Προς ένα ιδιαίτερα κρίσιμο σταυροδρόμι οδεύουν πλέον ευρωπαϊκοί τραπεζικοί τίτλοι, καθώς είτε θα επωφεληθούν από την επιθετική στρατηγική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και θα υπεραποδώσουν, είτε θα παρασυρθούν από τους συνεχώς αυξανόμενους κινδύνους ύφεσης.
Κάπως έτσι, τόσο οι «ταύροι» όσο και «αρκούδες» συγκροτούν και στοιχειοθετούν μια ευρεία βάση επιχειρημάτων, και πλέον θα τεθούν αντιμέτωποι σε ένα κλάδο που υπεραπέδωσε κατά 45% από το χαμηλό που κατέγραψε τον Νοέμβριο του 2020, σβήνοντας το ένα τρίτο αυτής της κίνησης από τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, εν μέσω της επιδείνωσης των μακροοικονομικών προοπτικών.
Τα επιχειρήματα των «ταύρων»: Σύμφωνα με τη Bank of America, η βασική τους θέση στηρίζεται στο ότι η αυστηρότερη νομισματική πολιτική δημιουργεί έσοδα προς τις τράπεζες, τη στιγμή που ο πιστωτικός κίνδυνος παραμένει χαμηλός. Επιπλέον, το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ έχει κινηθεί σε θετικό έδαφος για πρώτη φορά εδώ και μια δεκαετία, ενώ στον ορίζοντα διαφαίνονται ακόμη περισσότερες αυξήσεις στα επιτόκια. Οι αναλυτές του οίκου που καλύπτουν τις ευρωπαϊκές τράπεζες και διατηρούν μια «bullish» θέση ως προς αυτές, υπογραμμίζουν ότι οι τράπεζες έχουν τριπλασιάσει τις καταθέσεις που φέρουν μηδενικό επιτόκιο από το 2007 σε 8 τρισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να λάβουν 88 δισ. ευρώ σε καθαρά έσοδα από τόκους, από μια προβλεπόμενη αύξηση 2,5% του πραγματικού επιτοκίου πολιτικής μεταξύ του φετινού δευτέρου τριμήνου και του αντίστοιχου κατά το επόμενο έτος.
Επιπλέον, οι πιστωτικοί κίνδυνοι για τις τράπεζες έχουν υποχωρήσει σημαντικά. Οι αναλυτές της BofA εκτιμούν ότι το επίπεδο απομειώσεων από το σημείο αιχμής είναι πιθανώς κατά δύο τρίτα χαμηλότερα από το 2008 ή το 2011 - 12, επομένως, ενώ τα έσοδα από καταθέσεις μπορεί να φτάσουν να είναι τρεις φορές υψηλότερα από τα ιστορικά επίπεδα, οι πιστωτικές ζημίες αναμένεται να είναι στο 1/3. Ως αποτέλεσμα, αναμένουν σημαντικά περιθώρια ανόδου ως προς την κερδοφορία των τραπεζών τα επόμενα τρία χρόνια. Υποστηρίζουν ότι αυτό, σε συνδυασμό με τις ελκυστικές αποτιμήσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας απόδοσης 10% προς τους μετόχους, μεταξύ μερισμάτων και buybacks, συνεπάγεται μια ισχυρή υπεραπόδοση στο μέλλον. Επιπλέον, το de-rating για τις ευρωπαϊκές τράπεζες έχει φτάσει στο 6,7x ως προς το 12μηνο forward P/E, αριθμό που «έσπασαν» και διαπραγματεύτηκαν ελαφρώς χαμηλότερα και για μικρό χρονικά διάστημα μόνο στο αποκορύφωμα της Χρηματοπιστωτικής Κρίσης και της κρίσης στην Ευρωζώνη.
Τα επιχειρήματα των «αρκούδων»: Οι «αρκούδες» στηρίζονται στην επιβράδυνση της ανάπτυξης, στις χαμηλότερες αποδόσεις των ομολόγων και στα ευρύτερα πιστωτικά περιθώρια. Ως ένα κυκλικός κλάδος, οι ευρωπαϊκές τράπεζες τείνουν να υποαποδίδουν όταν επιβραδύνεται η ανάπτυξη της Ευρωζώνης, δηλαδή όταν υποχωρούν οι δείκτες PMI της περιοχής. Η BofA αναμένει από την πλευρά των αναλυτών στρατηγικής της, που διατηρούν μια «bearish» θέση, πως ο δείκτης PMI της Ευρωζώνης θα υποχωρήσει από τις 47 μονάδες στις 43 έως το τέλος του έτους, επίπεδο που συνάδει με μια μέση ύφεση στην Ευρωζώνη, ως απάντηση στη χειρότερη επιδείνωση των πιστωτικών συνθηκών στην περιοχή από το 2013, στην επιβράδυνση της αύξησης της προσφοράς χρήματος και στην ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση.
Παράλληλα, όντας ένας κλάδος ευαίσθητος στα επιτόκια, η σχετική απόδοση των τραπεζικών τίτλων ακολουθεί συνήθως τις κινήσεις γύρω από τις αποδόσεις των ομολόγων. Η BofA αναμένει ότι οι αποδόσεις θα αντιστρέψουν την πρόσφατη άνοδό τους καθώς το βλέμμα των κεντρικών τραπεζών μετατοπίζεται από τον πληθωρισμό στις ανησυχίες για την ανάπτυξη. Επιπλέον, οι αναλυτές του οίκου αναμένουν ότι τα πιστωτικά περιθώρια θα διευρυνθούν καθώς η παγκόσμια ανάπτυξη επιβραδύνεται και η τιμή του πετρελαίου μειώνεται, γεγονός που συνεπάγεται επίσης μια υποαπόδοση των τραπεζών. Ευρύτερα, οι μακροοικονομικές εκτιμήσεις της BofA υποδηλώνουν μια πτώση άνω του 15% για τις τιμές των τραπεζών στις αρχές του επόμενου έτους.
Να υπενθυμίσουμε πως η JP Morgan θέτει υψηλά περιθώρια ανόδου και σύσταση «overweight» για τις ελληνικές συστημικές τράπεζες, επισημαίνοντας πως αποτελούν το προτιμώμενο «play» για τοποθετήσεις στις τράπεζες της περιοχής της Κεντρικής και Ανατολής Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής (CEEMEA).
Έτσι, ο αμερικανικός οίκος αναβαθμίζοντας και την Τράπεζα Πειραιώς σε «overweight», διατηρεί την ίδια σύσταση και για τις τέσσερις τράπεζες με τις τιμές στόχος να ορίζονται ως εξής: Για την Alpha Bank ορίζεται στα 1,40 ευρώ, στη Eurobank στα 1,50 ευρώ, στα 4,50 ευρώ ορίζεται ο «πήχης» για την Εθνική Τράπεζα, ενώ στα 2,20 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς κάτι που συνεπάγεται ένα περιθώριο ανόδου 100% με ορίζοντα τα τέλη του 2023, ενώ ευρύτερα τα περιθώρια ανόδου κυμαίνονται από το 34% - 100%.
Οι αναλυτές του οίκου διατηρούν μια θετική μεσοπρόθεσμη οπτική για τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο, στη βάση της εξυγίανσης των ισολογισμών τους, της αναπτυξιακής τροχιάς που υπερβαίνει την τάση, της βελτίωσης της διαρθρωτικής βάσης – συμπεριλαμβανομένης της δέσμευσης υψηλών επιτοκίων και της υψηλής ενοποίησης της αγοράς – καθώς και στις δυνατότητες για απόδοση κεφαλαίου. Οι ίδιοι αναμένουν επίσης μια βελτίωση των προοπτικών ως προς την απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROTE) στο 9% κατά μέσο όρο έως το 2024, το οποίο ενσωματώνει πλέον ένα κόστος κινδύνου κατά 1,5 φορές υψηλότερο από τα κανονικοποιημένα επίπεδα του τρέχοντος μακροοικονομικού περιβάλλοντος (10% ROTE υποθέτοντας κανονικοποιημένο CoR), τη στιγμή που δεν θεωρεί ότι οι μετοχές στο 0,40x σε όρους P/NAV με βάση τις εκτιμήσεις του 2023 αντικατοπτρίζουν την πλήρη έκταση αυτής της βελτίωσης του δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων, ROTE.