Οι αναλυτές της Bank of America πήραν πρόσφατα στα χέρια τους τα ιστορικά στοιχεία της αμερικανικής αγοράς ομολόγων που χρονολογούνται από την επίσημη ίδρυση του έθνους των ΗΠΑ, διαπιστώνοντας ότι τα 3 τελευταία χρόνια αποτελούν την πλέον παρατεταμένη περίοδο απωλειών - κάτι που δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ ξανά στο παρελθόν της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου.
Παρόλο που είναι δύσκολο να γνωρίζουμε, φυσικά, πόσο ακριβή ήταν τα στοιχεία από εκείνα τα χρόνια, καθώς δεν είναι δυνατό να ξέρουμε συχνά θα μπορούσαν να διαπραγματεύονται τα ομόλογα κατά τη διάρκεια του Πολέμου του 1812, η εικόνα είναι πλήρως ανησυχητική: την προαναφερθείσα τριετία καταγράφονται οι χειρότερες απώλειες των τελευταίων 236 χρόνων. Όπως εξηγούν διεθνείς αναλυτές, το τοπίο αποτελεί μια οδυνηρή υπενθύμιση του μεγέθους του «πόνου» στην οικονομία μετά το πληθωριστικό σοκ και την άνοδο των επιτοκίων που λίγοι είδαν να έρχεται. Ο «πόνος» ήταν αρκετά έντονος ώστε να διαλύσει τη Silicon Valley Bank και τρεις άλλες περιφερειακές τράπεζες φέτος, αναγκάζοντας τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στην Ουάσιγκτον τις στηρίξουν ώστε να μην ξεσπάσει ντόμινο και νέα τραπεζική κρίση.
Τα χρόνια από το 2008 έως το 2020 ήταν παράλογα, ακόμα κι αν κάποια στιγμή θεωρούνταν «φυσιολογικά» μέχρι ένα βαθμό. Παράλληλα, οι αναλυτές της BofA διαπίστωσαν πως τα παγκόσμια επιτόκια κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν τα χαμηλότερα των τελευταίων 5.000 (!) ετών.
Υπογραμμίζει επίσης την αγωνία που αυξάνεται ραγδαία σε ορισμένους οικονομολόγους της Wall Street για την ολοένα και πιο κλονισμένη κατάσταση των οικονομικών των ΗΠΑ. Τεράστια ελλείμματα, εξαιτίας των φορολογικών ελαφρύνσεων των Ρεπουμπλικανών και της επένδυσης των Δημοκρατικών στην πράσινη ενέργεια σε ένα διάστημα που η Fed είχε μηδενικά επιτόκια και αγόραζε ομόλογα αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων κάθε εβδομάδα.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η «κόκκινη κλωστή» που συνδέει ομόλογα, πετρέλαιο, δολάρια και την «φωτιά» στην Μ. Ανατολή
Το ζεστό και φρέσκο χρήμα που «κόβεται» και τυπώνεται μπορεί να καλύψει πολλά προβλήματα και τρύπες. Ωστόσο, με την απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου που αποτελεί ορόσημο για τις αγορές παγκοσμίως να κινείται στο 5%, τα νούμερα δεν βγαίνουν. Τα ομόλογα που η αμερικανική κυβέρνηση καλείται να «ξεφορτωθεί» αυξάνονται τόσο γρήγορα που μπορεί να υπερκαλύψει την «ακόρεστη» ζήτηση για αυτό που πολλοί θεωρούν ως την «ασφαλέστερη επένδυση στον κόσμο».
«Υπάρχει πάρα πολύ χρέος», διαμηνύει ο Εντ Γιαρντενί, βετεράνος οικονομολόγος της Wall Street και ιδρυτής της Yardeni Research. Και έτσι, η τιμή του 10ετούς κρατικού τίτλου -ένα βασικό σημείο αναφοράς για κάθε είδους κόστος δανεισμού στην οικονομία- πέφτει, οδηγώντας την απόδοσή του στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 16 ετών. Οι επενδυτές, με άλλα λόγια, απαιτούν «εκπτώσεις και διευκολύνσεις» για να αγοράσουν το χρέος. Ο νομισματικός πληθωρισμός και η ποσοτική χαλάρωση, όπως ήταν γνωστό το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Fed, κατέστησαν αβάσιμα όταν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έκριναν ότι η ακρίβεια ήταν ο Νο. 1 εχθρός. Απλώς διοχέτευσαν πάρα πολλά μετρητά σε μια ήδη υπερθερμανθείσα οικονομία.
Οι κεντρικές τράπεζες στη Βραζιλία, την Κίνα, την Ιαπωνία, τη Σαουδική Αραβία και αλλού έχουν επίσης σταματήσει τις αγορές ομολόγων από τις ΗΠΑ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, έχουν προχωρήσει παρατηρείται μαζικό σορτάρισμα και ραγδαίο sell off. Το κενό που δημιουργήθηκε από την αποχώρηση των κεντρικών τραπεζών από το «παιχνίδι», ενισχύει για άλλη μια φορά τις παραδοσιακές δυνάμεις στα χρηματοοικονομικά: τράπεζες, hedge funds, ασφαλιστές, τους λεγόμενους Bond vigilantes, έναν όρο που επινοήθηκε τη δεκαετία του 1980. Αυτήν τη στιγμή, έχουν επιστρέψει δυναμικά, πιέζοντας τις τιμές των ομολόγων καθοδικά, εκτοξεύοντας τις αποδόσεις, σε μια ηχηρή προειδοποίηση προς την Ουάσιγκτον να θέσει υπό έλεγχο το έλλειμμα και τον πληθωρισμό.
Η πραγματική ανησυχία είναι ότι, ακολουθώντας μια δημοσιονομική πολιτική που ανεβάζει τόσο πολύ τις αποδόσεις, η Ουάσιγκτον πιέζει τις εταιρείες και τους καταναλωτές σε όλη την Αμερική. Οι αποδόσεις είναι πολύ υψηλές, αυξάνονται τάχιστα προκαλώντας τριγμούς στην οικονομία και πυροδοτούν νέους φόβους για ένα επερχόμενο κραχ, καθώς ο κίνδυνος της ύφεσης καραδοκεί.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τι σημαίνει για τους επενδυτές η κατάρρευση της αγοράς ομολόγων
Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου των ΗΠΑ έφτασε στο 4,89% την περασμένη εβδομάδα. Μόλις δύο μήνες νωρίτερα, κυμαινόταν γύρω στο 4%. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ήταν έως και 0,3%. Αξίζει να σημειωθεί πως κάποια στιγμή το περασμένο τρίμηνο η άνοδος των αποδόσεων ήταν η μεγαλύτερη από εκείνη που προκάλεσε το κραχ του χρηματιστηρίου το 1987. Ο πόνος άρχισε να διαχέεται και αυτή τη φορά στις μετοχές, αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό. Τα εταιρικά ομόλογα έχουν επίσης υποχωρήσει ενώ το δολάριο έχει ενισχυθεί έναντι των περισσότερων νομισμάτων στον κόσμο.
Ακόμη και το πετρέλαιο, το οποίο ήταν σε μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστο από τις ευρύτερες οικονομικές συνθήκες καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, συμπαρασύρθηκε από τη μεταβλητότητα της αγοράς ομολόγων, σημειώνοντας απώλειες που διέγραψαν το πολύμηνο ράλι που προηγήθηκε. Ωστόσο, οι υψηλές ομολογιακές αποδόσεις αποτελούν τη νέα κανονικότητα σε πολλές ισχυρές οικονομίες του πλανήτη, που έχουν εισέλθει σε μια εποχή χαμηλής ανάπτυξης και επίμονου, «κολλώδους» πληθωρισμού στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008.
Τώρα που το νέο «καθεστώς» είναι εδώ με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο, πολλοί από τους καλύτερους και διασημότερους οικονομολόγους εστιάζουν σε «αγκάθια» που θα μπορούσαν να διατηρήσουν τις υψηλές αποδόσεις για χρόνια: υπερθέρμανση του πλανήτη, μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, αποπαγκοσμιοποίηση, δημογραφικές αλλαγές και, φυσικά, η συνεχώς αυξανόμενη προσφορά κρατικών ομολόγων. «Βρισκόμαστε σε έναν κόσμο με μόνιμα υψηλότερο κόστος και αυτό έχει συνέπειες», προειδοποιεί ο Τόρστεν Σλοκ, επικεφαλής οικονομολόγος στον κολοσσό μετοχών Apollo Global Management.