Καθησυχαστική εμφανίζεται η JP Morgan αναφορικά με την πορεία των αγορών και δη των ευρωπαϊκών, με φόντο το τέταρτο πανδημικό κύμα που πλήττει χώρες της περιοχής, τη στιγμή μάλιστα που πελάτες της εκφράζουν τις έντονες ανησυχίες τους για μια επιδείνωση της κατάστασης κατά τους χειμερινούς μήνες.
Όπως επισημαίνει ο αμερικανικός οίκος, ορισμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης έχουν επαναφέρει πλέον μια σειρά αυστηρότερων περιοριστικών μέτρων και είναι πιθανό να υπάρξουν περισσότερα δεδομένα αναφορικά με την ενεργοποίηση περιορισμών και σε άλλες χώρες της Ευρώπης τις επόμενες εβδομάδες. Η Ολλανδία επανέφερε το μέτρο του μερικού lockdown στις 14 Νοεμβρίου, που αναμένεται να διαρκέσει τρεις εβδομάδες, με την Αυστρία να μπαίνει σε καθολικό lockdown που αναμένεται να διαρκέσει μέχρι είκοσι ημέρες και με το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού από την 1η Φεβρουαρίου, ενώ τα κρούσματα στη Γερμανία καταγράφουν αυξητική τάση. Συμπληρωματικά σε αυτές τις χώρες, μέτρα έχουν επιβάλει τόσο η Ιρλανδία όσο και το Βέλγιο.
Ωστόσο, όπως τονίζει η JP Morgan η κατάσταση δεν συγκρίνεται με αυτή του περασμένου χειμώνα, τόσο ως προς τη διάρκεια όσο και την αυστηρότητα των μέτρων. Τότε, η κίνηση και η κυκλοφορία των ανθρώπων μειώθηκε κατά 40% - 50%, ενώ τώρα έχει μειωθεί κατά 6% από τα υψηλά, σύμφωνα με τη JP Morgan. Επιπλέον, το μεγάλο χάσμα που διαμορφώθηκε μεταξύ κρουσμάτων και νοσηλειών διατηρείται, χάρη στα εμβόλια, κάτι που αποτελεί έναν θετικό παράγοντα συγκριτικά με τον περασμένο χειμώνα. Επιπλέον, οι αρχές θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τον τρέχοντα υψηλό αριθμό κρουσμάτων σε πολλά μέρη για να αναγκάσουν το μη εμβολιασμένο μέρος του πληθυσμού να κάνει το εμβόλιο και να προχωρήσουν με τον ενισχυτικό εμβολιασμό της τρίτης δόσης, κάτι το οποίο θα μείωνε την πίεση.
Το πιο σημαντικό ωστόσο, όπως εκτιμά η JP Morgan, είναι ότι ο φετινός χειμώνας θα μπορούσε να είναι ο τελευταίος όπου οι νοσηλείες λόγω της πανδημίας είναι αρκετά σημαντικές ώστε να οδηγήσουν σε περιορισμούς στη μετακίνηση. Τα πρώτα αποτελέσματα από το χάπι της Merck για τη θεραπεία έναντι του Covid-19 αλλά και ειδικά από το σκεύασμα της Pfizer, είναι πολύ ενθαρρυντικά, και είναι πιθανό να αποτελέσουν ένα game changer. Αν και αυτό δεν σχετίζεται με το τρέχον κύμα, τα νέα σκευάσματα είναι πιθανό να γίνουν ευρύτερα διαθέσιμα από τον Μάρτιο/Απρίλιο, γεγονός που θα μειώσει στη συνέχεια την ανάγκη επιβολής νέων lockdown, καθώς η πίεση στα νοσοκομεία θα μειωθεί σημαντικά.
Από την πλευρά της αγοράς μετοχών, ενώ πολλοί επενδυτές δείχνουν αρκετά ανήσυχοι σχετικά με τον κίνδυνο που ελλοχεύει από το τρέχον κύμα βραχυπρόθεσμα, η JP Morgan εκτιμά ότι οι μετοχές δεν θα αντιδράσουν σημαντικά σε πιθανούς περαιτέρω περιορισμούς μετακινήσεων συστήνοντας έτσι την στρατηγική του «buy the dip» με αύξηση των θέσεων, θέτοντας τιμή στόχο για τον Eurostoxx 50 στις 4.500 μονάδες.
Όπως αποτυπώθηκε στα προηγούμενα τρίμηνα σε όλο το φάσμα των αναπτυγμένων και των αναδυόμενων αγορών, η αρνητική αντίδραση από αυτές τις ανακοινώσεις γίνεται σταδιακά μικρότερη και η σημαντική ανακάλυψη της θεραπείας θα βοηθήσει τους επενδυτές να εξετάσουν τον δυνητικά μικρό βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο.
Παράλληλα, σύμφωνα με τα δεδομένα της IBES, και με βάση το δείκτη MSCI Greece, οι αναλυτές του οίκου αναμένουν αύξηση των EPS κατά 21,9% για φέτος, 17,5% το 2022 και κατά 7,1% το 2023, αρκετά χαμηλότερα συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό MSCI αλλά και τον MSCI EM (αναδυόμενες αγορές) που τοποθετούνται στο 59,3% και 55,3% αντίστοιχα για φέτος. Ταυτόχρονα, η μερισματική απόδοση των επόμενων 12 μηνών είναι αρκετά χαμηλότερη, στο 1,3% έναντι 3% για τις ευρωπαϊκές μετοχές.
Επιπλέον, ο δείκτης P/E για τον MSCI Greece (εισηγμένες που βρίσκονται στο δείκτη) αναμένεται να διαμορφωθεί στις 72,7 φορές για φέτος, στις 61,9 φορές για το 2022 και στις 57,8 φορές για το 2023, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της JP Morgan. Αντιθέτως, ο δείκτης P/E των ευρωπαϊκών μετοχών θα κυμανθεί στις 16,3 φορές για φέτος, ενώ για τις μετοχές που εντάσσονται στον MSCI EM θα κινηθεί ακόμη χαμηλότερα στις 13,4 φορές και στις 12,6 φορές για το 2022, όντας μάλιστα και οι φθηνότερες μετοχές που στοιχειοθετούν το δείκτη, μεταξύ των όσων εξετάζει ο αμερικανικός οίκος.