Ευνοϊκές παραμένουν οι τουριστικές προσδοκίες για την επόμενη χρονιά, παρά την αύξηση των κρουσμάτων που παρατηρείται διεθνώς από την νέα μετάλλαξη του κορονοϊού. Στην περίπτωση της χώρας μας μάλιστα, πολλοί είναι εκείνοι που εκτιμούν ότι το 2022 θα θυμίσει την προπανδημική χρονιά του 2019, τόσο από άποψη αφίξεων όσο κι από άποψη τουριστικών εισπράξεων.
«Οι επιδόσεις του τουριστικού κλάδου κατά το 2021 δημιουργούν ευνοϊκές προσδοκίες για την ταξιδιωτική κίνηση και τις σχετικές εισπράξεις και για το επόμενο έτος, κατά το οποίο αναμένεται να πραγματοποιηθούν επιδόσεις περίπου στα επίπεδα του 2019», αναφέρει πρόσφατη εκτίμηση για τον τουρισμό, της ενδιάμεσης έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος.
«Οι τουριστικές εισπράξεις, οι οποίες θα ξεπεράσουν τις αρχικές προσδοκίες το τρέχον έτος αναμένεται να ακολουθήσουν ανοδική πορεία και το διάστημα 2022- 2023, συνεισφέροντας στους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μαζί με άλλες σημαντικές παραμέτρους όπως η ανάκαμψη της Ευρωζώνης και η επιτάχυνση των επενδύσεων» επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Παρά τις αρχικές επιφυλακτικές εκτιμήσεις η φετινή χρονιά δείχνει να κινήθηκε πολύ καλύτερα από το αναμενόμενο. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΤτΕ οι αφίξεις μη κατοίκων για το δεκάμηνο του 2021 έφθασαν το 46% του 2019 ενώ στο 58% της προπανδημικής χρονιάς έφτασαν και οι ταξιδιωτικές εισπράξεις το ίδιο διάστημα.
Αναλυτικότερα, στο 10μηνο Ιανουαρίου- Οκτωβρίου 2021,οι ταξιδιωτικές εισπράξεις ανήλθαν στα 10,2 δισ. ευρώ και οι αφίξεις άγγιξαν τους 13.763 χιλ. ταξιδιώτες. Λίγο αυξημένα από τα προαναφερθέντα νούμερα θα είναι και οι επιδόσεις στο σύνολο του έτους, μετά και την ανάσχεση της τουριστικής κίνησης που έφερε η επέλαση της μετάλλαξης Όμικρον.
Την ευοίωνη άποψη ασπάζονται φορείς και στελέχη του κλάδου. Την εκτίμηση ότι το 2022 θα είναι μια ιδιαίτερα θετική χρονιά για τον τουρισμό, για παράδειγμα, διατύπωσε προ εβδομάδων και ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Κωνσταντίνος Βασιλείου, σε συνέντευξη Τύπου για την διαχρονική συμβολή της τράπεζας στην ανάπτυξη και στήριξη του τουρισμού. «Η ζήτηση για το 2022 είναι η μεγαλύτερη που έχει δει ο κλάδος τα τελευταία 20 χρόνια. Υπάρχουν επιχειρήσεις ξενοδοχειακές οι οποίες έχουν ήδη καλύψει με προ κρατήσεις το 40% - 50% όλης της ζήτησης του 2022, και εάν συνεχίσει η ίδια ζήτηση, οι προβλέψεις είναι πως μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου ίσως έχει καλυφθεί το 70% όλης της προσφοράς δωματίων και κλινών στη χώρα, κάτι πάρα πολύ σπάνιο» είχε αναφέρει χαρακτηριστικά.
Αντίστοιχη ήταν και η άποψη που εξέφρασε ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, κ. Γιάννης Ρέτσος από το βήμα του συνεδρίου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων που πραγματοποιήθηκε το προηγούμενο διάστημα. «Η ανάκαμψη θα καθυστερήσει μερικούς μήνες ακόμη γιατί έχουμε μπροστά μας έναν δύσκολο χειμώνα μέχρι την άνοιξη, όπου θα μπορούσαμε να πούμε ότι αφήνουμε την πανδημία πιο πίσω» ανέφερε χαρακτηριστικά. Για το τρέχον έτος, σύμφωνα με τον κ. Ρέτσο οι τουριστικές εισπράξεις θα ξεπεράσουν τα 10 δισ. ευρώ, γεγονός που σημαίνει ότι ο κλάδος θα προσθέσει 2 μονάδες στο ΑΕΠ της χώρας. Όσο για τις εκτιμήσεις για το 2022, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ χαρακτήρισε τον στόχο που προβλέπει το προσχέδιο του προϋπολογισμού για την επόμενη χρονιά στα 15 δισ. ευρώ «απόλυτα ρεαλιστικό» προσθέτοντας ότι μάλλον «κινείται προς το απαισιόδοξο παρά προς το αισιόδοξο».
Οι όποιες προσδοκίες βέβαια, συνδέονται άρρηκτα και με την διαφοροποίηση και βελτίωση, του τουριστικού προϊόντος αλλά και των υποδομών που σχετίζονται με αυτό, γεγονός που επισημαίνει τόσο η ΤτΕ όσο και οι φορείς του τουρισμού σε κάθε ευκαιρία.
Κι αυτό γιατί η απομάκρυνση του πλανήτη από τον εφιάλτη της πανδημίας, θα κάνει προσβάσιμους και μακρινότερους προορισμούς που τις δύο προηγούμενες χρονιές είχαν κλειστά τα σύνορά τους, αυξάνοντας αισθητά τον ανταγωνισμό για την χώρα μας. Μέχρι στιγμής σύμφωνα με τους αναλυτές της ΤτΕ «η Ελλάδα έχει διατηρήσει τη θέση της σε σχέση με τους μεγάλους ανταγωνιστικούς προορισμούς, καταλαμβάνοντας την τέταρτη θέση μετά την Ισπανία, την Ιταλία και την Τουρκία. Επιπλέον, έχει αυξήσει το μερίδιό της στο σύνολο των εισπράξεων και των αφίξεων στην περιοχή σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2019».
Ωστόσο μέχρι σήμερα οι χώρες της ΕΕ εξακολουθούν να αποτελούν την κύρια πηγή ταξιδιωτών, με αφίξεις και εισπράξεις από τις χώρες αυτές να αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με άλλες. Για την ακρίβεια, η αύξηση των εισπράξεων και των αφίξεων ταξιδιωτών από τις χώρες της ζώνης του ευρώ αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ήμισυ της συνολικής μεταβολής των αντίστοιχων μεγεθών, με τη μεγαλύτερη συμβολή να προέρχεται από τη Γερμανία και τη Γαλλία. Εκτός ΕΕ, στην αύξηση των τουριστικών μεγεθών συνέβαλαν οι ταξιδιώτες από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ.