Υψηλές πληρότητες, επιστροφή στα προ πανδημίας επίπεδα για κάποιους προορισμούς και ελπίδες για επέκταση της σεζόν είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά της φετινής τουριστικής χρονιάς. Χαρακτηριστικά που δίνουν μια ανάσα τόσο στον κλάδο, μετά το μεγάλο πλήγμα που δέχτηκε τα δύο προηγούμενα χρόνια λόγω υγειονομικής κρίσης, όσο και στην ίδια την οικονομία, δημιουργώντας έναν νέο δημοσιονομικό χώρο 2,5 δισ. ευρώ εάν βέβαια επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη για ταξιδιωτικές εισπράξεις 20 δισ. ευρώ φέτος. Παρά τους πανηγυρισμούς βέβαια, η πρώτη μεταπανδημική χρονιά με θετικό πρόσημο δεν διασφαλίζει την διάρκεια της επιτυχίας, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι τα δομικά συστατικά του φετινού καλοκαιριού θα πάψουν να ισχύουν τα επόμενα χρόνια.
Αυτός είναι και ο λόγος που σύμφωνα με τα επισημαίνουν φορείς και παράγοντες της αγοράς, η αισιοδοξία οφείλει να είναι συγκρατημένη και η στρατηγική από εδώ και πέρα μεσομακροπρόθεσμη, ώστε ο κλάδος να συνεχίσει να εισφέρει άμεσα κι έμμεσα το 25% του ελληνικού ΑΕΠ.
Οι αστερίσκοι για την συνέχεια
Ο πρώτος διαφοροποιητικός παράγοντας, μια συνθήκη δηλαδή που ίσχυσε φέτος αλλά θα πάψει να ισχύει τα επόμενα έτη, είναι η επιθυμία των ταξιδιωτών να αποδράσουν. Μετά από δύο πανδημικά χρόνια, όπου πολλοί απέφυγαν να ταξιδέψουν αλλά κι όσοι το έκαναν ταξίδεψαν υπό αυστηρούς υγειονομικούς περιορισμούς, η επιθυμία για αποδράσεις παρέμεινε έντονη το 2022. Ο κόσμος βγήκε από το σπίτι κι είχε διάθεση να επιδοθεί στο λεγόμενο revenge travelling. Η διάθεση αυτή ωστόσο δεν θα είναι το ίδιο έκδηλη τα επόμενα χρόνια, ειδικά όταν οι υγειονομικές συνθήκες θα έχουν ομαλοποιηθεί. Τότε οι προορισμοί θα πρέπει να έχουν χτίσει ισχυρή ταυτότητα ώστε να μπαίνουν στο ραντάρ των τουριστών και να καθίστανται πρώτη επιλογή, επισημαίνουν φορείς της αγοράς.
Πέρα από την ανάγκη για ταξίδι, εντονότερη σε σχέση με το παρελθόν ήταν κι η ανάγκη των επισκεπτών να ξοδέψουν, μετά από δύο χρόνια εγκλεισμού. Αυτό φάνηκε όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, στην αύξηση της μέσης δαπάνης τόσο πέρυσι όσο και φέτος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ωστόσο ότι ο ρυθμός αύξησης ανακόπηκε ήδη από φέτος, στην σκιά της ενεργειακής κρίσης που επίκειται και των πληθωριστικών πιέσεων που ήδη περιορίζουν το καλάθι της νοικοκυράς. Να θυμίσουμε ότι σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος η μέση δαπάνη καταγράφηκε τόσο τον Ιούνιο όσο και όλο το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους σημαντικά αυξημένη σε σχέση με το 2019, ωστόσο φάνηκε να υπολείπεται σε σχέση με 2021, όπου και είχε εκτοξευτεί.
Ειδικότερα η κατά κεφαλήν δαπάνη τον Ιούνιο του 2022 διαμορφώθηκε στα 703,7 ευρώ, αυξημένη κατά 15,9% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019 που η μέση δαπάνη ήταν στα 607,4 ευρώ αλλά μειωμένη κατά 5,7% σε σχέση με τον Ιούνιο του 2021 όπου και είχε διαμορφωθεί στα 746,6 ευρώ. Αντίστοιχα στο πρώτο εξάμηνο του 2022, η μέση δαπάνη διαμορφώθηκε στα 627,5 ευρώ, αυξημένη κατά 12,6% σε σχέση με το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουνίου του 2019 ( 557,5 ευρώ), αλλά μειωμένη κατά 7,9% σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2021 όπου και είχε διαμορφωθεί στα 681,3 ευρώ.
Την συνθήκη αναμένεται να επιδεινώσουν οι πληθωριστικές πιέσεις που σύμφωνα με εκτιμήσεις θα συνεχιστούν αλλά και το αυξημένο ενεργειακό κόστος σε όλη τη βόρεια Ευρώπη και σε χώρες που αποτελούν βασικούς τροφοδότες του ελληνικού τουρισμού.
Μια ακόμα συνθήκη που αναμένεται να διαφοροποιηθεί και να καταστεί «επιζήμια» για την καλή τουριστική συνέχεια είναι και οι μακρινοί προορισμοί. Όπως συνομολογούν φορείς του κλάδου, η Μεσόγειος βρέθηκε στο επίκεντρο του τουριστικού ενδιαφέροντος καθώς πολλοί long haul προορισμοί παρέμειναν κλειστοί για ακόμα μια χρονιά. Αν του χρόνου οι εν λόγω προορισμοί ανοίξουν , τα δεδομένα θα είναι πολύ διαφορετικά και σίγουρα μέρος των τουριστών που έμειναν φέτος εντός ευρωπαϊκών συνόρων θα κατευθυνθούν σε αυτούς.
Τέλος πρόσθετο προβληματισμό για την συνέχεια προκαλεί και η συνθήκη της υγειονομικής αλλά και της γεωπολιτικής κρίσης, οι οποίες έδειξαν φέτος, παρά τις αρχικές εκτιμήσεις, να μην επηρεάζουν τα σχέδια των τουριστών να ταξιδέψουν. Η παρατεταμένη σύγκρουση βέβαια καθώς και μια επιδείνωση στην πορεία της πανδημίας τον προσεχή χειμώνα, δεν αποκλείεται να επιδράσουν αρνητικά στον κλάδο.
Ακόμα μάλιστα κι αν τα παραπάνω δεν επιδράσουν καταλυτικά στην τουριστική κίνηση, πολλοί ελληνικοί προορισμοί έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί έχουν αγγίξει ήδη από φέτος την φέρουσα ικανότητά τους και τίθεται εν αμφιβόλω το αν θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν σε περαιτέρω αύξηση της εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης, διατηρώντας παράλληλα και το καλό τους προφίλ.
Νέο ρεκόρ στις αφίξεις με αύξηση 14% σε σχέση με το 2019
Να θυμίσουμε ότι οι αφίξεις επιβατών από το εξωτερικό τον Ιούλιο στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια κατέγραψαν αύξηση της τάξης του 13,9% (διαμορφώθηκαν στα 5,127 εκατομμύρια επιβάτες έναντι 4,49 εκατομμυρίων τον αντίστοιχο μήνα του 2019), δημιουργώντας ένα νέο ρεκόρ. Οι πρώτες ενδείξεις από τον Αύγουστο δείχνουν πως η αύξηση αυτή κλιμακώνεται. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελούν οι αφίξεις στα νησιά του Νοτιοανατολικού Αιγαίου το πρώτο 7ήμερο του Αυγούστου, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 17% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019. Σε αυτό το πλαίσιο μάλιστα ήδη από τον Ιούλιο και σε αντίθεση με όλους τους προηγούμενους μήνες η φήμη της χώρας παρουσίασε μικρή μείωση (από 9,0 σε 8,9) σύμφωνα με τον ΙΝΣΕΤΕ. Παρότι το φαινόμενο παρατηρείται διεθνώς στην αιχμή της σεζόν, εύκολα κατανοεί κανείς τι θα συμβεί αν η τουριστική κίνηση απογειωθεί περαιτέρω.
Το γεγονός ότι η τρέχουσα χρονιά δεν προσφέρεται για στρατηγικά συμπεράσματα έχουν επισημάνει ουκ ολίγες φορές παράγοντες και φορείς του κλάδου, υπογραμμίζοντας σε κάθε ευκαιρία την ανάγκη μακρόπνοου σχεδιασμού για την επόμενη ημέρα του τουρισμού. Χαρακτηριστικό προς αυτή την κατεύθυνση είναι και το πρόσφατο Tweet του προέδρου του ΣΕΤΕ, κ. Γιάννη Ρέτσου. «Ευπρόσδεκτα τα ρεκόρ, ειδικά σε μια πολύ δύσκολη οικονομική & γεωπολιτική συγκυρία. Η διάρκεια της επιτυχίας όμως, αλλά και η μεγαλύτερη διάχυση του τουριστικού εισοδήματος, προϋποθέτουν στρατηγική και διαμόρφωση πολιτικών. Έχουμε σήμερα μια μοναδική ευκαιρία» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Ρέτσος, επισημαίνοντας ότι η ανάγκη στρατηγικού σχεδιασμού όπως αυτός παρουσιάζεται στην μελέτη «Εθνική στρατηγική για τον τουρισμό, με ορίζοντα το 2030» είναι επιτακτικότερη από ποτέ.