Τα προγνωστικά διαψεύσθηκαν και μάλιστα οικτρά… Οι αγορές που ξεκίνησαν τη χρονιά με τους επενδυτές να περιμένουν ότι το παγκόσμιο ράλι των μετοχών θα αργόσβηνε, ότι οι μειώσεις των επιτοκίων θα ενίσχυαν τις τιμές των κρατικών ομολόγων και θα αποδυνάμωναν το δολάριο, ισχυροποιώντας τα νομίσματα των αναδυόμενων οικονομιών, αποδείχθηκε τελικά ότι αψήφησαν όλες τις προβλέψεις.
Ο δείκτης για τις διεθνείς μετοχές MSCI αναμένεται να κλείσει το έτος με κέρδη άνω του 17% για δεύτερη διαδοχική χρονιά, αντιπαρέρχοντας τους πολέμους σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, τις μεγάλες οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις της Γερμανίας, το δημοσιονομικό χάος στη Γαλλία και την επιβράδυνση της Κίνας.
Το σκηνικό αυτό βασίζεται ως επί το πλείστον στα τεράστια κέρδη της Wall Street που συνεχίστηκαν για δεύτερη χρονιά, καθώς η έκρηξη της τεχνητής νοημοσύνης και η ανθεκτικότητα της αμερικανικής οικονομίας έφεραν νέα κεφάλαια στο αμερικανικό ενεργητικό και ώθησαν το δολάριο σε άνοδο 7% έναντι των κυριοτέρων νομισμάτων του πλανήτη στη διάρκεια του τρέχοντος έτους.
Η ευφορία αυτή έγινε ακόμη πιο έντονη μετά την νίκη του Ντόναλν Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου, καθώς οι επενδυτές εστίασαν στα σχέδια του νεοκλεγέντος προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για φορολογικές μειώσεις και πιο χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο, με τον αμείωτο ενθουσιασμό να τροφοδοτεί το άλμα του bitcoin σε αλλεπάλληλα ρεκόρ με κέρδη άνω του 120% για φέτος.
Τώρα, οι διεθνείς αγορές περιμένουν το 2025 λαμβάνοντας υπόψη τα νέα δεδομένα στις ΗΠΑ και κυρίως τον παράγοντα κινδύνου που ήρθε στο προσκήνιο μετά το σήμα της Φέντεραλ Ριζέρβ για δύο μόνο μειώσεις των επιτοκίων το επόμενο έτος. Αυτό, παρά το γεγονός ότι η αμερικανική αγορά εργασίας έχει κατεβάσει ταχύτητα και η ξαφνική αύξηση των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας στα μέσα του έτους άσκησε πιέσεις στο ενεργητικό σε δολάριο και προκάλεσε τον Αύγουστο έντονους κραδασμούς στις διεθνείς αγοράς, οι οποίοι ωστόσο αποδείχθηκαν προσωρινοί.
Την ίδια στιγμή, οι επενδυτές στην αγορά χρέους εμφανίζονται ολοένα και πιο ανήσυχοι ότι οι προτεινόμενοι δασμοί Τραμπ θα αναζωπυρώσουν τον πληθωρισμό και ότι ο υπερβολικός δανεισμός στον οποίο σκοπεύει να προχωρήσει ο Λευκός Οίκος θα μπορούσε να αποσυντονίσει την αμερικανική αγορά κρατικών ομολόγων αξίας 28 τρισ. δολαρίων. «Σε περίπτωση υπαναχώρησης στις αγορές των ΗΠΑ, θα ήταν πραγματικά δύσκολο να βρούμε ένα μέρος να κρυφτούμε», ανέφερε στο Reuters ο στρατηγικός αναλυτής της Barclays Τζούλιεν Λαφάργκ.
Η πορεία της Wall Street και των κινεζικών μετοχών
Ο χρηματιστηριακός δείκτης S&P 500 της Wall Street καταγράφει φέτος κέρδη 24%, μετά από παρόμοιο άλμα πέρυσι, στην πιο ισχυρή διετή κούρσα ανόδου από το 1998. Αντίστοιχα, η μετοχή του κορυφαίου κατασκευαστή τσιπ τεχνητής νοημοσύνης Nvidia αυξήθηκε 176% φέτος, η αυτοκινητοβιομηχανία του Έλον Μασκ Tesla καταγράφει κέρδη 73%, ενώ η έκθεση των επενδυτών σε αμερικανικές μετοχές έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ το Δεκέμβριο.
Η συνολική αξία των κορυφαίων τεχνολογικών εταιρειών, γνωστών ως Magnificent Seven, εκπροσώπησε περίπου το ένα-πέμπτο του παγκόσμιου χρηματιστηριακού δείκτη MSCI, φθάνοντας σε επικίνδυνα υψηλά επίπεδα, που σημαίνει ότι είναι επιρρεπείς σε διόρθωση και μάλιστα μεγάλη, σε περίπτωση που τα κέρδη τους ή οι επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη προκαλέσουν απογοήτευση.
Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν η περαιτέρω πρόοδος στην τεχνητή νοημοσύνη μεταφραστεί σε αύξηση εσόδων για τις κορυφαίες τεχνολογικές, ενώ την ίδια στιγμή εκδηλώνονται ανησυχίες για τις υψηλές αποτιμήσεις. Ήδη, οι Magnificent Seven (Apple, Amazon, Alphabet, Microsoft, Meta, Nvidia και Tesla) έχουν σήμερα κεφαλαιοποίηση από κοινού 18 τρισ. δολάρια, εκπροσωπώντας το ένα-τρίτο του S&P 500 συγκριτικά με το 15% πριν από 30 έτη.
Ωστόσο, μία μεγάλη μερίδα αναλυτών εμφανίζεται καθησυχαστική επικαλούμενοι τα αυξανόμενα κέρδη των εταιρειών αυτών, την υπεροχή των ΗΠΑ στην τεχνολογία και τις μεγάλες εταιρικές δαπάνες σε τεχνητή νοημοσύνη – αναμένεται να ξεπεράσουν τα 1 τρισ. δολάρια, ποσό μεγαλύτερο ακόμη και από τον αμυντικό προϋπολογισμό.
Οι κινεζικές μετοχές είχαν μια δύσκολη χρονιά, καταγράφοντας άνοδο 16% ξαφνικά σε μια μόνο εβδομάδα του Σεπτεμβρίου, αφού το Πεκίνο σηματοδότησε την ετοιμότητά του να τονώσει την οικονομία, για να ακολουθήσουν όμως έκτοτε πολλές εβδομάδες πτώσης.
Οι επενδυτές ωστόσο που διακράτησαν τις κινεζικές μετοχές στο χαρτοφυλάκιό τους το 2024 ανταμείφθηκαν με κέρδη 14,5%, παρότι πολλοί αναμένουν ότι ο κύκλος των απότομων αυξομειώσεων θα συνεχιστεί, διαταράσσοντας τόσο τις αγορές στην Ευρώπη όσο και στην Ασία, έως ότου το Πεκίνο αναλάβει ξανά άμεση δράση.
Τα νομίσματα: κερδισμένοι και χαμένοι
Το ευρώ υποχώρησε περίπου 5,5% έναντι του δολαρίου φέτος, ενώ οι ευρωπαϊκές μετοχές υποαπέδωσαν έναντι των αμερικανικών, χειρότερα από κάθε άλλη φορά στη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών.
Μετά από τέσσερις επιτοκιακές μειώσεις από την ΕΚΤ, η οικονομία της Ευρωζώνης εξακολουθεί να επιβραδύνεται, με τις προσδοκίες για ανάκαμψη το 2025 να αρχίζουν τώρα να απομακρύνονται.
Οι πιθανότητες επίσης να συνεχιστεί το ράλι στις υπόλοιπες αγορές, εάν η Wall Street υπαναχωρήσει, είναι από πολύ μικρές έως μηδαμινές. Για να μπορέσουν λοιπόν οι επενδυτές να αντισταθμίσουν τους επερχόμενους κινδύνους, έσπευσαν να διαφοροποιήσουν το χαρτοφυλάκιό τους επιλέγοντας ως ασφαλές στοίχημα τον χρυσό, που έχει κάνει φέτος ράλι 27%.
Από την άλλη πλευρά, οι φόβοι για τους δασμούς και η ισχύς του δολαρίου έχουν πλήξει τα μέγιστα τα νομίσματα αναδυόμενων αγορών, γεγονός που επιτείνει ακόμη περισσότερο τα προβλήματα των φτωχότερων χωρών.
Τα νομίσματα της Αιγύπτου και της Νιγηρίας έχουν υποχωρήσει περίπου 40% έναντι του δολαρίου, μετά τις υποτιμήσεις τους, ενώ το ρεάλ Βραζιλίας απώλεσε περισσότερο από 20% της αξίας του, εν μέσω ανησυχιών για τη συσσώρευση κρατικού χρέους και αύξησης των δαπανών.
Στις λίγες εξαιρέσεις είναι το ραντ της Νότιας Αφρικής, το δολάριο Χονγκ Κονγκ και το σέκελ του Ισραήλ. «Εξακολουθούμε να είμαστε επιφυλακτικοί για τα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών και ο βασικός λόγος γι΄αυτό είναι ένας πιθανός εμπορικός πόλεμος των ΗΠΑ με όλες τις μεγάλες οικονομίες», επισημαίνει επίσης στο Reuters ο Αριφ Γιόσι, αναλυτής της Lazard Asset Management.
Στα ύψη οι ομολογιακές αποδόσεις
Τα επιτόκια μπορεί να μειώθηκαν σε όλες τις μεγάλες οικονομίες στη διάρκεια του 2024, όμως οι επενδυτές στην αγορά ομολόγων γνώρισαν ετήσιες απώλειες αφού πέρασαν τη μεγαλύτερη διάρκεια του τρέχοντος έτους προεξοφλώντας μεγαλύτερη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από αυτή στην οποία προχώρησαν τελικά οι κεντρικές τράπεζες, καθώς ο πληθωρισμός παρέμεινε επίμονα υψηλός.
Η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς ενισχύθηκε περίπου 60 μονάδες βάσης φέτος, του βρετανικού 10ετούς αυξήθηκε κατά 100 μονάδες βάσης και του αντίστοιχου γερμανικού μόλις 16 μονάδες βάσης. Στην Ιαπωνία, όπου τα επιτόκια αυξήθηκαν φέτος, η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου κατέγραψε άνοδο 45 μονάδων βάσης, στη μεγαλύτερη ετήσια κλιμάκωση από το 2003.
Το επόμενο έτος επιφυλάσσει αρκετές προκλήσεις για τις αγορές κρατικών ομολόγων εν μέσω έντονης αβεβαιότητας για το εάν τελικά οι πολιτικές του Τραμπ θα πυροδοτήσουν πληθωρισμό και θα επηρεάσουν τις πολιτικές της Φέντεραλ Ριζέρβ. Άλλωστε και η γαλλική αγορά κρατικών ομολόγων έδειξε προσφάτως ότι οι λεγόμενοι «φύλακες» του κρατικού χρέους καιροφυλακτούν να τιμωρήσουν τις κυβερνήσεις για τον υπερβολικό δανεισμό τους.
«Τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα επαναξιολογούν την προοπτική υψηλότερων επιτοκίων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και μία πιο γερακίσια Fed”, σημείωσε στο Reuters ο Σιν Σίμκο, διαχειριστής χαρτοφυλακίου της SEI Investments. O ίδιος βλέπει την τάση να συνεχίζεται καθοδηγούμενη από τις υψηλότερες μακροπρόθεσμες ομολογιακές αποδόσεις.
Οι αυξανόμενες αποδόσεις καταδεικνύουν πόσο διαφορετικός είναι ο σημερινός οικονομικός και νομισματικός κύκλος. Παρά το αυξανόμενο κόστος δανεισμού, η ανθεκτική οικονομία κράτησε τον πληθωρισμό επίμονα υψηλό, πάνω από το στόχο της Fed, αναγκάζοντας τους επενδυτές να επανατοποθετούν, εγκαταλείποντας τις ελπίδες για ευρείας κλίμακας ράλι. Μετά από ένα έτος έντονων αυξομειώσεων, οι traders αρχίζουν τώρα να προετοιμάζονται για ακόμη ένα απογοητευτικό έτος.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι κερδισμένοι των αγορών κρατικών ομολόγων του 2024 προήλθαν από τις πλέον ριψοκίνδυνες αγορές. Τα ομόλογα δολαρίου του Λιβάνου που κήρυξαν στάση πληρωμών απέφεραν κέρδη 100% φέτος καθώς οι επενδυτές περιμένουν αποδυνάμωση της Χεζμπολάχ. Επίσης, ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρύθμισης και η προοπτική της επιστροφής Τραμπ στο Λευκό Οίκο προσέφεραν κέρδη 100% στους επενδυτές ομολόγων δολαρίου που εκδόθηκαν από την Αργεντινή, καθώς ο πρόεδρός της Χαβιέ Μιλέι έχει στενές σχέσεις με τον Αμερικανό νεοεκλεγμένο πρόεδρο. Η προοπτική επίσης τερματισμού του πολέμου στην Ουκρανία με παρέμβαση Τραμπ έφερε κέρδη 60% στα κρατικά ομόλογα της Ουκρανίας.