Τα τελευταία 11 χρόνια, η φαρμακοβιομηχανία έχει συνεισφέρει πάνω από 18,1 δισ. ευρώ μέσω υποχρεωτικών επιστροφών, εξασφαλίζοντας πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες.
Γράφει ο Ολύμπιος Παπαδημητρίου*
Oι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο φαρμακευτικός κλάδος παραμένουν στο προσκήνιο, και μάλιστα εντείνονται, καθώς αφενός συνεχίζεται η υποχρηματοδότηση της δημόσιας δαπάνης για το φάρμακο, αφετέρου δεν λαμβάνονται άμεσα μέτρα για τη συγκράτηση του ρυθμού αύξησης της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης, με αποτέλεσμα να διογκώνεται δραματικά η υπέρβαση του καθορισμένου από την πολιτεία κλειστού προϋπολογισμού. Η συνεχώς αυξανόμενη αυτή υπέρβαση έχει ως αποτέλεσμα την ανεξέλεγκτη υπερφορολόγηση των φαρμακευτικών επιχειρήσεων και την αύξηση της συμμετοχής των ασθενών (ευτυχώς αυτή δεν αυξάνεται ως ποσοστό επί της συνολικής δαπάνης).
Δυστυχώς, φαίνεται πως το 2023 οι υποχρεωτικές επιστροφές των εταιρειών θα ξεπεράσουν για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά τη συνεισφορά της Πολιτείας, και μάλιστα κατά 800 εκατ. ευρώ, φτάνοντας συνολικά τα 3,6 δισ. ευρώ. Αυτό είναι ένα μη βιώσιμο Ευρωπαϊκό ρεκόρ, που έχει εντείνει ακόμη περισσότερο τη δυσχερή θέση στην οποία βρίσκεται η φαρμακευτική βιομηχανία στη χώρα μας.
Με την εφαρμογή των μνημονίων ξεκίνησε μια πολιτική συρρίκνωσης της δημόσιας δαπάνης για το φάρμακο, ενώ η πολιτεία δεν είχε το θάρρος να εφαρμόσει πολιτικές συγκράτησης της ζήτησης, εφόσον δεν είχε τη διάθεση να επενδύσει αρκετά χρήματα στη φαρμακευτική περίθαλψη των πολιτών. Το 2012 η συνολική δαπάνη ήταν 4,3 δισ. ευρώ, με συμμετοχή της Πολιτείας 3,6 δισ. ευρώ. Το 2023 προβλέπεται ότι θα φτάσει τα 7,1 δισ. ευρώ, με τη συμμετοχή της Πολιτείας να είναι μόλις 2,8 δισ. ευρώ. Δηλαδή, ενώ η αγορά αυξήθηκε κατά 65% σε 11 χρόνια (όπως και σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες), η δημόσια χρηματοδότηση μειώθηκε κατά 22%, εξ αιτίας των μνημονίων αλλά και της έλλειψης κατανόησης των αναγκών της Δημόσιας Υγείας από την Πολιτεία. Και αν για αρκετά χρόνια εφαρμογής των κλειστών προϋπολογισμών και της υποχρηματοδότησης επικράτησε μια «ευδαιμονία» στις εκάστοτε κυβερνήσεις, διότι επέβαλαν στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις να καταβάλουν την υπέρβαση της δαπάνης μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών, σήμερα είναι αντιμέτωπες με συχνά φαινόμενα απόσυρσης καθιερωμένων προϊόντων από την αγορά ή με την καθυστέρηση ή και μη είσοδο νέων καινοτόμων προϊόντων στην αγορά, αφού και στις δυο περιπτώσεις αυτά έχουν καταστεί μη βιώσιμα.
Στάσιμη η δημόσια επένδυση στο φάρμακο
Αυτή η νέα πραγματικότητα διαμορφώνεται τη στιγμή που το σύστημα υγείας στην Ελλάδα αντιμετωπίζει πρωτόγνωρες προκλήσεις, λόγω των δημογραφικών χαρακτηριστικών της χώρας μας: η συνεχής γήρανση του πληθυσμού, η αύξηση των χρονίως πασχόντων, οι περιορισμένοι πόροι στην πρόληψη, η αύξηση της παχυσαρκίας και του σακχαρώδη διαβήτη, η αύξηση των νεοπλασιών, το κάπνισμα, αλλά και απειλές όπως η μικροβιακή αντοχή και η κλιματική αλλαγή, οδηγούν στην αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες υγείας και (νέες) θεραπείες. Και όμως, ενώ οι προκλήσεις είναι ορατές από όλους, και από την κυβέρνηση, η αυξημένη ανάγκη για υπηρεσίες υγείας και νέες θεραπείες δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση της δημόσιας επένδυσης στο φάρμακο. Αν κάνουμε τα μαθηματικά, τα τελευταία 11 χρόνια, οι εταιρείες μέλη του ΣΦΕΕ έχουν συνεισφέρει περισσότερα από 18,1 δισ. ευρώ μέσω υποχρεωτικών επιστροφών, καλύπτοντας την έλλειψη δημόσιων πόρων και εξασφαλίζοντας συνεχή πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες. Το χειρότερο όμως είναι πως περίπου 3,5 δισ. ευρώ από αυτά καταβλήθηκαν μόνο το 2023, αφού η κατάσταση κάθε χρόνο, μόνο χειροτερεύει.
Οι επιπτώσεις στους ασθενείς
Η πολιτική που ακολουθείται όλα αυτά τα χρόνια για το φάρμακο, έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες. Υπάρχουν σημαντικές ανισότητες στην πρόσβαση των ασθενών σε νέες θεραπείες από χώρα σε χώρα. Για παράδειγμα, οι ασθενείς στη Γερμανία αναμένουν περίπου 128 μέρες για να αποκτήσουν πρόσβαση σε νέα φάρμακα, στην Ελλάδα 674 μέρες, ενώ στη Ρουμανία 918 ημέρες και στη Μάλτα 1351 ημέρες (στοιχεία 2021). Από τις 168 θεραπείες που πήραν έγκριση μεταξύ 2018-2021 από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκου (ΕΜΑ), μόλις οι 40 κυκλοφορούν ευρέως στην Ελλάδα.
Εάν συνεχιστεί η σημερινή κατάσταση κινδυνεύει το ίδιο το σύστημα δημόσιας υγείας, οι Έλληνες ασθενείς και η βιωσιμότητα των φαρμακευτικών εταιρειών. Είναι επιτακτική η ανάγκη να διασφαλιστεί η πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών και στις καθιερωμένες αλλά και στις νέες, καινοτόμες θεραπείες. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την υιοθέτηση μιας ασθενοκεντρικής βιώσιμης φαρμακευτικής πολιτικής, που θα περιλαμβάνει: σταδιακή αλλά και ουσιαστική αύξηση της δημόσιας επένδυσης στο φάρμακο και ταυτόχρονα, συγκράτηση του ρυθμού αύξησης της δαπάνης, με έλεγχο της συνταγογράφησης, με εφαρμογή θεραπευτικών πρωτοκόλλων και δημιουργία μητρώων ασθενών, ψηφιοποίηση όλων των πράξεων στον τομέα της υγείας, με διαλειτουργικότητα όλων των ηλεκτρονικών συστημάτων, με αύξηση της διείσδυσης των γενοσήμων, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για την εισαγωγή νέων πιο ακριβών θεραπειών, αλλά και ταχύτερες διαδικασίες έγκρισης και αποζημίωσης νέων φαρμάκων, καθώς και υιοθέτησης νέων μοντέλων αξιολόγησης και αποζημίωσης των νέων θεραπειών.
Ο δρόμος προς μία βιώσιμη πολιτική υγείας και φαρμάκου στην Ελλάδα είναι περίπλοκος, ωστόσο τελευταία φαίνεται να γίνονται βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση και ο ΣΦΕΕ συνεχίζει τον ουσιαστικό διάλογο με την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας, ώστε να επιτευχθούν βιώσιμες λύσεις, που θα εξυπηρετούν τις ανάγκες των ασθενών, της κοινωνίας και της οικονομίας. Είναι σημαντικό η διασφάλιση της διαφάνειας, της προβλεψιμότητας και της πρόσβασης σε καινοτόμες θεραπείες να κατοχυρωθεί μέσα από ένα Σύμφωνο Συνεργασίας μεταξύ κυβέρνησης και φαρμακευτικού κλάδου.
Δεν αρκεί η απαλλαγή από τα μνημόνια να αποτελεί προφορική εξαγγελία, πρέπει να μετουσιωθεί σε πράξη.
*Ο Ολύμπιος Παπαδημητρίου είναι Πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ)