Την πολλοστή σιγή της Moody's που σαφώς θα πρέπει να ερμηνευθεί και να αποτιμηθεί αναφορικά με τα rating actions της ελληνικής οικονομίας ήρθε να «σπάσει» αργά την Παρασκευή η DBRS, στέλνοντας ένα πρώτο «σήμα» για το πως θα κινηθεί τη φετινή χρονιά.
Ο καναδέζικος οίκος προχώρησε στην αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου στην βαθμίδα «ΒΒ» high, ήτοι ένα «σκαλοπάτι» μακριά από το investment grade, μεταβάλλοντας το outlook σε σταθερό από θετικό, εν μέσω της χαμηλής ορατότητας που επικρατεί εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία και των επιπτώσεων που απορρέουν από αυτόν. Όπως επισήμανε, η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στηρίζεται στους παράγοντες, της διατήρησης του ρυθμού υλοποίησης της μεταρρυθμιστικής ατζέντας και της προσήλωσης στη δημοσιονομική προσαρμογή, ενώ η επιτυχής εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης («Ελλάδα 2.0») συνιστά ένα upside risk για την ελληνική οικονομία, που θα αποτελέσει και το βασικό «μοχλό» του «recovery story» του εγχώριου τραπεζικού συστήματος μέσω της ενίσχυσης της δανειοδοτικής του ικανότητας.
Η DBRS ωστόσο αναφέρθηκε και στις πηγές αβεβαιοτήτων και κινδύνων που ελλοχεύουν στο δρόμο προς την επενδυτική βαθμίδα. Προς ώρας η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία εκτιμάται πως θα κοστίσει περίπου μία ποσοστιαία μονάδα από τη φετινή αύξηση του εγχώριου ΑΕΠ. Επιπλέον, η πολεμική σύρραξη αναμένεται, σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες πληθωριστικές πιέσεις, να επηρεάσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Αναφορικά με την πορεία του τουριστικού κλάδου, παρότι από τη ρωσική αγορά προέρχεται μόλις το 2% των τουριστικών αφίξεων, η πλήρης ανάκαμψή του ενδέχεται να μετατεθεί χρονικά εξαιτίας των γεωπολιτικών εντάσεων και του υψηλού ενεργειακού κόστους, «θολώνοντας» κάπως το outlook του 2022. Ουσιαστικά, όσο οι εχθροπραξίες συνεχίζονται στην Ουκρανία, παραμένει η αβεβαιότητα γύρω από το κατά πόσο θα υπάρχει η διάθεση για ταξίδια και φυσικά το κατά πόσο θα έχουν επηρεαστεί τα εισοδήματα των πολιτών που θα θελήσουν να κάνουν διακοπές ακόμη και μετά το πέρας των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία.
Χρηματιστηριακά, τα νέα δεδομένα από τη DBRS αναμένεται να περάσουν και να ερμηνευθούν σταδιακά, τη στιγμή μάλιστα που δεν προεξοφλούνταν μια τέτοιας δυναμικής κίνηση. Φυσικά το «play» της αναβάθμισης αποτελεί και ένα ισχυρό «χαρτί» για τα χαρτοφυλάκια που τοποθετούνται και με μια πιο μακροπρόθεσμη οπτική και ορίζοντα, στηριζόμενα ακριβώς στο ότι η χώρα βρίσκεται στην αρχή ενός ενάρετου κύκλου που θα οδηγήσει σε σημαντικό repricing των αξιών μεσοπρόθεσμα.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ανοδική διαφυγή από την κατηγορία του non investment grade θα ενεργοποιήσει ευρύτερα ισχυρά ξένα χαρτοφυλάκια και active (σε μεγαλύτερο βαθμό) - passive funds (μέσω της ενίσχυσης της παρουσίας στο δείκτη MSCI Greece Standard) να τοποθετήσουν ένα τμήμα των κεφαλαίων τους στην χρηματιστηριακή αγορά, που με τα τρέχοντα δεδομένα και τη ρηχότητα αυτής θα σημάνει μια δραστική αλλαγή σε αξίες, όγκους, ρευστότητα και φυσικά στην πορεία των εισηγμένων με μεγαλύτερη ενίσχυση και προβολή των business plan τους προς τη διεθνή επενδυτική κοινότητα.
Σε απόλυτη βάση, η αποτίμηση των τίτλων εκτός του τραπεζικού κλάδου έχει υποχωρήσει σε όρους EV/EBITDA στο 6,5x, με μικρό discount έναντι του μακροπρόθεσμου μέσου όρου. Η αποτίμηση των ελληνικών τραπεζών έχει επίσης υποχωρήσει σε 0,5x σε όρους P/TBV (από 0,6x πριν από τον πόλεμο).
Σε σχετική βάση, οι εγχώριοι τίτλοι διαπραγματεύονται με discount 25% σε EV/EBITDA έναντι των ευρωπαϊκών, λίγο υψηλότερο από το μακροπρόθεσμο μέσο discount του 20%. Ομοίως, το σχετικό discount σε όρους P/BV των ελληνικών τραπεζών διευρύνθηκε σε επίπεδα υψηλότερα του 20% αφού περιορίστηκε στο χαμηλότερο επίπεδο του 15% πριν από τη σύγκρουση. Το risk premium που ενσωματώνεται στις τρέχουσες τιμές των ελληνικών τίτλων (εκτός τραπεζών) έχει επεκταθεί στο 6%, και παρόλο που δεν φαίνεται εξαιρετικά υψηλό, θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της αύξησης της ελκυστικότητας των ελληνικών ομολόγων (με την απόδοση του ελληνικού 10ετούς στο 2,6% έναντι 1,2% τον Δεκέμβριο).
Τεχνικά για την εγχώρια αγορά, σημαντική ήταν η διασφάλιση των 860 μονάδων, όπου και υπό την επίδραση του «καταλύτη» της DBRS και τη βελτίωση της διεθνούς τάσης (στο επίκεντρο κυρίως το μέτωπο στην Ουκρανία και η πορεία των διαπραγματεύσεων) μπορεί να αναρριχηθεί προς τις 877 μονάδες, τις 882, τις 887 (εκθετικός ΚΜΟ 200) και τις 900 μονάδες (απλός ΚΜΟ 200), με τη μεταβλητότητα να διατηρείται όσο δε διαφαίνεται φως στην άκρη του τούνελ της πολεμικής σύρραξης (οι αγορές θα ενσωματώσουν τον κίνδυνο των παρατεταμένων εχθροπραξιών).
Κλάδος - «οδηγός» για την εγχώρια αγορά θα παραμείνει ο τραπεζικός, που μπορεί να δώσει κίνηση προς τις 629 (εκθετικός ΚΜΟ 60) και τις 640 μονάδες (απλός ΚΜΟ 60), ώστε να επανέλθει προς τις 665 μονάδες, με στόχο την κίνηση προς τις 683 μονάδες. Για τον δείκτη υψηλής κεφαλαιοποίησης, που βρίσκεται στις 2.081,78 μονάδες πρώτος στόχος αποτελεί η κίνησης προς τις 2.186 - 2.190 μονάδες, με επόμενη αντίσταση στις 2.196 μονάδες περίπου και τις 2.225 μονάδες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η θέση της Eurobank Equities, όπου στο βασικό της σενάριο εκτιμά πως το μείγμα ανάπτυξης - πληθωρισμού επιδεινώνεται, αλλά ο αντίκτυπος περιορίζεται στο 1-1,5% του ΑΕΠ (Τράπεζα της Ελλάδος υποδεικνύει 1%), καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις αντισταθμίζονται εν μέρει από τη δημοσιονομική στήριξη και την ώθηση από το reopening εξαιτίας της πανδημίας. Με την ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται με ένα υγιή πραγματικό ρυθμό περίπου 3% σε ετήσια βάση, τα εταιρικά κέρδη θα αυξηθούν επίσης, αν και λιγότερο από τη διψήφια αύξηση που ενσωματώθηκε στις τρέχουσες εκτιμήσεις.
Αυτό αναμένεται να στηρίξει μια θετική ροή αποδόσεων για φέτος, αν και με μια στροφή προς το δεύτερο εξάμηνο, όταν θα υπάρξουν πιο συγκεκριμένες ενδείξεις για την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Σε αυτό το περιβάλλον, η Eurobank Equities αναμένει πως θα υπεραποδώσουν οι μετοχές με ισχυρά μερίσματα (ΟΠΑΠ) και περιορισμένο κίνδυνο από τον πληθωρισμό κόστους (ΟΠΑΠ, ΕΧΑΕ). Οι «αμυντικές» μετοχές (Τέρνα Ενεργειακή, ΟΤΕ) είναι πιθανό να υπεραποδώσουν στο πρώτο εξάμηνο, ενώ οι διαταραχές είναι πιθανό να δημιουργήσουν ευκαιρίες στο δεύτερο εξάμηνο σε μετοχές που επηρεάζονται από τη σύγκρουση (π.χ. Coca-Cola). Οι τράπεζες αναμένεται να καταγράψουν επίσης σημαντικές αποδόσεις (με στροφή προς στο δεύτερο εξάμηνο), με σχεδόν 40% περιθώριο ανόδου έναντι των σημερινών επιπέδων.