια των διαφόρων τίτλων ειδήσεων που διάβαζαν. Χώρος που δεν είναι εφικτός κατά το βιαστικό scroll down στα newsfeeds των κοινωνικών δικτύων.
Έτερη αιτία είναι και η επαναλαμβανόμενη έκθεση σε τέτοιου είδους περιεχόμενο. Βάσει μελέτης των Pennycook, Cannon και Rand (2018) τα άτομα είναι πιο πιθανό να θεωρήσουν μια ψευδή δήλωση αληθινή όσο περισσότερες φορές εκτεθούν σε αυτήν. Κι αυτό γιατί ο εγκέφαλος αναγνωρίζει την πληροφορία ως οικεία χωρίς να θυμάται απαραίτητα πού ή σε ποιο πλαίσιο την έχει συναντήσει προηγουμένως. Συνθήκη που ενισχύεται φυσικά με τα αναρίθμητα share.
Σημαντικό ρόλο σύμφωνα με την μελέτη των Vosoughi, Roy και Aral (2018) παίζει και το γεγονός ότι οι ψευδείς ειδήσεις είναι συχνά πιο καινοφανείς από τις αληθινές, εμπνέοντας έντονα συναισθήματα όπως φόβο, αηδία και έκπληξη. Τόσο το «μήνυμα» του Τζο Μπάιντεν όσο και η «σκευωρία» για την αύξηση των ψήφων του Σιμέτσκα είχαν αυτό το χαρακτηριστικό. Με τον τρόπο αυτό οι ψευδείς ειδήσεις καταφέρνουν να τραβήξουν την προσοχή μας, δίνοντας την αίσθηση ότι επικαιροποιούμε τις γνώσεις μας για τον κόσμο, γεγονός που λειτουργεί εντέλει ενθαρρυντικά για τη διάδοσή τους.
Σύμφωνα με τον Rand δε, ρόλο παίζει και ο ψηφιακός αναλφαβητισμός. «Υπάρχει μια γενική ψυχολογία της παραπληροφόρησης που υπερβαίνει τις πολιτισμικές διαφορές» αναφέρει χαρακτηριστικά τονίζοντας ότι σε γενικές γραμμές και σε πολλές χώρες, διαπιστώνουμε ότι το να κάνουμε τους ανθρώπους να σκέφτονται «είναι αυτό αξιόπιστο» πριν πατήσουν το share button, ακόμα και μέσα από συμβουλές ψηφιακού αλφαβητισμού, έχει αποτέλεσμα.