Μέσω της ενίσχυσης της εξωστρέφειας και της ελκυστικότητας, της αντιστροφής της τάσης της χαμηλής ρευστότητας και των δημόσιων προτάσεων, της ενδυνάμωσης του κλίματος για νέες εισαγωγές και dual listing και της διεύρυνσης των επενδυτικών «εργαλείων» και των φορολογικών κινήτρων, θα αρχίζει το Χρηματιστήριο Αθηνών να βλέπει, υπό ρεαλιστικούς όρους, την ένταξή του στο «χάρτη» των ανεπτυγμένων αγορών. Ένα εγχείρημα με αυξημένο βαθμό δυσκολίας που προϋποθέτει και απαιτεί φυσικά, την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την ελληνική οικονομία.
Πέραν ωστόσο από τη στρατηγική που χαράζει η διοίκηση του Χρηματιστηρίου Αθηνών και τις περαιτέρω αναγκαίες κινήσης θωράκισης και προστασίας των επενδυτών «και οι ελληνικές εταιρείες θα πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους σε ένα πιο εξωστρεφές προφίλ για να καταστούν ανταγωνιστικές σε μεγαλύτερες αγορές διεθνώς, με τη γενικότερη ενίσχυση των εξαγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας να κρίνεται απαραίτητη», όπως σημειώνει μιλώντας στο insider.gr ο Νίκος Κουκουβίνος, Managing Director στην Intesa Sanpaolo και υπεύθυνος επενδυτικής τραπεζικής και χρηματοδότησης μεγάλων επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ελληνική αγορά, όπως και οι βαλκανικές όπου παραδοσιακά δραστηριοποιούνται οι ελληνικές επιχειρήσεις, δεν έχει το μέγεθος για να προσελκύσει το ενδιαφέρον μεγάλων επενδυτικών «οχημάτων», σε συνάρτηση και με την οικονομική κατάσταση που επικράτησε στη χώρα την τελευταία δεκαετία. Σαφώς η σταδιακή επιστροφή προς την επενδυτική βαθμίδα θα βοηθήσει και τις ελληνικές επιχειρήσεις να βρεθούν στο ενδιαφέρον της επενδυτικής κοινότητας, όπως και το να έχουν μια πιο εύκολη πρόσβαση σε ρευστότητα, με τη δημιουργία μεγαλύτερων εταιρικών ομίλων, συνεργειών εξαγωγικού προσανατολισμού και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της εταιρικής διακυβέρνησης να υποστηρίζει περαιτέρω την προσέλκυση μεγαλύτερων ξένων θέσεων.
Υπό αυτό πρίσμα, η αναπτυξιακή προοπτική της εγχώριας οικονομίας, η προσδοκώμενη επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα (ένα βήμα ακόμη πιο κοντά μετά την αναβάθμιση του outlook από τη Standard & Poor's σε θετικό), η αύξηση της κερδοφορίας και η βελτίωση των οικονομικών μεγεθών και προοπτικών των εισηγμένων θα συμβάλλει και στη δομική αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου.
Από τη μεριά του, ο Κωνσταντίνος Αϋφαντόπουλος, διαχειριστής χαρτοφυλακίων στην Iolcus Investments, αναφέρει, μιλώντας στο insider.gr πως η ελληνική κυβέρνηση, σε συνεργασία με το Χρηματιστηρίο Αθηνών, έχουν θέσει ως στόχο την αναβάθμιση στις ανεπτυγμένες αγορές μαζί με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Η εκτίμηση είναι πως η Ελλάδα θα επιστρέψει στο καθεστώς της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023 και η αναβάθμιση της εγχώριας αγοράς θα είναι εφικτή εντός του 2024 καθώς αποτελεί βασικό πυλώνα της Εθνικής Στρατηγικής για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Κεφαλαιαγοράς, η οποία παρουσιάστηκε σε σχετική εκδήλωση που διοργάνωσε το Υπουργείο Οικονομικών σε συνεργασία με την EBRD.
Αυτή η εξέλιξη θα έχει σημαντικά οφέλη, όπως η βελτίωση της «φήμης» του Χρηματιστηρίου Αθηνών και της Ελλάδας διεθνώς, η ενίσχυση των διασυνοριακών επενδύσεων, η χαμηλότερη μεταβλητότητα της αγοράς και οι υψηλότερες αποτιμήσεις των μετοχών, κάτι που συνεπάγεται ένα χαμηλότερο κόστος κεφαλαίου για τις ελληνικές εισηγμένες. Σύμφωνα με τον κ. Αϋφαντόπουλο, τα τελευταία 25 χρόνια μόνο τρεις αγορές κατάφεραν να περάσουν το κατώφλι των αναπτυγμένων αγορών από την κατηγορία των αναδυόμενων - η Ελλάδα το 2001, το Ισραήλ το 2010 και η Πορτογαλία το 1997 - γεγονός που αποδεικνύει τη δυσκολία επίτευξης του συγκεκριμένου εγχειρήματος. Θα πρέπει να αναφέρουμε πως η εγχώρια αγορά είχε υποβαθμιστεί από ανεπτυγμένη σε αναδυόμενη το 2013 και το 2015 από τους οίκους (index providers) MSCI και FTSE, λόγω της κρίσης χρέους.
Οι παραπάνω οίκοι θέτουν κάποια κριτήρια για να μπορέσει μία αγορά να προκριθεί στο «club» των ανεπτυγμένων αγορών, με την Ελλάδα και την ΕΧΑΕ να έχουν ακόμη «δουλειά» σε κάποια από αυτά.
Το πρώτο κριτήριο αφορά τη βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Ειδικότερα, το ακαθάριστο κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα πρέπει να είναι 25% υψηλότερο από το όριο της Παγκόσμιας Τράπεζας για τις χώρες υψηλού εισοδήματος (στα 13.000 δολάρια) για τρεις συνεχόμενες χρονιές και η Ελλάδα το ικανοποιεί.
Το δεύτερο κριτήριο αφορά την προσβασιμότητα της αγοράς. Να είναι δηλαδή ανοιχτή σε ξένη ιδιοκτησία μετοχών, να υπάρχει ευκολία ροής κεφαλαίου, αποτελεσματικότητα του λειτουργικού πλαισίου, διαθεσιμότητα επενδυτικών εργαλείων και σταθερότητα του θεσμικού πλαισίου. Η Ελλάδα υπολείπεται στο λειτουργικό πλαίσιο του δανεισμού μετοχών καθώς και των ανοιχτών πωλήσεων.
Το τρίτο και πολύ σημαντικό κριτήριο είναι η αγορά να πληροί συγκεκριμένες απαιτήσεις που αφορούν τα μεγέθη της κεφαλαιοποίησης (συνολικής και ελεύθερης διασποράς) και της ρευστότητας. Σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα, η ετήσια μέση αξία συναλλαγών (δείκτης ATVR) στις μετοχές που ικανοποιούν τις προϋποθέσεις κεφαλαιοποίησης πρέπει να διαμορφώνεται στο 20% τουλάχιστον, κάτι που οι εν λόγω μετοχές το ικανοποιούν.
Όσον αφορά το μέγεθος κεφαλαιοποιήσεων, πρέπει τουλάχιστον πέντε εισηγμένες να πληρούν τα κριτήρια συνολικής κεφαλαιοποίησης και κεφαλαιοποίησης ελεύθερης διασποράς. Αυτά τοποθετούνται, από την MSCI για παράδειγμα, στα 4,278 δισ. δολάρια και στα 2,139 δισ. δολάρια αντίστοιχα. Πέντε εισηγμένες το ικανοποιούν - ΟΤΕ, ΟΠΑΠ, Eurobank, Εθνική Τράπεζα ενώ η Mytilineos κινείται οριακά γύρω από αυτό. Πρέπει να σημειώσουμε πως η Coca Cola HBC τηρεί και τα δύο κριτήρια αλλά δεν προσμετράται καθώς η φορολογική της έδρας είναι στην Ελβετία και το dual listing σε Λονδίνο και Αθήνα δημιουργεί σύγχυση στους οίκους όσον αφορά τους κανόνες κατάταξης.
Να υπενθυμίσουμε πως η διοίκηση του Χρηματιστηρίου Αθηνών συνεχίζει να κινείται στη βάση της εκπλήρωσης των κριτηρίων ώστε να υπάρξει η μετάβαση στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών και μέχρι στιγμή έχουν πραγματοποιηθεί τα εξής: α) η επιτυχής μετάβαση στο νέο Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς κεφαλαίων και Διακανονισμού σε συνεχή χρόνο, β) η βελτίωση της Αγοράς Δανεισμού Τίτλων με τη δημιουργία υβριδικού συστήματος διαχείρισης κινδύνου και τον διμερή δανεισμό τίτλων και γ) η βελτίωση της αγοράς παραγώγων, με 6 νέα stock futures και έναν νέο δείκτη παραγώγων. Σε αυτή τη βάση στις 10 Μαΐου θα παραγματοποιηθεί η έναρξη του νέου δείκτη MSCI GR Rebased, ο οποίος θα περιλαμβάνει 10 μετοχές εισηγμένων εταιρειών που είναι οι Alpha, Eurobank, ETE, ΟΤΕ, MOH, Jumbo, ΟΠΑΠ, ΔΕΗ, Μυτιληναίος και ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Αϋφαντόπουλος, για να πειστεί η MSCI ότι η αναβάθμιση θα είναι μη αναστρέψιμη και όχι στο όριο, η Ελλάδα πρέπει να υπερβεί τις απαιτήσεις εισόδου.
Για την παραπάνω υπέρβαση οι δράσεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν είναι οι εξής:
- Αύξηση των μετοχών σε ελεύθερη διασπορά, το οποίο μπορεί να επιτευχθεί, για παράδειγμα, με την αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις ελληνικές τράπεζες, η οποία θα «απελευθερώσει» μετοχές στην αγορά.
- Μια εισαγωγή - ορόσημο, όπως αυτή του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών, που θα σηματοδοτήσει την επιστροφή του Χρηματιστηρίου Αθηνών ως ελκυστικού επενδυτικού προορισμού.
- Μια συντονισμένη προσπάθεια μεταξύ του υπουργείου Οικονομικών, της ΕΧΑΕ και των ελληνικών εταιρειών με έδρα στο εξωτερικό και διπλή διαπραγμάτευση ώστε να συμπεριλαμβάνονται ως υποψήφιες στα κριτήρια για την αναβάθμιση της ελληνικής αγοράς.