Του Γιάννη Αγγέλη
Η ΕΚΤ στην τελευταία συνάντηση του Διοικητικού Συμβουλίου της την περασμένη Πέμπτη, πέραν της επέκτασης του έκτακτου QE (PEPP) ανακοίνωσε και την επέκταση των προγραμμάτων επιδοτούμενων (μέσω του αρνητικού επιτοκίου) δανείων προς τις τράπεζες του ευρω- συστήματος.
Το εντυπωσιακό στοιχείο αυτής της παρέμβασης είναι ότι αυτή η επίμονη παροχή νομισματικά επιδοτούμενης ρευστότητας στο ευρωσύστημα επεκτείνεται σε συνθήκες όπου διαπιστώνεται η ύπαρξη υπερβάλλουσας ρευστότητας περί τα 3 τρισ. ευρώ (!).
Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται με σχετική ακρίβεια στις overnight καταθέσεις των τραπεζών στην ΕΚΤ, οι οποίες κινούνται στο επίπεδο αυτό των τριών και πλέον τρισ. ευρώ. Παρ’ όλα αυτά η απόφαση της ΕΚΤ είναι να επεκτείνει τα προγράμματα παροχής επιδοτούμενης ρευστότητας σχεδόν παράλληλα με την επέκταση του PEPP.
Στο «φαινόμενο» αυτό συμμετέχουν και οι ελληνικές τράπεζες οι οποίες σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία εναποθέτουν…κάθε βράδυ στην ΕΚΤ περί τα 8 δισ. ευρώ.
Να σημειωθεί εδώ ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν απορροφήσει κάτι περισσότερο από 39 δισ. ευρώ από τα προγράμματα (TLTROs) αυτά, διευκολύνοντας έτσι την αντικατάσταση κοστοβόρου δανεισμού με τον επιδοτούμενο της ΕΚΤ, με εξαιρετικά θετικές συνέπειες στον ισολογισμό τους.
Σύμφωνα με την τελευταία απόφαση της ΕΚΤ το αρνητικό επιτόκιο απορρόφησης ρευστότητας στο πλαίσιο του TLTRO III αγγίζει πλέον το «-1%» για το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιουνίου 2020 και Ιουνίου 2021, ενώ για την υπόλοιπη διάρκεια της χρηματοδότησης περιορίζεται στο «- 0,5%» με την προϋπόθεση βέβαια ότι διατηρείται ο όγκος παροχής δανείων που είναι προϋπόθεση συμμετοχής στο πρόγραμμα.
Η διατήρηση της στάσης αυτής από την ΕΚΤ έναντι των τραπεζών, αλλά και έναντι των κρατικών ομολόγων, διαμορφώνει ένα πολύ θετικό περιβάλλον αναδιάρθρωσης τόσο του κρατικού όσο και του ιδιωτικού χρέους, ιδιαίτερα μετά την άρση των εμποδίων που είχαν τεθεί στην αγορά κρατικών ομολόγων από τις εγχώριες τράπεζες.
Η διαδικασία αυτή έχει ήδη αρχίσει να κινείται από τον ΟΔΔΗΧ, πολύ προσεκτικά στις αρχές του 2020 και επιταχύνεται μετά την επέκταση του PEPP (Μάρτιος του 2022) και την επιβεβαίωση της επανεπένδυσης των κεφαλαίων του μέχρι τουλάχιστον και το 2023. Και αυτό γιατί πλέον τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ενώ παραμένουν προς το παρόν non investment grade, αποκτούν μία μακράς διάρκειας δυνατότητα επιλεξιμότητας για τo PEPP τουλάχιστον μέχρι και το 2023.
Αυτό το περιβάλλον διευκολύνει συστηματικά πλέον την σταδιακή αναδιάρθρωση του κρατικού και του ιδιωτικού χρέους, ειδικά των τραπεζών.
Παρ’ όλα αυτά όμως οι «αριθμοί» της ταμειακά υπερβάλλουσας ρευστότητας δείχνουν ότι οι εγχώριες τράπεζες, παρά τις «παροχές» της ΕΚΤ, εξακολουθούν να παραμένουν επιφυλακτικές για την σταθερότητα και την βιωσιμότητα της αναμενόμενης ανάκαμψης της οικονομίας το 2021 κρατώντας την διαθέσιμη ρευστότητα «μακριά» από τις αβέβαιες περιοχές…