Στον κίνδυνο εμφάνισης ενός «μαύρου κύκνου» που θα σηματοδοτούνταν από την επιβράδυνση ή ακόμη και το τέλος των εξαγωγών ρωσικού πετρελαίου, μετά την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στα ουκρανικά εδάφη, εστιάζει η JP Morgan, επισημαίνοντας πως αποτελεί έναν ακραίο αλλά όχι εντελώς απίθανο και αβάσιμο, πλέον, κίνδυνο.
Σύμφωνα με την Aneta Markowska, παγκόσμια επικεφαλής ανάλυσης για τα εμπορεύματα της JP Morgan, η έντονη κλιμάκωση της γεωπολιτικής έντασης τις τελευταίες ημέρες, αύξησε σημαντικά τον κίνδυνο περαιτέρω επιδείνωσης των ανισορροπιών στην αγορά εμπορευμάτων. Παραμένοντας ιδιαίτερα στο σκέλος των κυρώσεων που ενεργοποιήθηκαν από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Markowska αναφέρεται στην υποχώρηση και στην αλλαγή στρατηγικής των ΗΠΑ από το «start high, stay high» σε μια πιο σταδιακή πορεία κλιμάκωσης, με στοχευμένα αλλά μικρότερου οικονομικού αντίκτυπου μέτρα. Το πιο ισχυρό πλήγμα για τη Ρωσία προήλθε από την απόφαση της Γερμανίας να αναστείλει τη διαδικασία έγκρισης του Nord Stream 2. Έτσι, η ρωσική εισβολή και οι επιθετικότεροι χειρισμοί της Ρωσίας στην Ουκρανία, θα φέρουν μεγαλύτερης έντασης κυρώσεις τόσο ως προς το εύρος όσο και ως προς τον αντίκτυπό τους στην οικονομία, στοχεύοντας κυρίως στο σκέλος του εμπορίου (εκτός του ενεργειακού κλάδου) και των χρηματοοικονομικών δεσμών. Σε αυτή την περίπτωση, η JP Morgan εκτιμά πως θα μπορούσε να υπάρξει μια εκτεταμένη περίοδος αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων και υψηλότερων ασφάλιστρων κινδύνων σε όλα τα εμπορεύματα, δεδομένου του διευρυμένου αντίκτυπου της Ρωσίας στην παγκόσμια αγορά εμπορευμάτων.
Από την άλλη, η απειλή της G7 για χρηματοοικονομικές και οικονομικές κυρώσεις σε ένα ευρύ κλαδικό φάσμα και σε μεμονωμένους στόχους θα μπορούσε να πλήξει την παραγωγή ενέργειας της Ρωσίας είτε μέσω άμεσων περιορισμών στις επενδύσεις στον πετρελαϊκό κλάδο της είτε μέσω ελέγχων στις εξαγωγές τεχνολογίας.
Η θέση της Ρωσίας σε αριθμούς
Φυσικά, ακόμα κι αν η ενέργεια αποσπαστεί από το πακέτο των κυρώσεων, η Ρωσία ενδέχεται να απαντήσει μέσω της μείωσης των εξαγωγών της. Στον υψηλότερο κίνδυνο, σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, βρίσκονται τα 2,9 εκατ. βαρέλια ημερήσιων ρωσικών εξαγωγών αργού, με υψηλούς όγκους προς τη Βορειοδυτική Ευρώπη (1,6 εκατ. βαρέλια ημερησίως), τη Μεσόγειο (0,4 εκατ. βαρέλια ημερησίως), την Ανατολική Ευρώπη (0,75 εκατ. βαρέλια ημερησίως) και τις ΗΠΑ (0,2 εκατ. βαρέλια την ημέρα). Την ίδια στιγμή σημαντικός όγκος περνάει μέσω του πετρελαιαγωγού Druzhba στη Λευκορωσία, την Πολωνία και τη Γερμανία (μέσω ενός βόρειου βραχίονα) και στη Σλοβακία, την Ουγγαρία και την Τσεχία μέσω ενός νότιου βραχίονα που διέρχεται από την Ουκρανία. Αξίζει να σημειωθεί πως η Ρωσία εξήγαγε περίπου 1,4 εκατ. βαρέλια ημερησίως στην Ασία το 2021, μέσω του συστήματος αγωγών East Siberia Pacific Ocean (ESPO) και μέσω θαλάσσης.
Ιστορικά η Ρωσία, δεν έχει προβεί ποτέ άλλοτε σε μια τέτοιου είδους κίνηση καθώς αποτελούσε ανέκαθεν έναν αξιόπιστο προμηθευτή πετρελαίου. Ακόμη και στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση δεν «πάγωσε» τις εξαγωγές. Ωστόσο, εάν η αγορά αρχίσει να τιμολογεί το ενδεχόμενο ότι η Ρωσία είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει τις εξαγωγές «μαύρου χρυσού» ως μοχλό πίεσης στη Δύση, μιας πλήρης διακοπή του όγκου των 2,9 εκατ. βαρελιών ημερησίως προς την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, θα οδηγήσει την τιμή του Brent κατά μέσο όρο στα 115 δολάρια το βαρέλι κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους, στα 105 δολάρια κατά το τρίτο τρίμηνο και στα 95 δολάρια προς τέλος του 2022.
Ο ρόλος του Ιράν
Με τη «γεωπολιτική τράπουλα» να ξαναμοιράζεται, το Ιράν μπορεί να αποτελέσει ένα «στήριγμα» στο σκέλος της προσφοράς πετρελαίου και υπό την προϋπόθεση επίτευξης μιας ανανεωμένης συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα. Στο σενάριο της επίτευξης μιας ολοκληρωμένης συμφωνίας τον επόμενο μήνα, θα διευκολύνονταν η επιστροφή 1 εκατ. βαρελιών την ημέρα ιρανικού πετρελαίου στην αγορά, σύμφωνα με τη JP Morgan. Το Ιράν φαίνεται πως προετοιμάζεται να αυξήσει τις παραδόσεις, με την πλωτή αποθήκευση (σε δεξαμενόπλοια) να αυξάνεται κατά 11 εκατ. βαρέλια στα 85 εκατ. βαρέλια ημερησίως μόλις τον περασμένο μήνα. Επιπλέον, έχει περίπου 50 εκατ. βαρέλια σε εγχώριες αποθήκες και τουλάχιστον 80 εκατ. βαρέλια σε δεσμευμένες αποθήκες στην Κίνα.
Ο αμερικανικός οίκος υποθέτει ότι μέχρι τον Ιούλιο το Ιράν θα συνεχίσει να αυξάνει την παραγωγή του από τα σημερινά 2,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως στα 3,3 εκατ. τον Δεκέμβριο του 2022. Έτσι, η κλιμάκωση από τη μεριά της Ρωσίας σε συνδυασμό με μια συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, θα οδηγούσε το Brent κατά μέσο όρο στα 110 δολάρια το βαρέλι κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους, στα 100 δολάρια κατά το τρίτο και στα 90 δολάρια στο τέταρτο τρίμηνο. Χωρίς την ύπαρξη γεωπολιτικών κλυδωνισμών (και με συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα) το Brent θα κινούνταν κατά μέσο στα 90 δολάρια στο πρώτο μισό του έτους με περαιτέρω αποκλιμάκωση της τιμής του στο τρίτο τρίμηνο, στα 88 δολάρια και στα 86 προς το τέλος του 2022.
Φυσικό αέριο - Ολοένα και υψηλότερη η εξάρτηση της Ευρώπης από το LNG
Φυσικά, στο τεντωμένο σχοινί στο οποίο ακροβατούν Ρωσία και Δύση με φόντο τις επιδιώξεις που θέτουν στα ουκρανικά εδάφη, η ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου δεν έχει μείνει ανεπηρέαστη, με τους κινδύνους να γίνονται ορατοί σε ολόκληρη την καμπύλη των συμβολαίων TTF. Ωστόσο, η αύξηση των εισαγωγών LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο), ο ήπιος χειμώνας με μειωμένη ζήτηση εξαιτίας των καιρικών συνθηκών και η αύξηση της παραγωγής αιολικής ενέργειας (κατά μέσο όρο 45% υψηλότερη συγκριτικά με τον Ιανουάριο) θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα «μαξιλάρι» για τη Βορειοδυτική Ευρώπη, υπό την προϋπόθεση ενός κανονικού καιρού τον Μάρτιο.
Στην πρώτη γραμμή των ανησυχιών για την ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου βρίσκεται η πιθανότητα να εκδηλωθούν στο άμεσο μέλλον διαταραχές στον εφοδιασμό. Ενώ το βασικό σενάριο της JP Morgan στηρίζεται στο ότι η Ρωσία θα συνεχίσει να εκπληρώνει τις μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις της προς την Ευρώπη, η πιθανότητα διακοπής του εφοδιασμού (σκόπιμη ή ακούσια) έχει αυξηθεί. Μια πιθανή λοιπόν μείωση της ροής φυσικού αερίου από τη Ρωσία θα οδηγήσει την Ευρώπη να στραφεί στην προσέλκυση φορτίων LNG συνεχίζοντας να τιμολογεί με πιο ελκυστικές τιμές.
Από την άλλη, δεδομένου ότι το παγκόσμιο ισοζύγιο LNG και το ευρωπαϊκό ισοζύγιο φυσικού αερίου βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση με περιορισμένη ζήτηση που να σχετίζεται με τις καιρικές συνθήκες, η JP Morgan εκτιμά πως σε περίπτωση μιας βραχυπρόθεσμης διακοπής της ροής, η τιμή του ολλανδικού TTF μπορεί να φτάσει τα 120 ευρώ ανά MWh.
Οι αγορές ωστόσο τιμολογούν και κινούνται διαφορετικά. Έτσι ακόμη και χωρίς να υπάρξει μιας διακοπή της προσφοράς, οι αγορές πιθανότατα θα συνεχίσουν να προσθέτουν ένα ασφάλιστρο κινδύνου στην τιμή - που αντιπροσωπεύει την αυξανόμενη πιθανότητα διακοπής βραχυπρόθεσμα - για όσο καιρό συνεχίζεται αυτή η γεωπολιτική σύγκρουση. Υπό αυτό το πρίσμα, οι αναλυτές αύξησαν κατά 30 ευρώ ανά MWh τις εκτιμήσεις τους για τις τιμές του φυσικού αερίου κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2022 στα 77,50 ευρώ ανά MWh κατά μέσο όρο, ώστε να αντικατοπτρίζουν την ολοένα και υψηλότερη εξάρτηση της Ευρώπης από την παγκόσμια αγορά LNG. Στις αναθεωρημένες εκτιμήσεις τους ενσωματώνουν και την οπτική πως η στρατιωτική σύρραξη στην Ουκρανία είναι πιθανό να διαρκέσει έως τον Σεπτέμβριο του 2022.
Photo: Getty Images/Ideal Image