Νέα έρευνα που παρουσιάζεται στην ετήσια συνάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη στη Στοκχόλμη (19-23 Σεπτεμβρίου) καταδεικνύει ότι ο διαβήτης τύπου 2 επηρεάζει περισσότερο τη θνησιμότητα και το προσδόκιμο ζωής των γυναικών, των νεαρότερων ατόμων και των καπνιστών.
Μια γυναίκα με διαβήτη τύπου 2 έχει 60% αυξημένες πιθανότητες πρόωρου θανάτου και θα ζήσει 5 χρόνια λιγότερο από τη μέση γυναίκα του γενικού πληθυσμού. Αντίστοιχα, οι άνδρες με τη νόσο έχουν 44% αυξημένο κίνδυνο να πεθάνουν πρόωρα και ζουν 4,5 χρόνια λιγότερο, με βάση μοντέλο επιστημόνων από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Το κάπνισμα μειώνει το προσδόκιμο ζωής των ατόμων με διαβήτη τύπου 2 κατά 10 χρόνια, ενώ η διάγνωση σε μικρότερη ηλικία (πριν από την ηλικία των 65 ετών) κατά πάνω από 8,5 χρόνια.
Ο διαβήτης τύπου 2 εμφανίζεται συνήθως σε μεσήλικες και ηλικιωμένους, αλλά η εμφάνιση σε νεαρότερη ηλικία γίνεται ολοένα και πιο συχνή παγκοσμίως.
Οι άνθρωποι με διαβήτη στην Αγγλία είναι γνωστό ότι έχουν 50 έως 70% υψηλότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου από άτομα χωρίς διαβήτη (αυτό είναι γνωστό ως η τυποποιημένη αναλογία θνησιμότητας βάσει ηλικίας ή SMR).
Λίγα είναι γνωστά, ωστόσο, για το πώς οι δημογραφικοί παράγοντες και οι παράγοντες του τρόπου ζωής μπορεί να επηρεάσουν το μέγεθος αυτού του κινδύνου.
Η μελέτη
Οι ερευνητές υπολόγισαν το προσδόκιμο ζωής των ασθενών με διαβήτη τύπου 2 στο Σάλφορντ του Ηνωμένου Βασιλείου (11.806 συμμετέχοντες, 55% άνδρες, μέση ηλικία 66,2 έτη), σε μια περίοδο 10 ετών και το συνέκριναν με τα στοιχεία του προσδόκιμου ζωής για τον γενικό πληθυσμό της ίδιας ηλικίας και φύλου.
Στη συνέχεια εξέτασαν την επίδραση των δημογραφικών παραγόντων και του τρόπου ζωής στο ποσοστό θνησιμότητας και το προσδόκιμο ζωής των ατόμων με διαβήτη τύπου 2.
Τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν περιλάμβαναν τα αρχεία υγείας των συμμετεχόντων από το 2010 έως το 2020 (σταματώντας πριν από την πανδημία COVID-19), πληροφορίες για το προσδόκιμο ζωής του γενικού πληθυσμού από το Γραφείο Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας και πληροφορίες από τον Δείκτη Πολλαπλής Στέρησης. Οι δείκτες πολλαπλής στέρησης είναι ευρέως χρησιμοποιούμενα σύνολα δεδομένων στο Ηνωμένο Βασίλειο για την ταξινόμηση της σχετικής στέρησης (ουσιαστικά ένα μέτρο της φτώχειας) μικρών περιοχών.
Από τους συμμετέχοντες 3.921 πέθαναν (2.080 άνδρες) κατά τη διάρκεια των 10 ετών που μελετήθηκαν, σε σύγκριση με τους αναμενόμενους 2.135, δίνοντας μια τυποποιημένη αναλογία θνησιμότητας (SMR) 1,84, που σημαίνει ότι ο κίνδυνος πρόωρου θανάτου ήταν 84% υψηλότερος στα άτομα με διαβήτη σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό.
Ο αυξημένος κίνδυνος πρόωρου θανάτου ήταν μεγαλύτερος για τις γυναίκες με διαβήτη τύπου 2 σε σχέση με τους άνδρες (96% έναντι 74% μεγαλύτερος κίνδυνος πρόωρου θανάτου).
Το εύρημα αυτό εξέπληξε τους ερευνητές, καθώς θεωρείται ότι γενικά ο διαβήτης τύπου 2 έχει μεγαλύτερη επίδραση στην υγεία των ανδρών παρά στην υγεία των γυναικών.
Όταν τα αποτελέσματα προσαρμόστηκαν για να ληφθούν υπόψη τα επίπεδα στέρησης (το Σάλφορντ είναι μια από τις πιο μειονεκτικές περιοχές της Αγγλίας), όσοι είχαν διαβήτη τύπου 2 εξακολουθούσαν να έχουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου.
Με την προσαρμογή για τη στέρηση, μια γυναίκα με διαβήτη τύπου 2 είχε 60% περισσότερες πιθανότητες να πεθάνει πρόωρα από κάποια άλλη στο γενικό πληθυσμό, ενώ ένας άνδρας είχε 44% περισσότερες πιθανότητες να πεθάνει πρόωρα.
Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν, επίσης, ότι το διαβήτης τύπου 2 έχει μεγαλύτερη επίδραση στο προσδόκιμο ζωής των ατόμων που διαγιγνώσκονται σε μικρότερη ηλικία. Όσοι είχαν διαγνωστεί κάτω των 65 ετών είχαν 93% υψηλότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου και ζούσαν περισσότερο από 8 χρόνια λιγότερο από τα άτομα της ίδιας ηλικίας στο γενικό πληθυσμό. Όσοι διαγνώστηκαν στα 65 και άνω έχασαν λιγότερο από 2 χρόνια από τη ζωή τους.
Το κάπνισμα είχε τη μεγαλύτερη επίδραση στη θνησιμότητα και το προσδόκιμο ζωής των ατόμων με διαβήτη τύπου 2. Η μοντελοποίηση διαπίστωσε ότι τα άτομα με τη νόσο που κάπνιζαν είχαν 2,5 φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν πρόωρα από τα άτομα του γενικού πληθυσμού.
Οι καπνιστές με διαβήτη τύπου 2 έζησαν δέκα χρόνια λιγότερο από τους ανθρώπους του γενικού πληθυσμού, ενώ οι μη καπνιστές και οι πρώην καπνιστές με τη νόσο έχασαν 3 χρόνια προσδόκιμου ζωής.
Το μοντέλο διαπίστωσε ότι μια γυναίκα καπνίστρια που είχε διαγνωστεί πριν από την ηλικία των 65 ετών είχε 3,75 φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνει πρόωρα και έζησε 15 χρόνια λιγότερο από μια γυναίκα στο γενικό πληθυσμό της ίδιας ηλικίας.
«Είναι ζωτικής σημασίας οι ομάδες που διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο να γνωρίζουν όχι μόνο τον αυξημένο κίνδυνο που αντιμετωπίζουν αλλά και το μέγεθος του κινδύνου. Κάτι τέτοιο μπορεί να τους βοηθήσει να κάνουν αλλαγές που μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα - και τη διάρκεια - της ζωής τους», αναφέρουν οι ερευνητές.