Στη σταδιακή επαναφορά προς το δεσμευτικό πλαίσιο των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων το 2024, εστιάζουν οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs, μετά και την επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων στη βάση της νομοθετικής πρότασης που διατύπωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Απρίλιο.
Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βασίζεται στη διατήρηση των κριτηρίων αναφοράς σχετικά με το έλλειμμα και το χρέος στο 3% και στο 60% του ΑΕΠ αντίστοιχα, αλλά απλοποιεί το παράγωγο δίκαιο σε έναν ενιαίο κανόνα ονομαστικών δαπανών που υπόκειται σε τρεις αριθμητικές διασφαλίσεις. Αυτές οι διασφαλίσεις αποτελούν το κύριο σημείο αντιπαράθεσης στις διαπραγματεύσεις, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να απαιτεί τη μείωση των δεικτών χρέους μεσοπρόθεσμα και το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας να υποστηρίζει μια ετήσια μείωση, όπως συμβαίνει με τους ισχύοντες κανόνες.
Ουσιαστικά, η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στηρίζεται στην τροποποίηση του παράγωγου δικαίου (τα λεγόμενα προληπτικά και διορθωτικά μέτρα) για τον καθορισμό των δημοσιονομικών κριτηρίων αναφοράς με βάση έναν κανόνα ονομαστικών δαπανών (NER). Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, πως οι κανόνες δεν θα περιλαμβάνουν πλέον ενιαίους αριθμητικούς στόχους - όπως ο κανόνας του 1/20 - αλλά θα επιτρέπουν στα κράτη μέλη και την Επιτροπή να διαπραγματεύονται διμερώς γύρω από την πορεία των δαπανών και να ζητούν την έγκριση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Σύμφωνα με τη Goldman Sachs, τρία είναι τα χαρακτηριστικά του τρέχοντος πλαισίου διακυβέρνησης που είναι απίθανο να αλλάξουν. Πρώτον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δείχνουν απρόθυμοι να αλλάξουν τους μεσοπρόθεσμους στόχους, του 60% του ΑΕΠ για το χρέος και του 3% του ΑΕΠ για το δημοσιονομικό έλλειμμα, καθώς κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μια τροποποίηση του πρωτογενούς δικαίου. Δεύτερον, η Επιτροπή θα διατηρήσει τον ρόλο της ως κύριου εκπροσώπου των κρατών μελών στη διαπραγμάτευση των δημοσιονομικών σχεδίων, αλλά η έγκριση των στόχων για τις δαπάνες θα συνεχίσει να απαιτεί την έγκριση από το Συμβούλιο της ΕΕ με το καθεστώς της ειδικής πλειοψηφία. Τρίτον, η παρακολούθηση των μακροοικονομικών ανισορροπιών - η οποία σπάνια έχει δεσμευτικό χαρακτήρα - θα παραμείνει σε γενικές γραμμές αμετάβλητη.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα αντικαταστήσει όλες τις υφιστάμενες απαιτήσεις, με μια δημοσιονομική πορεία τεσσάρων έως επτά ετών για τις καθαρές ονομαστικές δαπάνες, με την επιφύλαξη τριών αριθμητικών διασφαλίσεων. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα διαπραγματεύονται διμερώς την πορεία των καθαρών δαπανών και εν συνέχεια, θα περνάει από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (για έκριση) με ειδική πλειοψηφία προτού αναλάβει την παρακολούθηση και την τήρηση όλων αυτών η Επιτροπή.
Η συντριπτική πλειονότητα των κρατών μελών στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει υποστηρίξει μέχρι στιγμής την υιοθέτηση ενός κανόνα για τις ονομαστικές δαπάνες προς αντικατάσταση του κανόνα του 1/20 και άλλων απαιτήσεων σχετικά με τις εκτιμήσεις του παραγωγικού κενού. Ο κανόνας του 1/20 είναι η πιο προκυκλική συνιστώσα του υφιστάμενου πλαισίου, καθώς απαιτεί από τα κράτη μέλη να επαναφέρουν το πρωτογενές τους ισοζύγιο, μετά από ένα αρνητικό αναπτυξιακό «σοκ», με όλα τα άλλα σταθερά. Την ίδια στιγμή, δεν αποτελεί κάποια έκπληξη, το γεγονός ότι στην πράξη, ο κανόνας του 1/20 είχε συχνά ένα χαμηλό βαθμό συμμόρφωσης, όπως σημειώνει η Goldman Sachs.
Τα υπόλοιπα σημεία διαμάχης περιστρέφονται γύρω από την ανάγκη να διασφαλιστεί μια αποτελεσματική δέσμευση για τη μείωση του χρέους μέσω των αριθμητικών διασφαλίσεων. Το γερμανικό non paper πρότεινε μια απαίτηση για όλα τα κράτη μέλη που παραβιάζουν τον δείκτη χρέους του 60% του ΑΕΠ να μειώσουν το λόγο χρέους τους κατά τουλάχιστον 0,5 ποσοσταίες μονάδες ετησίως. Σε απάντηση, η Επιτροπή πρότεινε τις τρεις ακόλουθες διασφαλίσεις:
- Οι καθαρές ονομαστικές δαπάνες θα πρέπει να αυξάνονται λιγότερο από το δυνητικό επίπεδο του ΑΕΠ.
- Ο δείκτης χρέους θα πρέπει να μειώνεται μέχρι το τέλος της περιόδου που καλύπτεται από το σχέδιο (τέσσερα έως επτά έτη).
- Τα κράτη μέλη των οποίων το έλλειμμα υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ θα πρέπει να προβαίνουν σε μια μίνιμουμ δημοσιονομική προσαρμογή της τάξεως του 0,5% του ΑΕΠ ετησίως.
Η Goldman Sachs σημειώνει ότι η απαίτηση μείωσης του δείκτη χρέους ετησίως βρίσκεται στο επίκεντρο του εσφαλμένου κανόνα του 1/20, ο οποίος απαιτεί από τα κράτη μέλη να μειώνουν τον δείκτη χρέους τους κατά το 1/20 της υπέρβασης από το ανώτατο όριο του 60% ανά χρόνο. Αντιθέτως, η ουσία ενός κανόνα ονομαστικών δαπανών είναι να επιτρέπει στον δείκτη χρέους να αυξάνεται όταν υπάρχει ένα πλήγμα από κάποιο αρνητικό αναπτυξιακό «σοκ», αλλά εν συνέχεια να περιορίζει την αύξηση των ονομαστικών δαπανών, μόλις η αύξηση του ΑΕΠ επανέλθει προς το δυνητικό επίπεδο. Αυτό, με τη σειρά του, υποδηλώνει ότι μια συναίνεση για την κατάργηση του κανόνα του 1/20 θα πρέπει επίσης να επιτρέψει να δοθεί έμφαση στη μείωση του δείκτη χρέους μεσοπρόθεσμα, όπως προτείνει η Επιτροπή, μέσω της διασφάλισης.
Δεύτερον, η πρόταση για την απαίτηση της ελάχιστης προσαρμογής δεν περιλαμβανόταν στο γερμανικό non paper και, κατά τη Goldman Sachs, προβάλει ως η πιο περιοριστική από τις τρεις διασφαλίσεις. Ενώ, η πρώτη διασφάλιση αφήνει σε όλα τα κράτη μέλη κάποιο δημοσιονομικό χώρο για το 2024, η τρίτη διασφάλιση θα μπορούσε ήδη να απαιτήσει από τη Φινλανδία και τη Γαλλία να επιταχύνουν τις προσπάθειες προσαρμογής γύρω από το πρωτογενές τους ισοζύγιο, αν και μόνο κατά ένα χαμηλό επίπεδο της τάξεως του 0,1% του ΑΕΠ.
Σε αντίθεση με τους ισχύοντες κανόνες, ένας καθαρός κανόνας ονομαστικών δαπανών θα συνεπαγόταν μια πιο σταδιακή πορεία προσαρμογής. Η πορεία που συνεπάγονται οι τρεις διασφαλίσεις της Επιτροπής στην τελευταία πρότασή της θα ήταν πιο κοντά σε αυτό που συνεπάγονται οι ισχύοντες κανόνες, αλλά θα διατηρούσε τη σταδιακότητα ενός κανόνα ονομαστικών δαπανών. Επιπλέον, αυτός ο τύπος σταδιακών και αντικυκλικών κανόνων μπορεί να αυξήσει τη συμμόρφωση και να προσφέρει μια μεγαλύτερη μείωση του χρέους, κατά μέσο όρο. Από αυτή την άποψη, η επανεξέταση των αναγκαστικών μέσων - αντί της διαπραγμάτευσης των αριθμητικών στόχων - θα μπορούσε να βοηθήσει στην επίτευξη της ομοφωνίας που απαιτείται μεταξύ των 27 κρατών μελών για να τεθούν σε ισχύ οι νέοι κανόνες.
Ανδρέας Βελισσάριος