(upd 20:58) Η λεγόμενη «εισφορά φυσικού αερίου» της Γερμανίας, η οποία θεσπίστηκε προκειμένου να διανείμει από τον Οκτώβριο σε όλους τους τελικούς καταναλωτές τα υψηλά κόστη της αντικατάστασης του ρωσικού φυσικού αερίου, ορίστηκε στα 2,419 σεντς ανά κιλοβατώρα, μεταδίδει το Reuters επικαλούμενο το Trading Hub Europe.
Για μία μέση οικογένεια τεσσάρων ατόμων, αυτό αντιστοιχεί σε πρόσθετο ετήσιο κόστος περίπου 480 ευρώ, εκτιμά η BILD, ενώ η Handelsblatt σημειώνει ότι οι αυξήσεις δεν θα γίνουν άμεσα αισθητές από τους καταναλωτές, «αλλά είναι σαφές ότι οι τιμές θα αυξηθούν τρομερά ως αποτέλεσμα της εισφοράς», η οποία έχει ως στόχο την κάλυψη του 90% του επιπλέον κόστους που καλούνται να πληρώσουν οι πάροχοι για την προμήθεια φυσικού αερίου. Μέχρι τώρα, οι εταιρίες δεν είχαν το δικαίωμα μετακύλισης αυτού του κόστους στους πελάτες τους.
Η εισφορά που αποφασίστηκε από το γερμανικό υπουργικό συμβούλιο σε μια προσπάθεια να βοηθήσει την Uniper και άλλους εισαγωγείς ενέργειας να διαχειριστούν τις υψηλές τιμές εξαιτίας της μειωμένης ροής ρωσικού φυσικού αερίου, θα εφαρμοστεί από την 1η Οκτωβρίου 2022 και θα παραμείνει σε ισχύ έως τον Απρίλιο του 2024.
Πακέτο στήριξης υποσχέθηκε ο Σολτς
Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς διαβεβαίωσε εκ νέου σήμερα τους πολίτες ότι η κυβέρνηση θα εξακολουθήσει να στηρίζει όλους όσοι έχουν ανάγκη ενόψει των νέων αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας που ανακοινώθηκαν σήμερα, με την «εισφορά φυσικού αερίου» στα 2,419 σεντς/κιλοβατώρα.
«Οι τιμές θα αυξηθούν. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Οι τιμές της ενέργειας εξακολουθούν να αυξάνονται. Αλλά με 39 δισεκατομμύρια ευρώ ανακουφίζουμε ήδη τους πολίτες. Και ετοιμάζουμε και νέο πακέτο ελάφρυνσης. Δεν θα αφήσουμε κανέναν μόνο του στο υψηλότερο κόστος», δήλωσε ο κ. Σολτς με ανάρτησή του στο Twitter.
Η σημερινή απόφαση, με την οποία οι εταιρίες παροχής μετακυλίουν στους πελάτες τους το υψηλό κόστος προμήθειας, υπολογίζεται ότι συνεπάγεται επιβάρυνση ύψους 576 ευρώ/έτος για μια τετραμελή οικογένεια και προκαλεί ήδη αντιδράσεις. Ο αρχηγός του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) Λαρς Κλινγκμπάιλ ζήτησε από τον καγκελάριο «γρήγορες αποφάσεις» για την ελάφρυνση των πολιτών και τάχθηκε υπέρ της εισαγωγής φόρου στα υπερκέρδη, της εξαίρεσης των προσαυξήσεων του φυσικού αερίου από τον ΦΠΑ και της «περαιτέρω ανάπτυξης» του ενιαίου εισιτηρίου των 9 ευρώ/μήνα για τα μαζικά μέσα μεταφοράς. «Τα χρήματα πρέπει να παραμένουν στους καταναλωτές και όχι να καταλήγουν στο κράτος», είπε χαρακτηριστικά.
Υπέρ της επιβολής φόρου υπερκερδών τοποθετήθηκε και ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ (Πράσινοι). «Ξέρετε ότι νομίζω ότι είναι σωστό», δήλωσε ο κ. Χάμπεκ, υπενθυμίζοντας όμως ότι οι Φιλελεύθεροι (FDP) αντιτίθενται σε ένα τέτοιο μέτρο.
Αναφερόμενος στην «εισφορά φυσικού αερίου», ο υπουργός Οικονομίας έκανε λόγο για «τη δικαιότερη από τις πιθανές επιλογές», τόνισε ωστόσο ότι η επιπλέον επιβάρυνση «δεν πρέπει να ξεπεράσει το όριο». Εξήγησε επίσης ότι η απαλλαγή της εισφοράς από τον ΦΠΑ προϋποθέτει σχετική έγκριση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την οποία, όπως είπε, εργάζεται η κυβέρνηση.
Περισσότερη βοήθεια για τα χαμηλά εισοδήματα ζητούν και τα συνδικάτα των εργαζομένων. Η Ver.di εξέφρασε την ανησυχία της για «κίνδυνο υπαρξιακών δυσκολιών» για πολλά νοικοκυριά, με τον επικεφαλής της Φρανκ Βέρνεκε να ζητά πάγωμα των τιμών για τους καταναλωτές στο επίπεδο του 2021. Από την Ένωση Πρόνοιας Ισότητας, ο Ούλριχ Σνάιντερ δήλωσε ότι «δεν υπάρχει ανάγκη για πακέτο ελαφρύνσεων, αλλά για ένα μεγάλο πακέτο στήριξης των φτωχότερων».