Τα «σημάδια» από την απέναντι όχθη του Ατλαντικού συνηγορούν πως ίσως βαδίζουμε προς το τέλος της φρενίτιδας γύρω από τις SPAC, που τον τελευταίο χρόνο κυρίευσε την Wall Street. Τα στοιχεία της Goldman Sachs είναι σαφή: τον Απρίλιο έχουν διεξαχθεί μόνο 6 IPO από SPAC, την ίδια στιγμή που το αντίστοιχο διάστημα των πρώτων εβδομάδων του α’ τριμήνου, είχαν διεξαχθεί 55. Που οφείλεται όμως αυτή η «κάμψη»; Και ποιοι ήταν οι λόγοι που εξ αρχής έδωσαν ώθηση στο φαινόμενο;
Τι είναι οι SPAC;
Οι Special Purpose Acquisition Companies, ελληνιστί Εταιρείες Εξαγορών Ειδικού Σκοπού ή και «εταιρείες λευκής επιταγής», είναι ειδικά εταιρικά σχήματα τα οποία δεν έχουν καμία άλλη δραστηριότητα και εμπορικό πεδίο, παρά μόνο την «διευκόλυνση» εισαγωγής στο χρηματιστήριο εταιρειών οι οποίες, υπό άλλες συνθήκες, θα τους ήταν από δύσκολο έως αδύνατο να γίνουν public.
Η εκάστοτε ιδιωτική εταιρεία, μέσα από την συγχώνευση ή την εξαγορά της από μια SPAC έχει τη δυνατότητα να παρακάμψει τις χρονοβόρες και απαιτητικές διαδικασίες μιας παραδοσιακής IPO. H εισηγμένη SPAC, αναλαμβάνει να διεξάγει μια IPO με σκοπό να αντλήσει κεφάλαια για την συγχώνευση/εξαγορά.
Μετά το πέρας της IPO, τα κέρδη τοποθετούνται σε λογαριασμό διαχείρισης και η SPAC έχει 18-24 μήνες να ολοκληρώσει την συγχώνευση με την εταιρεία-στόχο. Αν δεν το πράξει έγκαιρα, η SPAC ρευστοποιείται και τα κεφάλαια από την IPO επιστρέφονται στους επενδυτές.
Το εύρος των ιδιωτικών εταιρειών που έχουν χρησιμοποιήσει τις δυνατότητες που προσφέρουν οι SPAC είναι ανεξάντλητο: από την πατρινή εταιρεία Advent Technologies που εισήχθη στο δείκτη Nasdaq, μέχρι τον γίγαντα στις αλυσίδες fast-food Burger King.
Αν και το φαινόμενο εδρεύει κατά βάση στη Wall Street, δεν είναι μικρό το ενδιαφέρον που προκάλεσε στις διεθνείς αγορές με αρκετά τα παραδείγματα «μετανάστευσης» του στην Ευρώπη αλλά και σε άλλες ηπείρους.
Η πανδημία ευνόησε την «έκρηξη»
H πανδημία του Covid-19 έπληξε κάθε επιχειρηματικό κλάδο. Πολλές εταιρείες ήρθαν αντιμέτωπες με την καταστροφή, καθώς η ρευστότητα περιορίστηκε σημαντικά. Για να αποφύγουν το φάσμα της χρεοκοπίας, έπρεπε να στραφούν προς άλλες λύσεις από τις παραδοσιακές, αντλώντας τα απαραίτητα κεφάλαια. Η προϋπάρχουσα μορφή των SPAC ήρθε ξαφνικά στο προσκήνιο, αρχικά ως σανίδα σωτηρίας, κατόπιν ως ένας «εύκολος τρόπος πλουτισμού», όπως λέει ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής Marshall Wace.
Σύντομα πήρε τα χαρακτηριστικά «μόδας» με celebrities, όπως ο πρώην σταρ του NBA Shaquille O’Neal ή η τενίστρια Serena Williams, να «διαφημίζουν» την εμπλοκή τους στο χώρο και την ικανότητα να εκμεταλλεύονται το όνομα τους για πετυχημένες ΙΡΟ. Η Wall Street «χόρευε» πλέον στον ρυθμό των SPAC.
Tο 2020 αντλήθηκαν πλέον των 83 δισ. δολαρίων μέσω 248 SPAC IPO, σε μια περίοδο που ονομάστηκε ‘blank-check boom’, από μόλις 13 δισ. δολάρια μέσω 59 SPAC IPO το 2019. Ακόμα πιο πίσω, το 2014, τα αντίστοιχα μεγέθη ανέρχονταν μόλις σε 1,8 δισ. δολάρια μέσω 12 SPAC IPO, ενώ συνολικά οι εν λόγω IPO στο διάστημα 2013-2019 δεν ξεπέρασαν τις 170.
Βαδίζουμε προς το τέλος της SPAC-mania;
Αν και απέχει πολύ από το να θεωρηθούν οι SPAC «τελειωμένη υπόθεση» (η Goldman Sachs προβλέπει μια κίνηση 900 δισ. δολαρίων σε εξαγορές τα επόμενα δύο χρόνια), ωστόσο τα σημάδια «ξεφουσκώματος» είναι εμφανή. Η ραγδαία πτώση του ρυθμού των IPO μιλάει από μόνη της, και παραπάνω από ένας λόγοι συνετέλεσαν σε αυτό.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, η ίδια μετατροπή των SPAC σε «μόδα» με την μαζική είσοδο celebrities στον χώρο, παρά την αρχική ώθηση, μετετράπη τελικά σε τροχοπέδη, καθώς οι επενδυτές της Wall Street άρχισαν να γίνονται καχύποπτοι σε κάτι που έπαιρνε ολοένα περισσότερο τα χαρακτηριστικά «φούσκας», και που, όπως όλες οι «μόδες», έρχεται και παρέρχεται.
Επιπλέον, τα προγράμματα κυβερνητικής ενίσχυσης λόγω της πανδημίας που άρχισαν να μπαίνουν σε ισχύ με αυξανόμενη ένταση από τον Ιούνιο του 2020, καθώς και οι προοπτικές της γρήγορης οικονομικής ανάκαμψης, έκαναν λιγότερο «απαραίτητη» για τις ιδιωτικές εταιρείες την λύση των SPAC.
Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί και η αυστηροποίηση των ελέγχων από πλευράς Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της οποίας τράβηξε το ενδιαφέρον η «μαζική υστερία» γύρω από τις SPAC, θέλοντας να ρίξει φως στον τρόπο λειτουργίας τους και σε πιθανές κερδοσκοπικές μεθόδους. Ως εκ τούτου, ένα βασικό συγκριτικό πλεονέκτημα των SPAC, η απλοποίηση των διαδικασιών και η μείωση των χρόνων, φθίνει. Ήδη, άλλωστε, από τον Μάρτιο του 2020 η πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Allison Lee, δήλωνε πως «οι αποδόσεις των επενδύσεων δεν συμβαδίζουν με την υπερβολή που περιβάλλει την φούσκα των SPAC».
Μια ακόμη βαθύτερη διάσταση, δίνει στο Bloomberg ο αναλυτής Chris Bryant: «Η αύξηση των ομολογιακών αποδόσεων δεν λειτούργησε καλά για τις αναπτυξιακές μετοχές. Η επίδραση τους στις εταιρείες εξαγορών ειδικού σκοπού ήταν βάναυση (… ) Δεδομένου του τι συμβαίνει στην αγορά ομολόγων, οι επενδυτές προτίθενται ολοένα λιγότερο να πληρώσουν για κερδοσκοπικές μετοχές. Μια μελλοντική ροή κερδών αξίζει λιγότερο σε σημερινά χρήματα αν εφαρμοστεί ένα υψηλότερο επιτόκιο. Και τα υψηλά επιτόκια επίσης προσφέρουν στους επενδυτές και άλλες επιλογές για τα χρήματα τους».
Στον ίδιο τόνο, και ο ιδρυτής SPAC Palihapitiya, κατά τη διάρκεια ενός podcast: «Η αγορά των SPAC έχει δεχτεί σοβαρά πλήγματα. Αν έχουμε 1 ή 2 μήνες ακόμα με τα ομόλογα να δείχνουν έτσι… τότε θα έχουμε μια σειρά από καταστροφικές IPO και εξαγορές».