Σε τεντωμένο σχοινί ακροβατούν Ρωσία και Δύση με φόντο τις επιδιώξεις που θέτουν στα ουκρανικά εδάφη και με τα τελευταία δείγματα να υποδηλώνουν μια περαιτέρω κλιμάκωση της έντασης στην περιοχή.
Σε αυτό το έκρυθμο σκηνικό που διαμορφώνεται, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κινηθεί προς τη γραμμή επιβολής ισχυρών κυρώσεων προκαλώντας αναμφίβολα έντονες αντιδράσεις από τη μεριά της Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής διακοπής του ενεργειακού εφοδιασμού, όπως αναφέρει η Barbara Lambrecht αναλύτρια της Commerzbank για τον κλάδο της ενέργειας.
Σε αυτή τη βάση, η Lambrecht εξετάζει για πόσο χρονικό διάστημα θα μπορούσε η ΕΕ να διαχειριστεί μια κατάσταση χωρίς τη ροή ρωσικού φυσικού αερίου. Η ίδια ξεκινά με έναν απλό υπολογισμό και υπό την υπόθεση ότι η Ρωσία θα έκλεινε άμεσα τη «στρόφιγγα» προς την ΕΕ, με αμετάβλητες όλες τις υπόλοιπες πηγές τροφοδοσίας. Αυτό θα οδηγούσε σε ένα έλλειμμα εισαγωγών φυσικού αερίου περίπου 12 δισ. κυβικών μέτρων μέσω αγωγού και σε κάτω από 1,5 δισ. κυβικών μέτρων υγροποιημένου φυσικού αερίου LNG, ανά μήνα, κενό το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί από τα αποθέματα.
Επί του παρόντος, οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου περιέχουν 33,2 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, κάτι που συνεπάγεται πως βρίσκονται στο 33% της χωρητικότητας. Εάν όλο αυτό το φυσικό αέριο εγχεόταν στο δίκτυο για κατανάλωση, θα ήταν δυνατή η αναπλήρωση των ρωσικών προμηθειών για ένα διάστημα 2,5 μηνών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ενώ η προσφορά (εισροές) είναι σχετικά σταθερή κατά τη διάρκεια του έτους, η ζήτηση παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις. Ως εκ τούτου, όπως σημειώνει η Commerzbank, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός πως το φυσικό αέριο που παραμένει στις εγκαταστάσεις αποθήκευσης θα αποσυρθεί τις επόμενες εβδομάδες ανεξαρτήτως του «πάγου» στον οποίο μπορεί να μπει ο εφοδιασμός ρωσικής ενέργειας και επομένως δεν θα είναι δυνατόν να υπάρξει αντιστάθμιση των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου.
Σύμφωνα με τον γερμανικό οίκο, κατά τα τελευταία έξι χρόνια, από τα μέσα Φεβρουαρίου έως τα τέλη Μαρτίου, εκχέονται κατά μέσο όρο σχεδόν 12 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, κάτι που συνεπάγεται πως τα αποθέματα αναμένεται να υποχωρήσουν στα 20 δισ. κυβικά μέτρα μέχρι το τέλος Μαρτίου, ακόμη και χωρίς το «πάγωμα» της προσφοράς. Αυτά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αναπλήρωση των ρωσικών προμηθειών για περίπου 1,5 μήνα.
Η Commerzbank στην ανάλυσή της προσαρμόζει και κάποιους άλλους παράγοντες τόσο από την πλευρά της προσφοράς όσο και από τη πλευρά της ζήτησης.
- Τροφοδοσία από άλλες χώρες: Ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου μέσω αγωγών στην ΕΕ είναι η Νορβηγία (περίπου 23%), με την Αλγερία (11%) να ακολουθεί. Η Νορβηγία αύξησε τις προμήθειες της τον Οκτώβριο, ενώ πιθανώς να υπάρχει μια μικρή περαιτέρω δυνατότητα για αυξήσεις βραχυπρόθεσμα. Παράλληλα, η νορβηγική παραγωγή είναι στάσιμη εδώ και πολλά χρόνια.
- Η παραγωγή της ΕΕ: Η ευρωπαϊκή παραγωγή φυσικού αερίου έχει μειωθεί απότομα τα τελευταία χρόνια (κάτι λιγότερο από 55 δισ. κυβικά μέτρα το 2020). Η Ολλανδία, η οποία εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει κάτι λιγότερο από το 45% της ευρωπαϊκή παραγωγής, θέλησε να αυξήσει κάπως την παραγωγή από το κοίτασμα του Γκρόνινγκεν (παλαιότερα ήταν το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό κοίτασμα), μετά από χρόνια υποχώρησης, κίνηση που ωστόσο μπλοκάρεται εξαιτίας των ανησυχιών για το περιβάλλον (γεωτρήσεις). Η τελική απόφαση αναμένεται να ληφθεί τον Απρίλιο, ενώ εξαιτίας της ήδη μαζικά μειωμένης παραγωγής, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν ούτως ή άλλως ιδιαίτερα αισθητό, σύμφωνα με την Commerzbank.
- Εισαγωγές LNG: Η ΕΕ διαθέτει 25 σημαντικούς τερματικούς σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) με χωρητικότητα 215 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως, οι οποίοι θα μπορούσαν (θεωρητικά) να καλύψουν σχεδόν τα δύο τρίτα της ζήτησης από εισαγωγές και οι οποίοι γενικά δεν χρησιμοποιούνται πλήρως. Μάλιστα, οι εισαγωγές LNG αυξήθηκαν σημαντικά προσφάτως, φτάνοντας σε επίπεδα ρεκόρ τον Ιανουάριο, ενώ και οι υψηλές τιμές καθιστούν τις πωλήσεις στην ΕΕ ιδιαίτερα ελκυστικές. Ωστόσο, περιοριστικός παράγοντας αποδεικνύεται τόσο η χωρητικότητα των προμηθευτών, όσο και το πρόβλημα διανομής.
- Ενεργειακό μείγμα: Η χρήση φυσικού αερίου στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε σημαντικά από το 2016 έως πέρυσι. Το φυσικό αέριο είχε γίνει ολοένα και φθηνότερο, ενώ η ηλεκτρική ενέργεια μέσω της καύσης του άνθρακα πέρασε σε δεύτερη μοίρα εξαιτίας των πολιτικών σταδιακής κατάργησης καθώς και της αύξησης των τιμών του άνθρακα. Μέχρι το 2020, το φυσικό αέριο συνεισέφερε κατά 20% στο ενεργειακό μείγμα της ΕΕ. Το 2021 ωστόσο το σκηνικό άλλαξε εκ νέου, μετά την ισχυρή αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου και με τον άνθρακα να επανέρχεται σε ένα βαθμό. Ωστόσο, η ευρύτερη στροφή καθίστανται ιδιαίτερα προβληματική όχι μόνο εξαιτίας των υψηλότερων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που προκύπτουν ή της περαιτέρω σταδιακής κατάργησης της χρήσης άνθρακα, αλλά και στο ότι η Ρωσία αποτελεί τον σημαντικότερο προμηθευτή λιθάνθρακα στην ΕΕ (περίπου το 45% των εισαγωγών).
- Βιομηχανία: Η χρήση φυσικού αερίου από τον κλάδο της βιομηχανίας είναι σχετικά σταθερή εδώ και μια δεκαετία. Παρ'όλα αυτά, όταν οι τιμές εκτοξεύτηκαν κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021, είχε αρχίσει να ανοίγει μια συζήτηση γύρω από το ότι ορισμένες εταιρείες θα μείωναν την παραγωγή τους. Σε περίπτωση λοιπόν, που υπάρξει διακοπή του ενεργειακού εφοδιασμού από τη Ρωσία, πρωτίστως θα μπορούσε να επηρεαστεί η βιομηχανία, με την περιορισμένη διανομή να αποτελεί μια επιλογή, σύμφωνα με την Commerzbank.
Σε δύσκολη θέση η Γερμανία
Μεταξύ των χωρών που επηρεάζονται περισσότερο από τις κινήσεις και τους χειρισμούς του Πούτιν είναι η Γερμανία, η οποία είναι μακράν η πιο σημαντική αγορά πώλησης ρωσικού φυσικού αερίου. Σύμφωνα με την Lambrecht, η «ατμομηχανή» της Ευρωζώνης, η οποία καλύπτει το ένα τέταρτο της ενεργειακής της κατανάλωσης μέσω φυσικού αερίου, ξεπερνώντας τον μέσο όρο της Ευρώπης, λαμβάνει περισσότερο από το ήμισυ των αναγκών της (σε φυσικό αέριο) από τη Ρωσία. Παράλληλα, διαθέτει τους μεγαλύτερους όγκους αποθήκευσης εντός της ΕΕ και με χωρητικότητα αποθήκευσης περίπου 24 δισ. κυβικά μέτρα, κατατάσσεται στην τέταρτη θέση παγκοσμίως πίσω από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Ουκρανία.
Η αναλύτρια του γερμανικού οίκου καταλήγει, εκτιμώντας πως ακόμη και εάν τα αποθέματα φυσικού αερίου μπορούν να αποτελούν ένα «μαξιλάρι» στο σενάριο που ο Πούτιν βάλει στον «πάγο» τη ροή, θα διαρκέσουν μόλις μέχρι τον Απρίλιο...
Photo: Getty Images/Ideal Image